«Το 2011 ξεκίνησα να δουλεύω στην πρεσβεία της Βενεζουέλας. Το 2012 ήρθε ο κ. Γκονζάλες και έκανε τη ζωή μας κόλαση, τη δική μου και άλλων τεσσάρων γυναικών. Οταν σου συμβαίνει κάτι τέτοιο, σε ισοπεδώνει ως άνθρωπο και το κουβαλάς κάθε μέρα μαζί σου. Εκανα επτά χρόνια για να το ξεπεράσω. Εγινε προσπάθεια να συγκαλυφθεί το θέμα. Υπήρξε πολιτικό πρόσωπο από τον ΣΥΡΙΖΑ που μου ζήτησε να δείξω πολιτική ωριμότητα και να λυθεί το θέμα εσωτερικά. Ηταν προεκλογική περίοδος, οπότε το να έβγαινε ένα τέτοιου τύπου σκάνδαλο θα αμαύρωνε ίσως την εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ στη χώρα».
Η υπόθεση Λιγνάδη και η πολιτική εργαλειοποίηση από τον ΣΥΡΙΖΑ
Τα λόγια αυτά ανήκουν στην κυρία Ξένια Μπουζαρανίδου, ένα από τα θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης του τότε πρεσβευτή της Βενεζουέλας. Ο πρόεδρος του κόμματος στέλνει το 2013 προσωπική επιστολή στον Μαδούρο στην οποία εφιστούσε «την προσοχή σου σε ένα ευαίσθητο θέμα, στο οποίο περιμένω την συμβολή σου και την παρέμβασή σου με τον καλύτερο τρόπο, το ήδη γνωστό σε εσάς ζήτημα που έχει προκύψει με τον νέο πρεσβευτή στην Αθήνα. Μέχρι στιγμής το προσωπικό της πρεσβείας έχει επιδείξει πολιτική ωριμότητα και δεν θα λάβει μέτρα εντός της Ελλάδας, που θα δημοσιοποιούσαν το πρόβλημα, γεγονός που θα το εκμεταλλεύονταν στο έπακρο τα συστημικά μέσα ενημέρωσης για να βλάψουν την Αριστερά τόσο στη Βενεζουέλα όσο και στην Ελλάδα».
Μια δεκαετία αργότερα, το 2021, συλλαμβάνεται ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Δημήτρης Λιγνάδης κατηγορούμενος για τον βιασμό ανήλικων αγοριών. Το θέμα πολιτικοποιείται. Κομματικοί τυμβωρύχοι σπεύδουν να αποδώσουν ιδεολογικό πρόσημο στον βιασμό και κομματική διάσταση στην παιδεραστία.
Στα social media εμφανίζεται το hashtag ΝΔ_παιδεραστές, το οποίο αναπαρήγαγε ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Χάρης Μαμουλάκης, ενώ η Αννα Βαγενά κατηγόρησε εντός της Βουλής τη ΝΔ πως «είστε το κόμμα των βιαστών». Πολιτική με όρους Twitter και προσπάθεια αποκόμισης πολιτικού κεφαλαίου μέσα από το δραματικό βίωμα.
Μέσα σε λίγες ώρες η επικαιρότητα γίνεται μονοθεματική. Μια υπόθεση σεξουαλικής εκμετάλλευσης και κακοποίησης ανηλίκων εργαλειοποιήθηκε πολιτικά, έγινε αντικείμενο κομματικής αντιπαράθεσης, έφτασε να αποτελέσει ερώτημα σε δημοσκοπήσεις. Πύρινες κομματικές ανακοινώσεις ζητούσαν την παραίτηση της Λίνας Μενδώνη, στα θέατρα ανέβηκαν πανό, συγκεντρώσεις οργανώθηκαν έξω από το υπουργείο Πολιτισμού.
Στη δημόσια σφαίρα παρατάχθηκαν τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα υπέρ ή κατά της αποπομπής της υπουργού Πολιτισμού. Κλέωνας Γρηγοριάδης και Κλέλια Ρένεση Vs Ρούλας Πατεράκη και Ειρήνης Γερουλάνου. Κάπου εκεί ανάμεσα χάθηκε το επίδικο, που ήταν οι σοβαρότατες καταγγελίες για σεξουαλικές παρενοχλήσεις, κακοποιητικές συμπεριφορές, βιασμούς.
Το πολιτικό διακύβευμα και οι συζητήσεις για την επάρκεια ως υπουργού της Λίνας Μενδώνη έθεσαν σε δεύτερο πλάνο τις παραβατικές συμπεριφορές. Οι καταγγελίες σταμάτησαν, δεν υπήρχαν πια νέες αποκαλύψεις και εξομολογήσεις θυμάτων. Ποιος θέλει το δραματικό του βίωμα να αποτελέσει αντικείμενο κομματικής κόντρας;
Δεν ήταν η πρώτη φορά, βέβαια, που βγήκε πολιτικό μεροκάματο μέσα από ένα τραγικό περιστατικό και δυστυχώς ούτε η τελευταία. Ακολούθησε η υπόθεση της 12χρονης στον Κολωνό, όπου επιχειρήθηκε να αποδοθεί ιδεολογικό πρόσημο στον βιασμό και στην εκπόρνευση μιας μαθήτριας της ΣΤ’ Δημοτικού. Στο μεταξύ, το ελληνικό MeToo συνέχιζε να αναλώνεται σε μια κομματική κόντρα χωρίζοντας τους βιαστές σε «γαλάζιους» και «κόκκινους», αποθαρρύνοντας τόσο τα θύματα να μιλήσουν όσο και τους πολίτες να εκφραστούν. Η ανάγκη για τα 15 λεπτά δημοσιότητας οδηγούσε σε όλο και πιο επιπόλαιες διατυπώσεις στον δημόσιο λόγο.
