Καθώς ο ναυτιλιακός κλάδος αποτελεί βασική κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας οικονομίας και οι ναυτιλιακές μεταφορές παραμένουν βασικά στοιχεία προώθησης της παγκοσμιοποίησης, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως είναι προς συμφέρον κάθε χώρας να την αξιοποιεί και να την εξελίσσει.
Ταυτόχρονα, όμως, με δεδομένη την ανάγκη προώθησης της πράσινης μετάβασης, αλλά και της ψηφιοποίησης του κλάδου, αναδεικνύεται ο ρόλος της χρηματοδότησης και οι αναρίθμητοι παράμετροι που τη συνοδεύουν.
Εστιάζοντας στην περίπτωση της Ελλάδας και της στενής της σχέσης με τη ναυτιλία έχουν ιδιαίτερη αξία τα στοιχεία που δείχνουν πως σε όρους συμμετοχής στα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας και παρά τη διατάραξη της δραστηριότητας κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η ναυτιλία εξακολουθεί να έχει με διαφορά το μεγαλύτερο μερίδιο στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία (ΑΠΑ) της ελληνικής οικονομίας (3,1% ή 4,8 δισ. ευρώ το 2021, έναντι μόλις 0,2% κατά μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ενωση) σε σχέση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη.
Ενδεικτικά, τη δεκαετία (2012-2022) η χώρα εισέπραξε 148,3 δισ. ευρώ από θαλάσσιες μεταφορές στο εξωτερικό, ποσό που αντιστοιχεί στο 42% του ακαθάριστου χρέους της γενικής κυβέρνησης.
Οι επενδύσεις
Σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις των ελλήνων εφοπλιστών το 2023, μόνο οι 18 εισηγμένες ναυτιλιακές εταιρείες, ελληνικών συμφερόντων, κατέγραψαν κέρδη που υπερβαίνουν τα 2,3 δισ. δολάρια. Οι εταιρείες αυτές διαθέτουν επιπλέον ρευστότητα δισεκατομμυρίων δολαρίων, που τους επιτρέπει να επενδύουν σε νεότευκτα «πράσινα πλοία» και να αγοράζουν μονάδες από «δεύτερο χέρι». Σε αυτά τα οικονομικά μεγέθη δεν συμπεριλαμβάνονται οι δεκάδες άλλες ελληνόκτητες εταιρείες που δεν είναι εισηγμένες στα Χρηματιστήρια της Νέας Υόρκης.
Ταυτόχρονα, σύμφωνα με στοιχεία που παρέχονται από την S&P Global Market Intelligence, τον Μάρτιο του 2024 οι έλληνες εφοπλιστές έχουν υπό παραγγελία ναυπήγησης 112 δεξαμενόπλοια συνολικής μεταφορικής ικανότητας 15,278 εκατομμυρίων τόνων, ενώ το παγκόσμιο βιβλίο παραγγελιών γι’ αυτόν τον τύπο πλοίου περιλαμβάνει 239 συμβόλαια χωρητικότητας 35,3 εκατομμυρίων dwt.
Την αμέσως προηγούμενη χρόνια οι έλληνες εφοπλιστές υπολογίζεται ότι πραγματοποίησαν συνολικές επενδύσεις 13,5 δισ. δολαρίων σε αγορές και ναυπηγήσεις πλοίων, κρατώντας την πρώτη θέση παγκοσμίως στις συναλλαγές αυτές. Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του βρετανικού ναυλομεσιτικού οίκου Clarksons, οι έλληνες εφοπλιστές τοποθέτησαν παραγγελίες συνολικής αξίας 7,9 δισ. δολαρίων, που αντιστοιχούν σε 100 πλοία συνολικής μεταφορικής ικανότητας 6,7 εκατ. dwt.
