Για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά τα έσοδα από τις μεταφορές – η συντριπτική πλειονότητα των οποίων αφορούν έσοδα από την ελληνόκτητη ποντοπόρο ναυτιλία – παρέμειναν πάνω από τα 20 δισ. ευρώ. Επίσης, από την έναρξη της δημοσιονομικής κρίσης το 2010 μέχρι το 2023 οι εισροές των θαλάσσιων μεταφορών στο ισοζύγιο της χώρας ανήλθαν συνολικά, σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, στα 215,9 δισ. ευρώ, όσο δηλαδή ένα ετήσιο ΑΕΠ.
Παρά τη μερική πτώση των ναυλαγορών το 2023, τα έσοδα από τις μεταφορικές υπηρεσίες – η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων, όπως προαναφέρθηκε, προέρχονται από την ποντοπόρο ναυτιλία – ανήλθαν το 2023 στα 20,99 δισ. ευρώ έναντι 23,4 δισ. ευρώ το 2022 και 18,7 δισ. ευρώ το 2021. Εξηγώντας την πτώση του 2023 σε σύγκριση με το 2022, η Τράπεζα της Ελλάδος ανέφερε στην ετήσια έκθεση του διοικητή για το 2023 ότι η εξέλιξη αντανακλά κυρίως τη μείωση των ναύλων και σε μικρότερο βαθμό τη διολίσθηση του δολαρίου ΗΠΑ έναντι του ευρώ. Συγκεκριμένα, το μέσο επίπεδο των ναύλων – σύμφωνα με τον δείκτη ClarkSea – τον εννεάμηνο του 2023 μειώθηκε κατά 41% συγκριτικά με την αντίστοιχη περίοδο του 2022, αντανακλώντας δύο αντίθετες τάσεις: αφενός την άνοδο – κυρίως κατά το πρώτο πεντάμηνο του 2023 – των ναύλων για τα πετρελαιοφόρα πλοία και αφετέρου τη μείωση των ναύλων για τα πλοία μεταφοράς ξηρού (χύδην) φορτίου.
Οι ναύλοι στα πλοία ξηρού (χύδην) φορτίου μειώθηκαν κατά 52% λόγω της επιβράδυνσης της ζήτησης για εισαγωγές πρώτων υλών, καθώς και της αποσυμφόρησης στους λιμένες. Οι ναύλοι των πετρελαιοφόρων αυξήθηκαν – με επιβραδυνόμενο όμως ρυθμό – κατά 24%, αντανακλώντας την αυξημένη ζήτηση θαλάσσιων μεταφορών πετρελαιοειδών.
Τα έσοδα από θαλάσσιες δραστηριότητες ήταν και είναι απαραίτητες για την κάλυψη ενός μεγάλου μέρους των εξωτερικών χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι εισπράξεις από υπηρεσίες θαλάσσιων μεταφορών την περίοδο 2016-2023 ξεπέρασαν – κατά μέσο όρο – τα 17 δισ. ευρώ ετησίως, δηλ. περίπου 7,7% του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές, αντιπροσωπεύοντας το 41% των συνολικών εισπράξεων του ισοζυγίου υπηρεσιών του 2023.
To συνυποσχετικό
Παράλληλα, με πρωτοβουλία της Ενωσης Ελλήνων Εφοπλιστών, με την έναρξη της δημοσιονομικής κρίσης της χώρας υπεγράφη από το 2014 ένα συνυποσχετικό μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και ναυτιλιακής κοινότητας για μια ετήσια οικειοθελή εισφορά της ναυτιλιακής κοινότητας, το οποίο εξακολουθεί να ανανεώνεται τα επόμενα χρόνια. Τελευταία τροποποίηση έγινε τον Νοέμβριο του 2022, όταν υπεγράφη από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και τον υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα η Πρόσθετη Πράξη στο υφιστάμενο νέο συνυποσχετικό του Ελληνικού Δημοσίου με τη ναυτιλιακή κοινότητα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πρόεδρο της Ενωσης Ελλήνων Εφοπλιστών (ΕΕΕ) Μελίνα Τραυλού βάσει ειδικού πληρεξουσίου που της έχει παρασχεθεί από τη συντριπτική πλειοψηφία του 91,56% του συνόλου της χωρητικότητας των διαχειριζόμενων από εταιρείες του άρθρου 25 Ν. 27/1975 πλοίων υπό ελληνική ή ξένη σημαία. Η εν λόγω Πρόσθετη Πράξη κυρώθηκε αμέσως από τη Βουλή των Ελλήνων.
Με την Πρόσθετη Πράξη τα εγγυημένα δημόσια έσοδα από την οικειοθελή παροχή των μελών της ναυτιλιακής κοινότητας θα ανέρχονται σε 60 εκατ. ευρώ ανά έτος, συμπεριλαμβανομένου του έτους 2022. Τονίζεται ότι με βάση το ισχύον μέχρι σήμερα συνυποσχετικό, που υπεγράφη τον Φεβρουάριο του 2019, η οικειοθελής παροχή ανερχόταν σε 40 εκατ. ευρώ ετησίως.
