Η πρόσφατη καταγγελία εις βάρος του ευρωβουλευτή και ηθοποιού για ξυλοδαρμό και βιασμό επανέφερε, με τρόπο εκκωφαντικό αυτή τη φορά, το θέμα του #MeToo. Από τη μια γιατί ο καταγγελλόμενος συνδυάζει δύο από τις πιο, αν όχι τις πλέον, προβεβλημένες ιδιότητες, του πολιτικού και του καλλιτέχνη. Και από την άλλη γιατί η καταγγελία ακολούθησε όλα τα στάδια της νομικής οδού, με την καταγγέλλουσα να έχει συγκεντρώσει και καταθέσει ιατροδικαστικές εξετάσεις και αποδεικτικά στοιχεία.
Κι αν η συγκεκριμένη υπόθεση, που χρονολογείται από το 2020, έχει μπροστά της πολύ δρόμο μέχρι να φτάσει σε μια ετυμηγορία, κατάφερε ωστόσο μέσα σε λίγες ώρες να υπενθυμίσει ότι το θέμα της γυναικείας κακοποίησης είναι εδώ. Κι είναι το πρώτο περιστατικό που αφορά την πολιτική σκηνή – περνώντας όμως κι αυτό μέσα από το θέατρο.
Χώρος λαμπερός, με πρόσωπα γνωστά και δημοφιλή, το θέατρο, ο κινηματογράφος και η τηλεόραση, απέδειξαν στα χρόνια του #MeToo ότι αποτελούν την πιο αστείρευτη πηγή αλλά και την πιο προσβάσιμη. Γι’ αυτό και έγιναν το επίκεντρο όταν οι καταγγελίες άρχισαν να διαδέχονταν η μία την άλλη. Γι’ αυτό και πολλοί πιστεύουν πως αν το θέμα δεν έβγαινε μπροστά, μέσα από τις πρωινές τηλεοπτικές εκπομπές, με προσωπικές μαρτυρίες και ανθρώπινες ιστορίες, δεν θα είχε καταφέρει να έχει όση απήχηση απέκτησε. Ούτε να επηρεάσει και να ταρακουνήσει τον κόσμο.
Αλήθεια όμως, δύο χρόνια και τρεις μήνες μετά, τι πράγματι έχει αλλάξει; Τα στόματα σήμερα ανοίγουν ευκολότερα. Κορίτσια, ίσως και κάποια αγόρια και γυναίκες τολμούν να καταγγείλουν τη σωματική κακοποίηση και τη σεξουαλική παρενόχληση που έχουν υποστεί. Κι ο κόσμος έμαθε να βλέπει και να ακούει όλα εκείνα στα οποία μέχρι πρότινος είχε μάθε να κλείνει τα μάτια και τα αφτιά του, σαν να μην υπήρχαν.
Το κίνημα #MeToo έφερε στην επιφάνεια το δίδυμο θύτης-θύμα, συνήθως αρσενικό-θηλυκό, και μια ολόκληρη νοοτροπία και κουλτούρα. Και δεν ξέρω αν τη φράση που μάθαμε να λέμε, «είμαστε όλοι με τα θύματα», την εννοούμε πραγματικά ή την εντάσσουμε στο ευρύτερο πλαίσιο του πολιτικώς ορθού.
Κατά κοινή ομολογία, το μεγάλο όφελος αυτής της ιστορίας είναι ότι ο εν δυνάμει θύτης άρχισε να φοβάται: Ο κίνδυνος μιας καταγγελίας έγινε πλέον πιθανός, οπότε, σκέφτηκαν, «τουλάχιστον ας προσέχουμε». Αποτέλεσμα αυτής της συνειδητοποίησης είναι ότι τα υποψήφια θύματα νιώθουν λίγο περισσότερο ασφαλή – κι ας μην αισθάνονται όλα το ίδιο δυνατά για να προχωρήσουν σε δημοσιοποίηση ενός περιστατικού και καταγγελία.
Το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι απέκτησε ένα σαφές χαρακτηριστικό. Εγινε ορατό. Κι αυτή η ορατότητα επέτρεψε στο φεμινιστικό κίνημα να ξεπεράσει τα όρια του φύλου του και να αποκτήσει οικουμενικές διαστάσεις. Να ενώσει, σχεδόν, τις γυναίκες. Γιατί η βία και η άσκηση εξουσίας μάς αφορά όλους.
Τα εγχώρια περιστατικά που είδαν το φως της δημοσιότητας περιορίστηκαν, στον αθλητικό και κυρίως στον καλλιτεχνικό χώρο. Δεν είναι λίγοι όσοι πιστεύουν ότι έμειναν ανέγγιχτοι οι τομείς της πραγματικής εξουσίας – πολιτική, πανεπιστήμιο, δημοσιογραφία. Οσο για τις μεγάλες υποθέσεις, αυτές πήραν τον δρόμο της Δικαιοσύνης. Αφού πρώτα πέρασαν κι αυτές – όπως όλα σήμερα – από το δικαστήριο του Διαδικτύου όπου «δικάστηκαν» και «καταδικάστηκαν» με κριτήρια σαπουνόπερας. Από όπου προφανώς το τεκμήριο αθωότητας δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν – είναι απόν.
Και τα θύματα; Αυτό είναι και το πιο δύσκολο κεφάλαιο της ιστορίας. Στην αρχή αμφισβητήθηκαν ή και χλευάστηκαν, ενταγμένα στη σφαίρα της αγοραίας ανδρικής νοοτροπίας «τα ήθελε κι αυτή». Οταν όμως η κοινωνία κατάλαβε ότι αλλού είναι το ζήτημα, τότε άρχισε να αντιμετωπίζει τα θύματα με σεβασμό. Κατάλαβε ότι οι καταγγελίες με δημόσιο χαρακτήρα δεν είναι εύκολη υπόθεση και ότι όποια-όποιος το τολμά αποδέχεται και μια δόση απαξίωσης – αν όχι εξευτελισμού. Θέλει κότσια ακόμα και σε χώρους τόσο ανοιχτούς και ελεύθερους όσο το θέατρο. Αλλά η καχυποψία δεν έχει ακόμα, πλήρως, υποχωρήσει.
Πρόσφατα, μια ηθοποιός που σχετίζεται με τις ανοιχτές υποθέσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στη χώρα μας εξομολογήθηκε ότι «το τηλέφωνο δεν χτυπάει όσο πριν, οι προτάσεις μειώθηκαν, τα πράγματα δεν πάνε καλά. Σαν όλα γύρω μου να μου λένε ότι δεν έπρεπε να μιλήσω, ότι δεν έπρεπε να καταθέσω όσα κατέθεσα. Μήπως έκανα λάθος;». Οχι βέβαια…