Ο θρασύτατος ξυλοδαρμός του δημοσιογράφου Γιώργου Παπαχρήστου στο Ολυμπιακό Στάδιο, το βράδυ της περασμένης Τρίτης, ενώπιον δεκάδων μαρτύρων, από γνωστό εφοπλιστή και τους τραμπούκους του, δεν είναι ένα απλό περιστατικό αυτοδικίας, που οι υπαίτιοί του θα πρέπει να τιμωρηθούν παραδειγματικά.
Είναι μια πράξη εκφοβισμού, που πλήττει ευθέως την ελευθερία του Τύπου, γιατί επιχειρεί να μεταδώσει το ακόλουθο μήνυμα: «Αυτά σάς περιμένουν, κύριοι δημοσιογράφοι, όταν τα βάζετε με τους ισχυρούς αυτού του τόπου. Γι’ αυτό, συμμαζευτείτε».
Η αποκάλυψη στο παρελθόν για το δίκτυο HellasNet
Το περιστατικό αυτό, όπως γράφηκε, συνδέεται με την αποκάλυψη, προ ετών, και από τον Παπαχρήστο, της απόπειρας του εν λόγω εφοπλιστή να εγκαταστήσει επί ΣΥΡΙΖΑ ένα δίκτυο τηλεοπτικών σταθμών στην Ελλάδα για τη μετάδοση «ποιοτικών» υποτίθεται ενημερωτικών προγραμμάτων (ΗellasNet). Και αυτό, με σύνθημα «Ολη η Ελλάδα ένα Κανάλι». Tο εγχείρημα διευκόλυνε σχετικός νόμος της τότε κυβέρνησης, ο οποίος είχε αυξήσει σε πέντε ώρες ημερησίως το ανώτατο όριο για τη μετάδοση κοινών προγραμμάτων από τοπικούς σταθμούς. Το είχε αναλάβει αμερικανός τηλεοπτικός παραγωγός, ο οποίος έκτοτε συνελήφθη από το FBI για τη σχέση του με ρώσο ολιγάρχη, που φέρεται να ενεργούσε ως άνθρωπος του Πούτιν για διείσδυση στα Βαλκάνια. Ο ολιγάρχης ήταν κουμπάρος του βιαιοπραγήσαντος εφοπλιστή, ο οποίος και θα χρηματοδοτούσε το δίκτυο. Οπως με διαβεβαίωσε ο Γιώργος Παπαχρήστος, δεν είχε ούτε τότε ούτε έκτοτε την παραμικρή επαφή με τον εφοπλιστή ούτε έγραψε ξανά οτιδήποτε γι’ αυτόν.
Η ελευθερία της έκφρασης και η πλημμελής προστασία
Δεν θα αρθρογραφούσα για την υπόθεση αυτή αν δεν ήμουν πεπεισμένος ότι το θλιβερό περιστατικό του ξυλοδαρμού οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε ένα έλλειμμα, για το οποίο ντρέπομαι ως Έλληνας νομικός: Την πλημμελή προστασία της ελευθεροτυπίας, μισό σχεδόν αιώνα από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα μας. Την κύρια ευθύνη γι’ αυτό πιστεύω ότι την έχει ο έλληνας δικαστής. Και τούτο γιατί ανέχεται αδικαιολόγητα – όταν έμμεσα δεν ενθαρρύνει! – πράξεις εκφοβισμού εναντίον δημοσιογράφων. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά:
Σε μιαν από τις πρώτες αποφάσεις του, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου (EΔΔΑ) χαρακτήρισε την ελευθερία της έκφρασης «βασικό θεμέλιο κάθε δημοκρατικής κοινωνίας» και «πρωταρχική προϋπόθεση της προόδου και της ολοκλήρωσης του καθενός» (απόφαση Handyside, 1976). Για να προσθέσει ευθύς αμέσως την ακόλουθη σκέψη, που έκτοτε επαναλαμβάνεται στερεότυπα σε όλες τις αποφάσεις του Δικαστηρίου με αντικείμενο την ελευθερία του Τύπου:
Η ελευθερία της έκφρασης «περιλαμβάνει όχι μόνο πληροφορίες και ιδέες που γίνονται ευμενώς δεκτές και θεωρούνται ανώδυνες (inoffensive) ή αδιάφορες (indifferent), αλλά και εκείνες που προσβάλλουν (offend), σοκάρουν (shock) και αναστατώνουν (disturb) το κράτος ή ένα τμήμα του πληθυσμού. Το επιβάλλουν ο πλουραλισμός (pluralism), η ανεκτικότητα (tolerance) και το ευρύ πνεύμα (broadmindedness), χωρίς τα οποία δεν μπορεί να υπάρξει «δημοκρατική κοινωνία»».
Η θεμιτή χρήση ακραίων λέξεων
Το ΕΔΔΑ εμμένει σε αυτή τη νομολογία ακόμη εμφαντικότερα, όταν ο εγκαλούμενος λόγος διατυπώνεται στο πλαίσιο πολιτικής αντιπαράθεσης. Διότι οι πολιτικές διαμάχες βρίσκονται «στον πυρήνα της έννοιας της «δημοκρατικής κοινωνίας»» (απόφαση Lingens, 1986). Έχει έτσι κριθεί θεμιτή η χρήση ακραίων λέξεων και εκφράσεων όπως «φτηνός οπορτουνισμός», «ανήθικος», «κλόουν» ή και «αγροίκος» για τον πολιτικό αντίπαλο, ενώ σε ελληνική υπόθεση το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας λέξεις όπως «επίορκος» ή «καραγκιόζης» (απόφαση Κατράμη, 2007).
