Το βράδυ της 21ης Μαΐου ο Αλέξης Τσίπρας ανακοίνωσε επισήμως τη στρατηγική ήττα της απλής αναλογικής. Ανεπισήμως, κήρυξε το τέλος του πολέμου με τους δημοσκόπους. Σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου που έληξε το βράδυ της Παρασκευής δεν ακούστηκε ούτε μισή φωνή αμφισβήτησης των μετρήσεων και ας έμοιαζαν να αναπαράγονται με μια μέθοδο καρμπόν.

Οι διαθέσεις της κοινής γνώμης δεν φάνηκε να επηρεάζονται ούτε από την προεκλογική ατζέντα. Ηταν σαν οι πολίτες να είχαν κλείσει τους λογαριασμούς τους με την κάλπη ήδη από τις εκλογές του Μαΐου. Κι αυτό, παρότι άνοιγε στο μεταξύ νέους λογαριασμούς μια επικαιρότητα που μεταβολιζόταν ταχύτητα σε πολιτική αντιπαράθεση. Ο πολιτικός υδράργυρος ανέβαινε. Αλλά οι πολίτες διατηρούσαν τον δικό τους σε θερμοκρασίες δωματίου. Και οι δημοσκόποι εξακολουθούσαν να ζουν, εκτός πεδίου βολής και με το καρμπόν τους, τις πιο ήσυχες μέρες τους.

Στην πραγματικότητα, όμως, η γραμμή δεν είχε τη μορφή ενός εγκεφαλογραφήματος όπου έχει χαθεί και το τελευταίο ίχνος ζωής. Συνομιλητές του «Βήματος» παρατηρούν πως, αν και διαφορετικής ατζέντας, οι δύο προεκλογικές περίοδοι συναντήθηκαν σε έναν κοινό τόπο. Σε ένα σύνδρομο μπανανόφλουδας που, όπως εξηγεί παραστατικά αναλυτής, εκδηλώθηκε για να περιορίσει σχεδόν κάθε περιθώριο αναδιάταξης των δυνάμεων και αναμόρφωσης του σκηνικού.

Το σημείο καμπής στις εκλογές του Μαΐου ήταν η κυβέρνηση ηττημένων. Σύμφωνα με αυτή την ανάλυση, ο Κυριάκος Μητσοτάκης πέταξε την μπανανόφλουδα για να ακυρώσει το αφήγημα της απλής αναλογικής. Αλλά εκείνος που είχε κάθε λόγο να το υπερασπιστεί απλώς την πάτησε. Ο,τι ακολούθησε ως κυβερνητική πρόταση συνοδευόταν από έναν ιδιοσυγκρασιακό προσδιορισμό που ακύρωνε την ίδια της τη βιωσιμότητα. Για την κυβέρνηση ηττημένων, κατά το πρότυπο της Πορτογαλίας, υπογράφηκε η ληξιαρχική πράξη θανάτου πριν ακόμη τη γέννησή της. Αλλά πόσο να ζούσε μια κυβέρνηση ανοχής; Και τι άλλο από θνησιγενής θα ήταν μια κυβέρνηση ειδικού σκοπού;

Με την οικονομία, την Υγεία και τα εθνικά θέματα δεν αναμετράται μόνο μια κυβέρνηση. Ασκείται και η αντιπολίτευση στον θεσμικό της ρόλο αλλά ως εναλλακτικός πόλος εξουσίας

Πρακτικά, από την μπανανόφλουδα και μετά έμεινε μόνο μια πρόταση κυβερνησιμότητας στο τραπέζι. Αυτός που την κατέθεσε, μάζεψε ένα ανέλπιστο 40% για τον ίδιο. Στον άλλον έμεινε ένα 20% μαζί με το ερώτημα εάν στη δεύτερη κάλπη υπήρχαν περιθώρια «διόρθωσης» του αποτελέσματος της πρώτης. Το ερώτημα τέθηκε και σε μια ευρύτερη διάσταση: Υπήρχε τρόπος ένα πολιτικό σύστημα του ενάμισι κόμματος να επιστρέψει στις ράγες έστω και ενός ατελούς δικομματισμού με έναν δεύτερο που δεν θα βλέπει τον πρώτο με το κιάλι;