Σε αριθμό πλοίων οι περισσότερες παραγγελίες τοποθετήθηκαν σε containerships (38 πλοία) και ακολουθούν τα bulkers (22 πλοία), τα δεξαμενόπλοια (18 πλοία) και τα LNG Carriers (14 πλοία).
Το σύνολο των υπό ναυπήγηση ελληνόκτητων πλοίων είναι 230, μεταφορικής ικανότητας 18,4 εκατ. dwt και αξίας 20 δισ. δολαρίων. Αποτελούν με όρους dwt το 8% του συνόλου των παγκόσμιων παραγγελιών. Εξ αυτών τα 45 είναι bulkers, τα 68 πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων (containerships), τα 56 δεξαμενόπλοια, τα 36 LNG Carriers, τα 21 πλοία μεταφοράς υγραερίου (LPG Carriers) και τέσσερα διαφόρων άλλων τύπων.
«Να σκεφτούμε έξω από το κουτί»
Σύμφωνα με ειδικούς του κλάδου, για τη χρηματοδότηση πρέπει να σκεφτούμε «έξω από το κουτί», καθώς «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τέτοιες επενδύσεις είναι δαπανηρές». Στο πλαίσιο αυτό, προτείνεται ένα μείγμα χρηματοπιστωτικών μέσων μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, το οποίο αποτελεί «κλειδί» και αυτό γιατί η ιδιωτική χρηματοδότηση μπορεί να παραμένει στοχευμένη και ευέλικτη και ταυτόχρονα, ενώ η δημόσια χρηματοδότηση είναι ικανή να αντιμετωπίζει τις ιδιαιτερότητες της ναυτιλιακής βιομηχανίας.
Παράλληλα, η χρήση εσόδων από μέτρα που βασίζονται στην αγορά, όπως η τιμολόγηση του άνθρακα και το ευρωπαϊκό σύστημα εμπορίας ρύπων (EU ETS), μαζί με την ιδιωτική χρηματοδότηση, μπορούν να χρηματοδοτήσουν την απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές της ναυτιλίας και να προσφέρουν πραγματικά αποτελέσματα. Πρόσφατα, ο υπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Χρήστος Στυλιανίδης, είχε ζητήσει νέους μηχανισμούς χρηματοδότησης πέρα από τους παραδοσιακούς, που εισάγουν μια νέα δυναμική στη ναυτιλιακή βιομηχανία.
Η πράσινη ατζέντα
Με φόντο τους κανόνες για την απανθρακοποίηση της ναυτιλιακής βιομηχανίας είναι περισσότερο από ξεκάθαρο ότι η πράσινη ατζέντα οδηγεί και την οικονομική χρηματοδότηση της ναυτιλίας. Αναλυτές τονίζουν ότι οι τράπεζες προσφέρουν δάνεια και ευκαιρίες για να στηρίξουν κίνητρα – φιλικά προς το περιβάλλον – και σε αυτόν τον τομέα. Βάσει αυτών, τα δάνεια μπορεί να έρχονται και με ορισμένους όρους προσφοράς όπως ένα μακροπρόθεσμο χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής, χαμηλότερα περιθώρια και εκπτώσεις, με απώτερο σκοπό τον περιορισμό των εκπομπών αερίου.
Μάλιστα, το πιο σημαντικό σημείο των καιρών στη χρηματοδότηση της ναυτιλίας είναι η είσοδος των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στην ευρύτερη προσπάθεια, μετά τη νέα δέσμη υποχρεωτικών οδηγιών, πλαισίων και πινάκων που εξέδωσε η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΒΑ), και τους οποίους οι τράπεζες πρέπει να ακολουθήσουν. Και αυτό κατέστη αναγκαίο, καθώς μια εξέταση των εκθέσεων για το περιβάλλον, την κοινωνία και την εταιρική διακυβέρνηση που υπέβαλαν τα ευρωπαϊκά πιστωτικά ιδρύματα έδειξε ότι υπήρχαν ελλείψεις.