Ασκήσεις αφωνίας για την υπόθεση Γεωργούλη
Ωσπου πριν από μία εβδομάδα έσκασε η υπόθεση του Αλέξη Γεωργούλη. Ο 48χρονος ηθοποιός και ευρωβουλευτής κατηγορείται από μια νεαρή νομικό που εργάζεται στον τομέα Δικαιοσύνης της Κομισιόν για βιασμό και πρόκληση σωματικών βλαβών. Η ίδια υποστηρίζει πως έχει ιατρικά έγγραφα που επιβεβαιώνουν την καταγγελία, η οποία έγινε πριν από 3 χρόνια, ενώ ακολούθησε έρευνα των βελγικών αρχών, οι οποίες κατέληξαν να καταθέσουν αίτημα άρσης της ασυλίας του. Το «πάρτι» ξεκίνησε.
Ατομα που αβασάνιστα χαρακτηρίζουν σεξισμό οποιαδήποτε κριτική ασκείται σε μια γυναίκα, γράφουν πύρινες αναρτήσεις κατά της πατριαρχίας και αποδίδουν σε κάθε ανδρική συμπεριφορά κίνητρα mansplaining τώρα συνιστούσαν μέσω των social media «να κρατήσουμε μικρό καλάθι» και «να σεβαστούμε το τεκμήριο της αθωότητας».
Το ελληνικό κίνημα του MeΤoo σε ύπνωση, οι φεμινίστριες άφαντες, ενώ οι έξαλλοι ηθοποιοί που ξιφουλκούσαν κατά του Δημήτρη Λιγνάδη, σήκωναν πανό και συνέλεγαν υπογραφές για την ανατροπή της απόφασης της Δικαιοσύνης στην περίπτωση του κ. Γεωργούλη δηλώνουν «δεν μπορώ να μιλήσω πριν αποφανθεί η Δικαιοσύνη», «δεν είδα τι έχει συμβεί, δεν θέλω να σχολιάσω».
Διαπρύσιοι προστάτες των δικαιωμάτων των γυναικών διέσυραν την καταγγέλλουσα δημοσιοποιώντας ανερυθρίαστα τα στοιχεία, άφησαν αισχρά υπονοούμενα ότι το θύμα είχε σχέση με τον πρόεδρο το κόμματός της, ενώ διαδικτυακοί δικαστές που με ιεραποστολικό μένος κατακρεουργούν και βγάζουν αδιαπραγμάτευτες ετυμηγορίες σε αυτή την περίπτωση επιδόθηκαν σε ασκήσεις αφωνίας ή αναμάσησαν αναχρονιστικά πατριαρχικά κλισέ. «Ο κούκλος ηθοποιός είχε ανάγκη να κακοποιήσει μια άχρωμη, άοσμη, άσημη δικηγόρο; Μήπως δεν της έβαλε κουλούρα, δεν έκαναν παιδί, πήγε στην επόμενη και για να τον εκδικηθεί τον καταγγέλλει;».
Αναφορές που μιμούνταν το ύφος και την επιχειρηματολογία ανώνυμων τρολ διατυπώθηκαν επώνυμα από γυναίκες! Ο όμορφος άνδρας που μπορεί να έχει όποια θέλει και μια γυναίκα η οποία, αν και καταξιωμένη επιστήμονας και επαγγελματίας, έχει ως μοναδική επιδίωξη την προσωπική αποκατάσταση μέσω ενός γάμου. Αφόρητοι αναχρονισμοί, θλιβερά σεξιστικά κλισέ, σκληρές πατριαρχικές νοοτροπίες τις οποίες ενστερνίστηκαν γυναίκες και επιπόλαιη εκφορά δημόσιου λόγου χωρίς στοιχειώδη επεξεργασία.
Το ζήτημα όμως δεν είναι αν ο Γεωργούλης είχε ή δεν είχε ανάγκη να πάει με τη βία με μια γυναίκα. Για το θέμα αυτό θα αποφανθεί η βελγική Δικαιοσύνη – η οποία μετά και τη νέα υπόθεση μάλλον θα αναζητεί πλέον θέση μόνιμου διερμηνέα για τα ελληνικά. Το θέμα είναι η πολιτική σπέκουλα και η προσπάθεια χρωματισμού έκνομων συμπεριφορών, αλλά και η εργαλειοποίησή τους.
Λένε πως στο εμπόριο και στην πολιτική δεν έχουν θέση ευαισθησία και συναισθήματα. Εκτός αν κάνεις εμπόριο και πολιτική ακριβώς με αυτά. Με διακηρύξεις περί «ηθικού πλεονεκτήματος» και προσπάθεια απόδοσης ιδεολογικών κινήτρων σε βιασμούς. Οι οποίοι μάλιστα αντιμετωπίζονται με δυσπιστία, στάση αναμονής και καχυποψία όταν ο καταγγελλόμενος είναι κάποιος «δικός μας».
Δεν είναι καινοφανής βέβαια η λογική. Είχε αποτυπωθεί χρόνια πριν στη γνωστή ακραίου πολιτικού αμοραλισμού ρήση, η οποία αποδίδεται στον Ρούζβελτ (κατά άλλους στον Λίντον Τζόνσον): «Μπορεί να είναι καθάρματα αλλά είναι δικά μας καθάρματα».