Θωρακισμένος έναντι των διεθνών τραπεζικών κλυδωνισμών μετά την κατάρρευση της Silicon Valley Bank στις ΗΠΑ και την ανάδειξη των προβλημάτων της ελβετικής Credit Suisse, η οποία έλαβε την περασμένη εβδομάδα έκτακτη στήριξη από τις τοπικές αρχές, είναι ο εγχώριος χρηματοπιστωτικός κλάδος. Σε δηλώσεις τους στο «Βήμα» οι διοικήσεις των μεγαλύτερων πιστωτικών ιδρυμάτων της χώρας επισημαίνουν ότι ως ασπίδα για τους συστημικούς ομίλους στις συνθήκες αναταραχής που επικρατούν στις αγορές λειτουργούν σήμερα οι υψηλοί δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας, αλλά και οι καθαροί πλέον από κόκκινα δάνεια ισολογισμοί τους.
- Η αλήθεια είναι πως οι ελληνικές τράπεζες μετά τον επιτυχημένο μετασχηματισμό τους έχουν ισχυροποιηθεί σημαντικά σε όλα τα επίπεδα, βελτιώνοντας τις προοπτικές κερδοφορίας και μειώνοντας τους κινδύνους. Συγκεκριμένα οι τέσσερις συστημικοί όμιλοι, έχουν πετύχει τα εξής:
- Οι συνολικοί δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας κινούνταν στο τέλος του 2022 μεταξύ 16,40% και 19%, πάνω από τα ελάχιστα εποπτικά όρια. Μάλιστα, έχει ήδη ξεκινήσει η συζήτηση για το πώς θα αξιοποιηθούν τα διαθέσιμα μαξιλάρια για την περαιτέρω ενίσχυση της κερδοφορίας τους και την επιβράβευση των μετόχων μέσω μερισμάτων και προγραμμάτων επαναγοράς ιδίων μετοχών.
- Τα επίπεδα ρευστότητας του συστήματος διαμορφώνονται σε υψηλά επίπεδα, μετά την ενίσχυση της καταθετικής βάσης από το 2019 έως σήμερα κατά 54 δισ. ευρώ ή 40%. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο δείκτης δάνεια προς καταθέσεις διαμορφώθηκε στο δ’ τρίμηνο της περσινής χρήσης από 57% έως 77%.
- Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα στην Ελλάδα έχουν μειωθεί πλέον κάτω από τα 10 δισ. ευρώ έναντι 53,4 δισ. ευρώ στο τέλος του 2020.
Γιάννης Στουρνάρας, Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος: «Ο ελληνικός κλάδος δεν επηρεάζεται καθόλου»
«Ο ελληνικός κλάδος δεν επηρεάζεται καθόλου από τις τελευταίες εξελίξεις στο αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, ενώ και η έκθεση των ευρωπαϊκών τραπεζών είναι εξαιρετικά περιορισμένη» δηλώνει στο «Βήμα» ο κ. Στουρνάρας. Σύμφωνα με τον ίδιο, «οι τράπεζες που κατέρρευσαν στις ΗΠΑ αποτελούν ιδιάζουσες περιπτώσεις που όμοιές τους δεν υπάρχουν στην Ευρώπη. Τα ευρωπαϊκά stress tests θα εντόπιζαν άμεσα τα αποκαλυφθέντα προβλήματα και δεν θα επέτρεπαν να φτάσουμε σε αυτό το σημείο». Επιπλέον, ο κ. Στουρνάρας υπογραμμίζει ότι «στην Ευρώπη οι εποπτικοί παράμετροι συστημικών και μη συστημικών τραπεζών δεν διαφέρουν ουσιαστικά, κάτι που φαίνεται ότι στις ΗΠΑ δεν ισχύει». Αναφέρει πάντως πως οι κινήσεις της κεντρικής τράπεζας και της κυβέρνησης των ΗΠΑ ήταν αστραπιαίες και ελαχιστοποίησαν την πιθανότητα πρόκλησης πανικού. Σε σχέση με την Credit Suisse τονίζει πως «πρόκειται για μια τράπεζα με ικανοποιητικούς δείκτες φερεγγυότητας και ρευστότητας. Για τον λόγο αυτό παρενέβησαν αποφασιστικά οι ελβετικές αρχές».