Μεταξύ άλλων πρωτοβουλιών της ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) ενέκρινε πριν από λίγα χρόνια ένα χρηματοδοτικό πρόγραμμα ύψους 750 εκατ. ευρώ, το οποίο έχει συνολικό προϋπολογισμό 3 δισ. ευρώ και εκταμιεύεται σταδιακά μέχρι και το 2022 και μέχρις εξαντλήσεως του ποσού, γνωστό και ως το πρόγραμμα Εγγυήσεων της Πράσινης Ναυτιλίας (Green Shipping Guarantee Programme – GSG). Το πρόγραμμα GSG έχει σχεδιαστεί για την προώθηση επενδύσεων σε υφιστάμενες και επερχόμενες τεχνολογίες, οι οποίες θα ενισχύσουν την απόδοση καυσίμου/ενέργειας.
Μία ακόμα σημαντική ιδιωτική πρωτοβουλία είναι οι «Αρχές του Ποσειδώνα» (Poseidon Principles), όπου τον Ιούνιο του 2019, δεκαοκτώ κορυφαίες τράπεζες συμφώνησαν να ενσωματώσουν κριτήρια σχετικά με την κλιματική αλλαγή στις αποφάσεις δανεισμού τους. Η δυναμική των «Αρχών του Ποσειδώνα» είναι εντυπωσιακή καθώς για το έτος 2021 περί το 50% των τραπεζών που συμμετέχουν στην πρωτοβουλία έχουν ευθυγραμμιστεί πλήρως με τον στόχο του ΔΝΟ για το 2050, ενώ για το έτος 2020 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 20%.
Οι ελληνικές εταιρείες
Ενδεικτικά της συνεχιζόμενης δυναμικής της ελληνικής ναυτιλίας είναι τα στοιχεία για τον δανεισμό των ελληνικών ναυτιλιακών εταιρειών από εγχώριες και ξένες τράπεζες, ο οποίος εξακολουθεί να κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα, με κάποιες σημαντικές επιμέρους διαφοροποιήσεις συγκριτικά με τα προηγούμενα έτη.
Οπως επισημαίνεται σε έκθεση της Petrofin Βank, συνολικά το 2022 ο δανεισμός άγγιξε τα 52 δισ. δολάρια, ελάχιστα μειωμένος από τα 52,5 δισ. δολάρια του 2021. Ο δείκτης Petrofin που μετρά τη χρηματοδότηση της ελληνικής ναυτιλίας με βάση το 100 από το 2001, κατέγραψε οριακή πτώση σε 314 από 318.
Καθώς ο ελληνικός στόλος σε όρους dwt συνέχισε να αυξάνεται, το παράδοξο μπορεί να εξηγηθεί από την ανάπτυξη της χρηματοδοτικής μίσθωσης και εναλλακτικών πηγών που πλέον αντιπροσωπεύουν περίπου το 65% της συνολικής χρηματοδότησης για την ελληνική ναυτιλία. Επιπλέον, όπως συμπεραίνεται, ορισμένοι έλληνες πλοιοκτήτες έχουν αναχρηματοδοτήσει ορισμένα από τα δάνειά τους στις αρχές του 2023, αλλά συνολικά το δανειακό τους χαρτοφυλάκιο παραμένει σε μεγάλο βαθμό ανέπαφο.
Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, το περασμένο έτος η Alpha Bank αναρριχήθηκε στην πρώτη θέση μεταξύ των ελληνικών τραπεζών, οριακά μπροστά από τη Eurobank, την περσινή ηγέτιδα στον δανεισμό της ελληνικής ναυτιλίας. Συνολικά, οι ελληνικές τράπεζες αντιπροσωπεύουν 3 από τις 5 κορυφαίες τράπεζες σε χρηματοδότηση, ενώ (παρά τις αβέβαιες συνθήκες) κατάφεραν να αναπτυχθούν κατά 3,7% διατηρώντας την ανοδική τους πορεία.