Επιπλέον η ελληνόκτητη ναυτιλία και ο ευρύτερος ναυτιλιακός χώρος (maritime cluster) διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο στην προσπάθεια για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, συμβάλλοντας στην αύξηση του ΑΕΠ τόσο άμεσα όσο και έμμεσα.
Η προσέλκυση περισσότερων πλοίων για εμπορική διαχείριση στην Ελλάδα καθώς και η επέκταση και διεύρυνση των παρεχόμενων υπηρεσιών του ευρύτερου ναυτιλιακού χώρου (maritime cluster), συμπεριλαμβανομένων αυτών των ναυπηγείων, θα μπορούσαν να αυξήσουν τη συμβολή της ναυτιλίας στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν και να ενισχύσουν την εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας.
Δύναμη, όχι ρίσκο
Μιλώντας πρόσφατα στη Ναυτιλιακή Λέσχη Πειραιά ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης χαρακτήρισε τη ναυτιλία ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για τη χώρα μαζί με τον τουρισμό, την αγροτοδιατροφή αλλά και τη φαρμακοβιομηχανία. Οπως είπε χαρακτηριστικά, η ναυτιλία δεν είναι ρίσκο, όπως εκτίμησε η Moody’s, αλλά δύναμη. Τόνισε επίσης ότι εκτός από τις υψηλές επιδόσεις στη ναυτιλία οι έλληνες εφοπλιστές επενδύουν δυναμικά και στη στεριά. Κύριοι τομείς δραστηριοποίησής τους, στους οποίους παραδοσιακά επενδύει η ελληνική ναυτιλιακή κοινότητα, είναι ο τουρισμός, τα ναυπηγεία αλλά και τα ενεργειακά έργα. Μάλιστα ενθάρρυνε τη ναυτιλιακή κοινότητα να συνεχίσει να επενδύει στη χώρα και πρόσθεσε ότι είναι ανοικτός σε συζητήσεις.
Από την πλευρά της η Ενωση Ελλήνων Εφοπλιστών αναφέρει ότι «η ναυτιλία αποτελεί έναν από τους πιο παραγωγικούς πυλώνες της ελληνικής οικονομίας μέσω της οικονομικής, κοινωνικής και στρατηγικής συμβολής της. Η συνολική συνεισφορά της στην ελληνική οικονομία αγγίζει το 7% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), ενώ δημιουργεί άμεσα και έμμεσα εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας στη χώρα. Η ναυτιλία παρέχει μεγάλες χρηματορροές στην ελληνική οικονομία. Το 2022 οι εισροές στο ελληνικό ισοζύγιο πληρωμών από τις θαλάσσιες μεταφορές ξεπέρασαν τα 21 δισ. ευρώ, αποτελώντας τη μεγαλύτερη συνεισφορά που καταγράφηκε τα τελευταία 20 χρόνια. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι για την περίοδο 2012-2022 η ναυτιλία συνεισέφερε 148 δισ. ευρώ σε εισροές στην ελληνική οικονομία, αναδεικνύοντας τον καθοριστικό ρόλο του κλάδου για την Ελλάδα. Αποτελεί τη ραχοκοκαλιά ενός ακμάζοντος κλάδου ναυτιλιακών υπηρεσιών στη χώρα μας, προσελκύοντας επενδύσεις και καινοτομία. Οι έλληνες πλοιοκτήτες επενδύουν επίσης σε μεγάλο βαθμό και σε πολλούς άλλους οικονομικούς τομείς στην Ελλάδα, όπως η τεχνολογία, οι υπηρεσίες, η αγορά ακινήτων, ο τουρισμός κ.ά., αυξάνοντας την προστιθέμενη αξία της ναυτιλίας στην οικονομία της χώρας».
Εκτός από μια σημαντική οικονομική δραστηριότητα, η ναυτιλία αποτελεί εθνικό κεφάλαιο για την Ελλάδα με πολύπλευρη συνεισφορά στην οικονομία και στην κοινωνία. Εδώ και τουλάχιστον δύο αιώνες, σύμφωνα με την ΕΕΕ, η ελληνική ναυτιλία με τη διεθνή επιχειρηματική της δράση αποτελεί για την πατρίδα μας έναν ιδιαίτερα επιτυχημένο οικονομικό τομέα. Οι πρόσφατες μελέτες ανέδειξαν ότι χωρίς τα πλοία, χωρίς τους ναυτικούς και τους καραβοκύρηδες δεν θα είχαμε κερδίσει την Επανάσταση. Και η Ιστορία μάς έχει καταδείξει ότι από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους μέχρι και σήμερα οι ελληνικοί ναυτότοποι και οι επιχειρηματίες της θάλασσας, που άπλωσαν τη δράση τους σε παγκόσμιο επίπεδο, συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και στην ευημερία του τόπου μας.