Πιο επίκαιρη από ποτέ φαντάζει η φράση του Περικλή «Μέγα το της θαλάσσης κράτος» που διαβάζουμε στον Θουκυδίδη και κατά την οποία η θαλάσσια ισχύς καθορίζεται ως παγκόσμια δύναμη. Αυτό που οι σύγχρονοι Ελληνες, με αρωγό τη ναυτοσύνη του λαού μας, κατάφεραν να επιτύχουν, να καταστήσουν δηλαδή την ελληνική ναυτιλία κυρίαρχη των θαλασσών.

Με βάση τα ιστορικά στοιχεία, κυρίαρχο ρόλο στην αναγέννηση του κλάδου και στην εγκαθίδρυση της γαλανόλευκης πρωτοκαθεδρίας έπαιξαν τα λεγόμενα «ευλογημένα πλοία», τα Λίμπερτυ. Πώς, όμως, «γεννήθηκαν» και πώς έφτασαν στα χέρια των Ελλήνων;

Τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η ελληνική ναυτιλία συμμετείχε στην παγκόσμια χωρητικότητα με ποσοστό 2,6% (607 πλοία, 1.780.666 grt), πίσω από τη Μεγάλη Βρετανία, τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, τη Νορβηγία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ολλανδία και τη Γαλλία, ενώ το 1937 διέθετε τον μεγαλύτερο στόλο ελεύθερων φορτηγών πλοίων από άποψη χωρητικότητας μετά τον βρετανικό (1.583.000 grt).

Ωστόσο, από την έναρξη του μεγάλου πολέμου και μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1940 όλα άλλαξαν. Πριν ακόμη η χώρα μας εισέλθει και επίσημα στις μάχες, η Μεγάλη Βρετανία είχε χάσει τουλάχιστον 150 φορτηγά πλοία μεταφοράς χύδην ξηρού φορτίου, αναγκάζοντας τους εμπλεκομένους στην άμεση αναζήτηση και ναυπήγηση νέων πλοίων ούτως ώστε να καλυφθεί το κενό και να προλάβουν την αυξημένη συχνότητα βύθισής τους από τα γερμανικά υποβρύχια.

Δεδομένης της κατάστασης, το βρετανικό ναυαρχείο συγκρότησε ομάδα με την εντολή να βρεθούν εγκαταστάσεις στις ΗΠΑ και στον Καναδά που να μπορούν να αναλάβουν παράδοση τουλάχιστον 60 πλοίων ετησίως και χωρητικότητας 10.000 grt.

O Xένρι Κάιζερ

Υστερα από αλλεπάλληλες διαβουλεύσεις και πολλά αδιέξοδα η λύση τελικά δόθηκε με την εμπλοκή του Αμερικανού Χένρι Κάιζερ, ενός επιχειρηματία τελείως άγνωστου μέχρι τότε στον ναυπηγικό κλάδο, που εντυπωσιασμένος από τη μεγάλη βρετανική παραγγελία υπέγραψε δύο συμβόλαια για παράδοση 60 πλοίων. Προηγουμένως ο ίδιος είχε «κλείσει» μεγάλα παραλιακά οικόπεδα για την κατασκευή ναυπηγείων. Στις 15 Οκτωβρίου 1941 καθελκύεται στην Καλιφόρνια με το όνομα «Οcean Vanguard» το πρώτο πλοίο, ωστόσο 70 μέρες νωρίτερα στο ναυπηγείο Νορθ Σαντς στο Σάντερλαντ της Αγγλίας καθελκύστηκε το πραγματικό πρωτότυπο του τύπου αυτού με το όνομα «Empire Liberty», δίνοντας το όνομα και στον συγκεκριμένο ναυπηγικό τύπο.

Λίγο μετά την είσοδο των Ηνωμένων Πολιτειών στον πόλεμο, μετά την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, η αμερικανική ναυτιλιακή επιτροπή υποχρεούται να ακολουθήσει το παράδειγμα των Βρετανών, δίνοντας έγκριση για μια παραγγελία 200 πλοίων τύπου Λίμπερτυ.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου τα αργοκίνητα πλοία των 10 κόμβων σήκωσαν όλο το βάρος των μεταφορών. Ηταν εκείνα που μετέφεραν εκατομμύρια τόνους πυρομαχικά και εφόδια σε όλα τα μέτωπα του πολέμου από τη Βόρεια Θάλασσα μέχρι τη Μεσόγειο. Μάλιστα, κάποια από αυτά κατάφεραν και κατέρριψαν γερμανικά αεροσκάφη με τον περιορισμένο πολεμικό εξοπλισμό τους και με βόμβες βυθού βύθισαν υποβρύχια.