Η μετατόπιση
Αν και ο αριθμός των τραπεζών που χρηματοδοτούν έλληνες ιδιοκτήτες μειώθηκε από 56 σε 50, αυτό δεν θεωρείται μείζονος σημασίας, καθώς σημαντικός αριθμός νέων τραπεζών της Απω Ανατολής και της Μέσης Ανατολής άρχισαν να δανείζουν πιο επιθετικά το 2023. Η μετατόπιση από τον δανεισμό των ευρωπαϊκών τραπεζών προς τον κυρίως δανεισμό της Απω Ανατολής εκφράζεται κυρίως μέσω κινεζικών και ιαπωνικών τραπεζών.
Οι μελλοντικές δεσμεύσεις για χρηματοδότηση νεότευκτων πλοίων αυξήθηκαν κατά 77% το 2022, καθώς ορισμένοι ιδιοκτήτες στράφηκαν προς τις νέες παραγγελίες. Οι περισσότερες τράπεζες κατάφεραν να αυξήσουν τον νέο δανεισμό τους το 2022, αλλά λόγω των αποπληρωμών των δανειακών χαρτοφυλακίων, καθώς και προπληρωμών εν όψει της ολοένα και ισχυρότερης ρευστότητας των ελλήνων ιδιοκτητών, τα συνολικά τους δανεικά χαρτοφυλάκια στο τέλος του 2022 παρουσίασαν μικρή πτώση.
Η δραστηριότητα στις κεφαλαιαγορές παρουσίασε επίσης αυξήσεις, με τις νέες δημόσιες εγγραφές ναυτιλίας να αυξάνονται από 768 το 2021 σε 1.266 το 2022, ενώ τα ναυτιλιακά ομόλογα μειώθηκαν λόγω των δυσμενών συνθηκών της αγοράς. Επιπρόσθετα, οι έλληνες πλοιοκτήτες χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο τα χρήματα που έχουν «παρκάρει» για την προπληρωμή δανείων, τακτοποιώντας χαμηλού κόστους δάνεια LTV ή χρηματοδοτούν νέες αγορές.
Οι επενδύσεις στην τεχνολογία
Η ναυτιλία πρέπει να επενδύσει σε νέα πλοία και σε σύγχρονη τεχνολογία. Υπάρχει όμως ακόμα ένα τεράστιο χρηματοδοτικό κενό. Το πιο σημαντικό είναι να υπάρξει μία συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα με τη στήριξη της ΕΕ, γιατί οι τράπεζες δεν μπορούν να αναλάβουν μόνες τους τόσο πολλά ρίσκα.
Η τεχνολογική ανάπτυξη έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει νέες ευκαιρίες με αυτοματοποιημένα συστήματα στα πλοία, που μπορούν να μειώσουν το λειτουργικό κόστος της ναυτιλίας. Επιπλέον, οι συνεχείς έρευνες και η ανάπτυξη νέων τεχνολογιών θα οδηγήσουν σε μια ριζική αλλαγή ως προς τον τρόπο σχεδιασμού και λειτουργίας των πλοίων.
Η επίτευξη αυτών των στόχων θα απαιτήσει ιδιαιτέρως υψηλά κεφάλαια, με την τραπεζική χρηματοδότηση να είναι πυλώνας για την πραγμάτωσή της. Οι επιχειρήσεις που χρηματοδοτούνται μέσω των λεγόμενων δανείων βιωσιμότητας έχουν το κίνητρο να πληρούν κριτήρια Περιβάλλοντος, Κοινωνικής Συνοχής και Διακυβέρνησης (ESG), προκειμένου να επωφεληθούν από ανταγωνιστικούς όρους, όπως χαμηλότερη τιμολόγηση κατά τη χορήγηση του δανείου, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να τηρούν τα κριτήρια για να απολαμβάνουν τα προνόμια καθ’ όλη τη διάρκεια του δανείου.