Η χρονική τοποθέτηση των βουλευτικών εκλογών για δεύτερη συνεχόμενη φορά στο τέλος της τετραετίας και η συνακόλουθη είσοδος στο εκλογικό σώμα 4 επιπλέον ηλικιακών ετών (που ισοδυναμούν περίπου με 440.000 νέους εγγεγραμμένους) έχουν φέρει στο επίκεντρο τη συζήτηση για την εκλογική συμπεριφορά των νέων ηλικιών, όπως αποδεικνύεται και από τις εξειδικευμένες στρατηγικές των κομμάτων για την προσέγγισή τους.
Αλλωστε, την τελευταία δεκαετία οι νέες ηλικίες δεν αποτελούν απλώς δεξαμενή ανανέωσης της εκλογικής βάσης των κομμάτων, αλλά και παράγοντα καθορισμού της έκβασης του συνολικότερου εκλογικού ανταγωνισμού, λόγω της εντελώς διαφοροποιημένης εκλογικής τους συμπεριφοράς σε σύγκριση με εκείνη των μεγαλύτερων ηλικιών. Το φαινόμενο αυτό, που ενίοτε στο παρελθόν χαρακτήριζε την εκλογική διαμάχη του παραδοσιακού δικομματισμού της μεταπολίτευσης, ανάμεσα σε ΠαΣοΚ και ΝΔ, από τα τέλη της δεκαετίας του 2000 φάνηκε να επηρεάζει ταυτόχρονα και τα δύο κόμματα, με αισθητά μειωμένη την αθροιστική επιρροή τους στους ψηφοφόρους κάτω των 35 ετών (π.χ. 71% το 2009, έναντι 86% στους άνω των 55) αποτελώντας ένα από τα πρόδρομα σημάδια της επερχόμενης πολιτικής κρίσης.
Οι επιπτώσεις της κρίσης
Πράγματι, το φαινόμενο προσέλαβε εκρηκτικές διαστάσεις στον εκλογικό σεισμό του Μαΐου 2012, με τη δύναμη των δύο κομμάτων να κατακρημνίζεται σε 23% στις ηλικίες 18-34, έναντι 49% στις άνω των 55 ετών (και 58% στους άνω των 65), εγγράφοντας έτσι την ηλικιακή διαφοροποίηση της ψήφου σε μία από εκείνες (μαζί με τη γεωγραφική και την κοινωνική) που ουσιαστικά διχοτομούσαν το εκλογικό σώμα σε δύο διακριτά επιμέρους κοινά, σχεδόν ξένα μεταξύ τους. Η μαζική εγκατάλειψη των παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας από τις νεότερες ηλικίες και η μεταστροφή των τελευταίων προς τα νέα ανερχόμενα αντιμνημονιακά κόμματα της εποχής ήταν από τις πιο εναργείς αποτυπώσεις της αντίθεσης Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο, η οποία εν προκειμένω συμπυκνωνόταν στη διάκριση μεταξύ «παλαιού» και «νέου» πολιτικού συστήματος.
Με την ταχεία δε ανάδειξη του νέου δικομματισμού, η ηλικιακή διαφοροποίηση αποκρυσταλλώθηκε σχεδόν άμεσα στις επιμέρους πλειοψηφίες, με τη διαχωριστική γραμμή να τοποθετείται στα 55 έτη και τον ΣΥΡΙΖΑ να καταγράφει εξαρχής σαφές προβάδισμα στους νεότερους ψηφοφόρους, τη ΝΔ όμως να διατηρεί μια ευρεία υπεροχή στους μεγαλύτερους (ειδικά άνω των 65), γεγονός που της εξασφάλισε την τελική επικράτηση στην επαναληπτική αναμέτρηση του Ιουνίου.
Στη συγκεκριμένη αποτύπωση μάλιστα εντοπίζεται η απαρχή της πρόσληψης του ΣΥΡΙΖΑ ως «νεανικού» κόμματος, τη στιγμή που τα μεγαλύτερα καθαυτό ποσοστά του σημειώνονταν στις δυναμικές ηλικίες των 35-54 ετών, στις οποίες συγκεντρώνεται ο κύριος όγκος των απασχολουμένων, στοιχείο που παρέπεμπε στο καταρχήν κοινωνικό (και δευτερευόντως πολιτισμικό) περιεχόμενο της αντιμνημονιακής ατζέντας. Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονιστεί ότι άλλα κόμματα που αναδείχθηκαν μέσα από τη συγκυρία της οικονομικής κρίσης είχαν σαφώς «νεανικότερο» αποτύπωμα, με προεξάρχον το παράδειγμα της Χρυσής Αυγής, με την πλειοψηφική όμως καταγραφή του ΣΥΡΙΖΑ στις ίδιες ηλικιακές κατηγορίες, να μπορεί έτσι να αξιολογηθεί εκ των υστέρων ως «δημοκρατικό αντίβαρο», σε μια εποχή που η ριζοσπαστικοποίηση της νεολαίας δεν εκφραζόταν αποκλειστικά προς τα αριστερά του ιδεολογικού άξονα.
