Οταν ρωτούσαν τον Τζέφρι Χίντον, πρωτεργάτη της τεχνητής νοημοσύνης, πώς μπορούσε να εργάζεται επί τόσα χρόνια σε μια τεχνολογία δυνητικά επικίνδυνη, παράφραζε τον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ, ο οποίος είχε ηγηθεί της προσπάθειας των ΗΠΑ για την κατασκευή της ατομικής βόμβας: «Οταν βλέπεις κάτι τεχνικά ελκυστικό, προχωράς και το κάνεις». Πλέον, έχει αλλάξει γνώμη.
Το τελευταίο διάστημα η τεχνητή νοημοσύνη, που περιλαμβάνει ένα μεγάλο φάσμα εργαλείων, έχει κάνει σημαντικά άλματα. Με την αύξηση των δυνατοτήτων της, όμως, αυξάνονται και οι ανησυχίες. Αυτή την εβδομάδα τον κώδωνα του κινδύνου έκρουσε ο άνθρωπος που είναι γνωστός ως «νονός» της ΑΙ.
Ο Χίντον παραιτήθηκε από την Google, όπου εργαζόταν για περισσότερο από μια δεκαετία και θεωρούνταν από τις πιο αξιοσέβαστες φωνές στον τομέα, αρχικά επικαλούμενος την ηλικία του (είναι 76 χρόνων), αλλά και για να μπορεί να μιλά ελεύθερα για τους κινδύνους της ΑΙ. Ενα μέρος του, μάλιστα, μετανιώνει πλέον για τους καρπούς του έργου της ζωής του.
«Παρηγορώ τον εαυτό μου με τη δικαιολογία ότι αν δεν το είχα κάνει εγώ, κάποιος άλλος θα το έκανε» ανέφερε σε εκτενή συνέντευξη που παραχώρησε στους «New York Times».
Το ταξίδι του δρος Χίντον
Βρετανός, γεννημένος το 1947 στο Λονδίνο, η καριέρα του καθοδηγήθηκε από τις προσωπικές του εμπειρίες και πεποιθήσεις σχετικά με την ανάπτυξη και τη χρήση της ΑΙ.
Συγκεκριμένα, όλα ξεκίνησαν στα λυκειακά του χρόνια, όταν ένας συμμαθητής του τον έπεισε πως ο ανθρώπινος εγκέφαλος λειτουργεί όπως ένα ολόγραμμα: αμέτρητα τμήματα πληροφορίας διασκορπισμένα σε μια τεράστια βάση δεδομένων.
Ο ενθουσιασμός και οι νέοι ορίζοντες που ανοίχτηκαν τότε στον Χίντον τον οδήγησαν να καταπιαστεί το 1972, ως φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, με την ιδέα του νευρωνικού δικτύου – ένα μαθηματικό σύστημα που μαθαίνει δεξιότητες αναλύοντας δεδομένα. Εκείνη την εποχή λίγοι ερευνητές πίστευαν στην ιδέα. Για τον δρα Χίντον, όμως, αποτελούσε το όραμά του.
Ετσι, ξεκίνησε τις προσπάθειες να μιμηθεί τον ανθρώπινο εγκέφαλο χρησιμοποιώντας το λογισμικό των υπολογιστών, με στόχο τη «βαθιά μάθηση» (deep learning), δηλαδή την εκπαίδευση των υπολογιστών μέσω της εμπειρίας.
Δεν ήθελε λεφτά από το Πεντάγωνο
Τη δεκαετία του ’80 και ενώ είχε εκλεγεί καθηγητής στο Τμήμα Επιστήμης των Υπολογιστών στο Πανεπιστήμιο Carnegie-Mellon, έφυγε για τον Καναδά επειδή δεν ήθελε να λάβει χρηματοδότηση από το Πεντάγωνο. Τότε, το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας σχετικά με την ΑΙ στις ΗΠΑ χρηματοδοτούνταν από το υπουργείο Αμυνας. Ομως, ο δρ Χίντον ήταν ανέκαθεν αντίθετος στη χρήση της ΑΙ στο πεδίο της μάχης ή στους «στρατιώτες ρομπότ», όπως λέει ο ίδιος.
Στο Τορόντο πια, και ενώ παρέμενε πιστός επί 30 χρόνια στην απρόσκοπτη επιστημονική του έρευνα, έφτασε η στιγμή να συνδυάσει το ακαδημαϊκό του έργο με πρακτικές εφαρμογές και εν συνεχεία να προκαλέσει μια τεχνολογική επανάσταση, όπως την αποκαλεί το «Forbes».
Το 2012 ο Χίντον και δύο από τους φοιτητές του, ο Ιλια Σουτσκέβερ και ο Αλεξ Κριζέφσκι, δημιούργησαν ένα νευρωνικό δίκτυο που μπορούσε να αναλύσει χιλιάδες φωτογραφίες και να διδάξει τον εαυτό του να αναγνωρίζει κοινά αντικείμενα, όπως λουλούδια, σκύλους και αυτοκίνητα.