Φωκίων Καραβίας, Διευθ. σύμβουλος της Eurobank: «Η ΕΚΤ ασπίδα στα προβλήματα»
«Οι τραπεζικοί κλυδωνισμοί σε ΗΠΑ και Ελβετία αφορούν διαφορετικής υφής ζητήματα. Η αμερικανική SVB δεν μοιάζει με τις ελληνικές και τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Το επιχειρηματικό της μοντέλο ήταν επικεντρωμένο αποκλειστικά στην τραπεζική νεοφυών επιχειρήσεων. Δεν είχε διαφοροποίηση πηγών εσόδων και καταθέσεων, ενώ δεν εφάρμοσε βασικές αρχές αντιστάθμισης του κινδύνου επιτοκίων και διαχείρισης της ρευστότητας. Στην περίπτωση της Credit Suisse έχουμε εσωτερικά προβλήματα ενός συγκεκριμένου οργανισμού που ήταν γνωστά από πολύ καιρό. Σε καμία όμως από τις παραπάνω περιπτώσεις δεν κινδυνεύουν οι καταθέσεις, λόγω της παρέμβασης των εποπτικών αρχών. Οι τράπεζες που εποπτεύονται από την ΕΚΤ, όπως οι ελληνικές, έχουν εξειδικευμένες μονάδες διαχείρισης κινδύνων και διασφάλισης της ρευστότητας, ενώ ελέγχονται εξαντλητικά από τις ευρωπαϊκές αρχές. Ακόμα και κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, παρά τις τεράστιες εκροές καταθέσεων, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα διατήρησε τη ρευστότητά του, με τη στήριξη της ΕΚΤ και της Τράπεζας της Ελλάδας».
Βασίλης Θ. Ράπανος, Πρ. του ΔΣ της Alpha Bank και της ΕΕΤ: «Υπάρχει σταθερό και ασφαλές πλαίσιο»
«Η κατάρρευση της αμερικανικής τράπεζας SVB και τα προβλήματα της ελβετικής Credit Suisse άρχισαν να προκαλούν ερωτήματα για το κατά πόσο είναι υγιές και ανθεκτικό το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Οι μνήμες προηγούμενων κρίσεων είναι λογικό να προβληματίζουν τον μέσο πολίτη, ιδίως σε ένα επικοινωνιακό περιβάλλον που, ενίοτε, χαρακτηρίζεται από υπερβολές. Ας μη μας διαφεύγει ότι η σημερινή κατάσταση δεν έχει καμιά σχέση με εκείνες της περιόδου 2010-2015. Πρώτον, οι ελληνικές τράπεζες έχουν υγιείς ισολογισμούς και ισχυρή διαφοροποιημένη καταθετική βάση λιανικής, με τη συντριπτική πλειονότητα των καταθέσεων να είναι εντός των ορίων εγγύησης των καταθέσεων. Δεύτερον, ο δείκτης δανείων προς καταθέσεις είναι σχετικά χαμηλός, τα χαρτοφυλάκια δανείων τους είναι κυρίως σε κυμαινόμενο επιτόκιο, ενώ το 15%-20% του ενεργητικού τους είναι επενδεδυμένο σε υψηλής ποιότητας και εμπορευσιμότητας ομόλογα. Τρίτον, η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας είναι υγιής και οι προοπτικές για την οικονομική δραστηριότητα θετικές. Μοιάζει παράδοξο αλλά τα μαθήματα από τις κρίσεις του παρελθόντος είναι η ασπίδα μας για το σήμερα. Η επώδυνη πορεία εξυγίανσης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος τα προηγούμενα χρόνια, σε συνδυασμό με την αυστηρή εποπτεία από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, έχουν πλέον δημιουργήσει ένα σταθερό και ασφαλές πλαίσιο που εγγυάται τις καταθέσεις των ελλήνων πολιτών».