Η προαναφερθείσα κατανομή, σε μεγάλο βαθμό επαναλήφθηκε στις εκλογές του 2015, με τη σημαντικότερη ωστόσο άνοδο των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ να παρατηρείται στους ψηφοφόρους άνω των 55 (+15%), προκαλώντας μια μερική έστω τάση ομογενοποίησης του ηλικιακού χάσματος και την παράλληλη αναβίβαση του «συνόρου» με τη ΝΔ στα 65 έτη, γεγονός που του εξασφάλισε την άνοδο στην εξουσία τον Ιανουάριο και την παραμονή σε αυτήν τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς. Με την κορύφωση εν τούτοις των ποσοστών του ιδιαίτερα στις ηλικίες 18-24 (42%) να αποτελεί το καινούργιο στοιχείο της δεύτερης αναμέτρησης, ως προφανής απόηχος της απόλυτης ηλικιακής κλιμάκωσης στα ποσοστά του Δημοψηφίσματος που είχε διεξαχθεί δύο μήνες πιο πριν (75% ΟΧΙ στους 18-34 και 53% ΝΑΙ στους 65+).
Οι δυναμικές ηλικίες 35-54
Η καινούργια αυτή έμφαση στη νεανική ψήφο του ΣΥΡΙΖΑ αποτυπώθηκε εκ νέου, με ακόμα μεγαλύτερη ένταση, στις τελευταίες (βουλευτικές) εκλογές του 2019, με τα ποσοστά του στις ηλικίες 17-34 να διατηρούνται σχεδόν στα ίδια επίπεδα με του 2015 (37%) – παρότι στις Ευρωεκλογές ήταν ακριβώς αυτές οι ηλικίες που κατεξοχήν είχαν εκφράσει την ψήφο αντικυβερνητικής δυσαρέσκειας (μόλις 22%) -, ενώ από την άλλη πλευρά τα ποσοστά της ΝΔ πλησίαζαν το 50% στους ψηφοφόρους άνω των 65 ετών.
Η κρισιμότερη ωστόσο μεταβολή παρατηρήθηκε στις δυναμικές ηλικίες 35-54, με τη σημαντική ενίσχυση της ΝΔ (+14%) να κατεβάζει τη διαχωριστική γραμμή των δύο κομμάτων στα 35 έτη και να αντανακλά την πλήρη ανατροπή των εκλογικών συσχετισμών στον κορμό της ελληνικής κοινωνίας και ειδικά σε εκείνα ακριβώς τα κοινά που 4 χρόνια νωρίτερα ανέδειξαν πρωτίστως τον ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα εξουσίας.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η ηλικιακή διαφοροποίηση της ψήφου αναμένεται να αναπαραχθεί και στις επικείμενες εκλογές, καθώς παρά το συνολικό δημοσκοπικό προβάδισμα της ΝΔ, σε όλες σχεδόν τις έρευνες η υπεροχή του ΣΥΡΙΖΑ στη νεολαία εξακολουθεί να επαληθεύεται με διαφορές της τάξης του 7%-11% στην πρόθεση ψήφου. Εν τούτοις οι ίδιες ενδείξεις δεν προοιωνίζονται μια συνολικότερη ανατροπή των εθνικών συσχετισμών, με τον ηλικιακό εκλογικό διαχωρισμό να τοποθετείται πλέον πιθανότατα στα 45 έτη (τελευταίο παράδειγμα η εταιρεία Marc – 10.5.2023).
Μειώνεται το εκλογικό τους «βάρος»
Σε αυτό πρέπει να συνυπολογιστεί η συνεχής μείωση της αριθμητικής βαρύτητας των νεότερων ψηφοφόρων στο εκλογικό σώμα: ενώ οι ηλικίες 18-35 στην απογραφή του 2001 αντιστοιχούσαν στο 33% των ενηλίκων της χώρας, το αντίστοιχο ποσοστό μειώθηκε σε 27% το 2011 και εκτιμάται λίγο πάνω από το 20% το 2021, με βάση τη φυσική κίνηση πληθυσμού (συνυπολογιζομένων των θανάτων) της τελευταίας δεκαετίας. Συνεπώς, για ένα υποθετικό προβάδισμα 10 μονάδων του ΣΥΡΙΖΑ στη νεολαία, αρκεί στη ΝΔ μια υπεροχή 5% στους ψηφοφόρους άνω των 55 ετών, για να το αντισταθμίσει.
Ακόμα και η τραγική επάνοδος της νεανικής ψήφου στην επικαιρότητα μετά το δυστύχημα των Τεμπών, παρά το γεγονός ότι θα μπορούσε να αυξήσει τα συνήθως εκτιμώμενα συγκριτικά χαμηλότερα ποσοστά εκλογικής συμμετοχής της νεολαίας, ώστε να εκφραστεί ως ψήφος αμφισβήτησης και διαμαρτυρίας απέναντι στο πολιτικό σύστημα, είναι αμφίβολο κατά πόσο αυτή θα κατευθυνθεί υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ ή μάλλον υπέρ εναλλακτικών επιλογών στον χώρο της Αριστεράς (και δυστυχώς όχι μόνο). Συνιστά στοίχημα για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατά πόσο μπορεί ακόμα να αποτελεί φορέα μιας τέτοιας ψήφου. Κρισιμότερο όμως στοίχημα συνιστά η ανάκτηση της πλειοψηφίας του σε ευρύτερα κοινά του εκλογικού σώματος, πιθανότατα με πιο σταθερές ταυτίσεις για το μέλλον.
Ο κ. Παναγιώτης Κουστένης είναι εκλογικός αναλυτής, δρ Πολιτικής Επιστήμης.