Από το περιθώριο στον… πυρήνα
Αυτό αναμενόμενα δεν πέρασε απαρατήρητο από την Google, η οποία ξόδεψε 44 εκατ. δολάρια για να αποκτήσει την εταιρεία που ξεκίνησαν εν τέλει ο Χίντον και οι δύο φοιτητές του. «Πάψαμε να είμαστε οι τρελοί του περιθωρίου. Γίναμε πλέον οι τρελοί του πυρήνα» είχε σχολιάσει ο ίδιος για το γεγονός.
Εκτοτε, κατευθύνθηκαν προς τη δημιουργία ολοένα και πιο ισχυρών τεχνολογιών, συμπεριλαμβανομένων νέων chatbot όπως το ChatGPT. Ο Σουτσκέβερ έγινε επικεφαλής επιστήμονας στην OpenAI, ενώ το 2018 ο δρ Χίντον έλαβε το βραβείο Turing, το οποίο συχνά αποκαλείται «Βραβείο Νομπέλ Υπολογιστών», για την εργασία του στα νευρωνικά δίκτυα.
Τη περασμένη Δευτέρα, ωστόσο, εντάχθηκε επισήμως σε έναν ολοένα και αυξανόμενο κύκλο επικριτών που υποστηρίζουν ότι εταιρείες όπως η Google ή η OpenAI βαδίζουν σε επικίνδυνα μονοπάτια με την επιθετική τους καμπάνια για τη δημιουργία προϊόντων και υπηρεσιών που βασίζονται στην ΑΙ.
Πώς έφτασε στη μεγάλη στροφή
Η στροφή του Χίντον στην απάρνηση και στην παραίτηση αποτελεί αναμφίβολα ένα σημείο καμπής, περισσότερο όμως για τον ίδιο και λιγότερο για την τεχνολογική βιομηχανία, αφού μέχρι σήμερα δεν λέει κάτι που δεν έχει ξαναειπωθεί.
Οι φόβοι σχετικά με την ταχεία ανάπτυξη της ΑΙ εκφράζονται εδώ και καιρό, με αποκορύφωμα όταν η OpenAI κυκλοφόρησε μια νέα έκδοση του ChatGPT τον Μάρτιο. Τότε, περισσότεροι από 1.000 ηγέτες και ερευνητές στον τομέα της τεχνολογίας υπέγραψαν ανοιχτή επιστολή ζητώντας ένα εξάμηνο μορατόριουμ επειδή εγκυμονούν «σοβαροί κίνδυνοι για την κοινωνία και την ανθρωπότητα». Ο «νονός της ΑΙ» δεν την υπέγραψε, μη θέλοντας να επικρίνει δημόσια την Google προτού παραιτηθεί.
Πράγματι, μέχρι πέρυσι η Google λειτουργούσε ως «σωστός διαχειριστής», σύμφωνα με τον Χίντον, προσέχοντας να μην κυκλοφορήσει οτιδήποτε που θα μπορούσε να προκαλέσει βλάβη. Αλλά τώρα που η Microsoft έχει εντάξει στη μηχανή αναζήτησής της Bing ένα chatbot, απειλώντας τη βασική δραστηριότητα της Google, η τελευταία τρέχει να προλάβει.
Η έκκληση για ρύθμιση
«Οι τεχνολογικοί γίγαντες είναι εγκλωβισμένοι σε έναν ανταγωνισμό που φαίνεται αδύνατο να σταματήσει χωρίς κάποια παγκόσμια ρύθμιση» σχολιάζει ο Χίντον. Η καλύτερη ελπίδα είναι οι κορυφαίοι επιστήμονες να συνεργαστούν για τρόπους ελέγχου της τεχνολογίας. «Δεν νομίζω ότι πρέπει να προχωρήσουν περισσότερο μέχρι να καταλάβουν αν μπορούν να το ελέγξουν» λέει ο Χίντον.
Η άμεση ανησυχία είναι ότι το Διαδίκτυο πιθανόν να πλημμυρίσει από ψεύτικες φωτογραφίες, βίντεο και κείμενα, με αποτέλεσμα ο μέσος άνθρωπος «να μην μπορεί πλέον να γνωρίζει τι είναι αλήθεια».
Στον αντίλογο πολλοί, συμπεριλαμβανομένων μαθητών και συναδέλφων του Χίντον, υποστηρίζουν ότι αυτή η απειλή είναι υποθετική, ενώ και οι κορυφαίοι ηγέτες του κλάδου πιστεύουν ότι η εξέλιξη της ΑΙ θα μπορούσε να αποβεί εξίσου σημαντική με την εισαγωγή των προγραμμάτων περιήγησης στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Η συζήτηση συνεχίζεται. Στο μεταξύ, όμως, το τέρας γιγαντώνεται.