Με την παράδοση της Ιαπωνίας στις 20 Αυγούστου 1945, είχαν καθελκυστεί 2.710 αμερικανικά Λίμπερτυ, που αν προστεθούν και τα αρχικά 60 για λογαριασμό της Βρετανίας και τα 25 από τον Καναδά, ανέρχονταν συνολικά στα 2.795 πλοία.

Τότε ήταν που η κυβέρνηση των ΗΠΑ αποφάσισε την πώληση των αμερικανικών Λίμπερτυ σε συμμαχικές κυβερνήσεις ή σε μεμονωμένους πλοιοκτήτες με κρατική εγγύηση. Ετσι στις 9 Απριλίου 1946 η ελληνική κυβέρνηση εγγυήθηκε την απόκτηση 100 πλοίων του τύπου, αγορά που χαρακτηρίστηκε ως ο «θεμέλιος λίθος» της μεταπολεμικής ελληνικής ναυτιλίας. Η κίνηση αυτή επέφερε εξαιρετικά κέρδη λόγω της φθηνής τιμής τους και της διατήρησης των ναύλων σε υψηλά επίπεδα. Την ίδια περίοδο αποκτήθηκαν ακόμα 72 Λίμπερτυ που είχαν την πρόνοια να αγοράσουν έλληνες εφοπλιστές μεμονωμένα, πέραν της συμφωνίας με την αμερικανική κυβέρνηση.

Τα Λίμπερτυ αποδείχθηκαν κάτι παραπάνω από αξιόπιστα, ταξιδεύοντας για πολλά χρόνια, αν και είχαν χαρακτηριστεί πλοία ενός ταξιδιού, και πολύ σύντομα το γνώριμο πλέον «σουλούπι» τους θα κατέπλεε σε όλα σχεδόν τα λιμάνια του κόσμου, μεταφέροντας με… καμάρι την ελληνική σημαία.

To «Hellas Liberty»

Πλέον, μόλις τέσσερα από αυτά τα 2.795 πλοία εξακολουθούν να υπάρχουν. Τα τρία βρίσκονται στις ΗΠΑ, με τα δύο εξ αυτών να αποτελούν πλωτά μουσεία και το τρίτο να έχει μετατραπεί σε εργοστάσιο, ενώ το τέταρτο βρίσκεται από το 2010 στην Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα στον Πειραιά.

Η μετατροπή ενός τέτοιου πλοίου σε πλωτό μουσείο αποτελούσε όραμα πολλών ετών για τους ανθρώπους της ελληνικής ναυτιλίας. Σημαντικό ρόλο σε αυτό το εγχείρημα διαδραμάτισε ο εφοπλιστής Σπύρος Μ. Πολέμης, ο εμπνευστής αυτής της ιδέας, καθώς και ο γερουσιαστής της Πολιτείας Ρόουντ Αϊλαντ Λεωνίδας Ραπτάκης και ο αντιπρόσωπος της Πολιτείας του Κονέκτικατ Δημήτριος Γιάνναρος, οι οποίοι με συντονισμένες προσπάθειες κινητοποίησαν την ελληνική Ομογένεια και το Κογκρέσο, με ειδικό νόμο, παραχώρησε τελικά στο Ελληνικό Δημόσιο το «Liberty ARTHUR M. HUDDELL».

Το πιστοποιητικό παραχώρησης του πλοίου και η μεταβίβασή του στο ελληνικό κράτος πραγματοποιήθηκε στις 30 Ιουνίου 2008 από τον αρμόδιο αμερικανό υπουργό Σον Κονότον και τον τότε έλληνα υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας Γιώργο Βουλγαράκη. Υστερα από δύο χρόνια, το 2010, το πλοίο πλαγιοδέτησε σε θέση που παραχωρήθηκε από τον ΟΛΠ για τη μόνιμη εγκατάστασή του και τη λειτουργία του ως μουσείου.