Θεωρητικά, η επικαιρότητα προσέφερε τις δικές της ευκαιρίες σε αυτή την κατεύθυνση. Η συζήτηση όπου κυριαρχούσαν διάφορα καινοφανή είδη κυβερνήσεων είχε τελειώσει με την απλή αναλογική. Ηταν πλέον εκτός ύλης. Απολύτως φυσιολογικά και αναπόφευκτα, η προεκλογική περίοδος των εκλογών της 25ης Ιουνίου άντλησε την ύλη της από τα γεγονότα.

Μπορεί, για παράδειγμα, να χρειάστηκε η βοήθεια μερικών σαρδάμ αλλά πάντως από τον ΦΠΑ άνοιξε το θέμα της οικονομίας για να φτάσει έως την ακρίβεια – σε κάτι δηλαδή που θα ήθελε να ξεχάσει κάθε κυβέρνηση και έχει λόγο να υπενθυμίζει κάθε αντιπολίτευση. Αμέσως μετά ήρθαν τα τραγικά περιστατικά με το ΕΚΑΒ για να ανοίξει το θέμα της κατάστασης στη Δημόσια Υγεία.

Δείγματα αναταράξεων

Και τα δύο γεγονότα ήταν αρκούντως πεισματάρικα για να καταγραφούν κάποια δείγματα αναταράξεων στο δημοσκοπικό ρεύμα της ΝΔ. Κανένας δεν μπορεί ασφαλώς να ξέρει εάν θα εξελίσσονταν σε κάμψη. Αλλά πάντως ο ένας έριξε μια μπανανόφλουδα στη Ροδόπη. Και ο άλλος εκδήλωσε το ίδιο σύνδρομο. Την πάτησε συντηρώντας το θέμα στον αφρό της επικαιρότητας με μια ακατανόητη επιμονή και χωρίς καμία προσπάθεια να γυρίσει την ατζέντα σε πιο προνομιακά πεδία. Ηταν περίπου ένα «τρία στα τρία». Ή «τέσσερα στα τέσσερα» εάν προστεθεί και το ναυάγιο στην Πύλο που ο ΣΥΡΙΖΑ χειρίστηκε με μια σειρά από αψυχολόγητες επιθέσεις στο Λιμενικό και έναν μανιχαϊστικό ανθρωπισμό που αγνόησε όλες τις γκρίζες ζώνες ενός δυσεπίλυτου προβλήματος, όπως είναι το μεταναστευτικό.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το βράδυ της Κυριακής θα αποδεικνυόταν απλώς εάν η ζωή των δημοσκόπων ήταν τόσο εύκολη όσο φαινόταν. Αλλά είναι από τη Δευτέρα που θα φανεί πώς και πότε θα κλείσουν οι λογαριασμοί που άνοιξαν στην προεκλογική περίοδο. Οπως επισημαίνεται, με την οικονομία, την Υγεία, τα εθνικά θέματα και τη μεταναστευτική πολιτική δεν αναμετράται μόνο μια κυβέρνηση. Ασκείται και η αντιπολίτευση στον θεσμικό της ρόλο αλλά ως εναλλακτικός πόλος εξουσίας. Δεν αρκεί, με άλλα λόγια, να λες ότι απέτυχε ο άλλος. Πρέπει να πείσεις πως έχεις και κάτι να αντιπροτείνεις. Είναι κι εκεί, λένε, που δοκιμάστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ. Η δοκιμασία ήταν διπλή. Στις κάλπες δεν καταψηφίστηκε μόνο μια (μη) κυβερνητική πρόταση. Αλλά και μια αντιπολιτευτική τακτική.