Παύλος Μυλωνάς, Διευθ. σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας: «Οι ελληνικές τράπεζες είναι σήμερα ισχυρές»
«Στο ερώτημα αν επηρεάζονται οι ελληνικές τράπεζες από την αναταραχή που έχει προκαλέσει η κατάρρευση αμερικανικών τραπεζών και από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Credit Suisse, η σύντομη απάντηση είναι ένα κατηγορηματικό ΟΧΙ. Δεν επηρεάζονται! Οι δύο τράπεζες, Silicon Valley Bank και Credit Suisse, έχουν πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά υψηλού κινδύνου, τα οποία κλόνισαν την εμπιστοσύνη των καταθετών τους. Πιο συγκεκριμένα, η SVB είχε μεγάλη εξάρτηση από μόνο έναν, και σχετικά ευάλωτο, κλάδο, των startup εταιρειών. Επίσης, είχε μεγάλη έκθεση σε ομόλογα, για τα οποία δεν είχε αγοράσει επιτοκιακή αντιστάθμιση, ενώ παράλληλα, επιλέγοντας να αποφύγει αυστηρότερη εποπτεία, δεν είχε πρόσβαση στα προγράμματα ρευστότητας της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ. Από την άλλη, τα προβλήματα στην Credit Suisse απορρέουν από πολυετείς αστοχίες στην υλοποίηση του επιχειρηματικού της πλάνου, σε συνδυασμό με αρκετά παραδείγματα κακής εφαρμογής διαχείρισης κινδύνων (π.χ. Archegos και Greensill Capital). Σήμερα όλες οι ελληνικές συστημικές τράπεζες μετά από πολύχρονη προσπάθεια έχουν ισχυροποιήσει τους ισολογισμούς τους (κεφαλαιακή επάρκεια, ρευστότητα, ποιότητα χαρτοφυλακίου) και έχουν εφαρμόσει ένα αξιόπιστο πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησης που βασίζεται στην αποτελεσματική εφαρμογή δικλίδων ασφαλείας, καθώς και κανόνων διαχείρισης κινδύνου και κανονιστικής συμμόρφωσης. Για όλα τα παραπάνω εξαιρετικά σημαντική είναι και η συμβολή του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM), που εφαρμόζει ένα πολύ αυστηρό πλαίσιο εποπτείας στην ευρωζώνη».
Χρήστος Μεγάλου, Διευθ. σύμβουλος της Τράπεζας Πειραιώς: «Βελτιωμένα επίπεδα κεφαλαιακής επάρκειας»
«Οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σήμερα στην καλύτερη κατάσταση τουλάχιστον των τελευταίων δύο δεκαετιών. Διαθέτουν σημαντικά βελτιωμένα επίπεδα κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας και λειτουργούν σε ένα αυστηρότερο και ισχυρότερο κανονιστικό πλαίσιο. Είναι μέρος του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, το οποίο επιβάλλει σύγχρονα και αποτελεσματικά συστήματα διαχείρισης κινδύνων και μέσω της ΕΚΤ και του SSM διενεργεί τακτικά stress tests, το οποία αξιολογούν αν οι τράπεζες διαθέτουν επαρκή κεφάλαια για να αντεπεξέλθουν σε περιόδους κρίσεων. Το πλαίσιο αυτό έχει διασφαλίσει και διασφαλίζει τις συνθήκες εκείνες ώστε μεμονωμένα περιστατικά, όπως αυτά της Silicon Valley Bank και της Credit Suisse, να μην προκαλούν αλυσιδωτές αντιδράσεις στην ευρωζώνη. Η κρίση όμως αυτή ανέδειξε το πόσο σημαντικό είναι η χώρα να έχει υγιή πιστωτικά ιδρύματα που παράγουν κερδοφορία, η οποία τα ενισχύει κεφαλαιακά».