Αρκεί να πρόκειται για αξιολογικούς χαρακτηρισμούς και όχι για απόδοση ψευδών γεγονότων στον αντίπαλο. Πολύ περισσότερο όταν ο επίδικος λόγος εκφέρεται στο πλαίσιο μιας συζήτησης γενικότερου ενδιαφέροντος, όπως ήταν για παράδειγμα οι χρόνιες ασθένειες των πολιτικών ηγετών (με αφορμή την αρρώστια του προέδρου Μιτεράν, βλ. απόφαση Plon, 2004), ή όταν αφορά δημόσια πρόσωπα, όπως είναι όχι μόνο οι παντός είδους αιρετοί, αλλά και τα «πρόσωπα επικαιρότητας». Στην τελευταία αυτή κατηγορία ανήκει και ο βιαιοπραγήσας εφοπλιστής στο παραπάνω περιστατικό.
Για τα ανωτέρω, διαθέτουμε πλέον στην ελληνική βιβλιογραφία, εκτός από τη μονογραφία του αείμνηστου Σταύρου Τσακυράκη, που αναφέρεται στην πρώτη διδάξασα Αμερική (Η ελευθερία του λόγου στις ΗΠΑ, β’ έκδοση, 2021), τη σπουδαία διδακτορική διατριβή της Χριστίνας Βρεττού (Η αιχμηρή κριτική ως συνταγματικό δικαίωμα, 2014). Και τα δύο αυτά βιβλία θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να διδάσκονται όχι μόνο στις σχολές δημοσιογραφίας, αλλά και στη Σχολή Δικαστών, στη Θεσσαλονίκη.
Οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ και τα ελληνικά δικαστήρια
Οι συγγραφείς αυτοί – και οι συνταγματολόγοι που έχουμε κατά καιρούς ασχοληθεί με την ελευθερία της έκφρασης – έχουν δείξει ότι οι αποφάσεις αυτές του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, αν και δεσμευτικές, αφήνουν παντελώς αδιάφορα τα ελληνικά δικαστήρια. Βασικό χαρακτηριστικό της σχετικής νομολογίας του Αρείου Πάγου αλλά και των δικαστηρίων της ουσίας είναι ότι κρίνουν κατά περίπτωση, αποφεύγοντας συστηματικά τη συναγωγή δεσμευτικών αρχών, όπως είναι για παράδειγμα η προνομιακή μεταχείριση του πολιτικού λόγου ή η διάκριση αξιολογικών χαρακτηρισμών από την επίκληση ψευδών γεγονότων.
Ετσι, καταφεύγοντας στην εύκολη λύση της αρχής της αναλογικότητας, αποφαίνονται συνήθως ότι η τάδε έκφραση ήταν αδικαιολόγητα οξεία ή ότι ο δείνα χαρακτηρισμός ήταν υπέρμετρα δηκτικός. Ομως, όπως έκρινε το ΕΔΔΑ σε άλλη δίκη ελληνικού ενδιαφέροντος, «σε υποθέσεις δυσφήμησης, δεν ανήκει στα εθνικά δικαστήρια να υποδεικνύουν στον δημοσιογράφο ένα ελάχιστο επίπεδο όρων και χαρακτηρισμών που οφείλει να χρησιμοποιεί όταν ασκεί, στο πλαίσιο του επαγγέλματός του, το δικαίωμά του στην κριτική, ακόμη και όταν αυτή είναι δριμεία. Τα εθνικά δικαστήρια καλούνται, αντιθέτως, να εξετάζουν αν τα συγκείμενα (context) της υπόθεσης, το ενδιαφέρον του κοινού και η πρόθεση του δημοσιογράφου δικαιολογούσαν την προσφυγή σε μια δόση πρόκλησης ή υπερβολής» (απόφαση Αυγή Εκδοτική, 2008. Σημειωτέον ότι στην υπόθεση εκείνη, το επίδικο δημοσίευμα αφορούσε την υπόθεση Οτσαλάν και τον χαρακτηρισμό προσώπου της επικαιρότητας ως «γνωστού εθνικοπαράφρονος»).
Η ευρωπαϊκή νομολογία
Πώς εξηγείται όμως η επίμονη αυτή άρνηση του Έλληνα δικαστή να ευθυγραμμιστεί με την ευρωπαϊκή νομολογία σε αυτό το θέμα;
Ως πρώτη κατά σειρά αιτία θα ανέφερα τη χαρακτηριστική ατολμία των δικαστών μας μπροστά στους ισχυρούς της πολιτικής αλλά και του χρήματος. Να θυμίσω ότι ο Πάνος Καμμένος, ως υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ, κέρδισε προ ετών όλες τις δίκες του κατά δημοσιογράφων; Και ότι, 25 και πλέον χρόνια μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, το 1974, κανένα δικαστήριο δεν είχε τολμήσει να χαρακτηρίσει αντισυνταγματικό το τυποκτόνο αδίκημα της «περιύβρισης αρχής» του παλαιού ποινικού κώδικα; Επρεπε να έρθει να γίνει υπουργός Δικαιοσύνης κάποιος σαν τον Γιώργο Κουβελάκη, για να το καταργήσει με νόμο, το 1994.
Ως δεύτερη αιτία θεωρώ τη σχολαστική προσκόλληση του Έλληνα δικαστή στο γράμμα του νόμου, τον «στείρο θετικισμό» του, σύμφωνα με την εύγλωττη διατύπωση παλαιάς αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο οποίος δεν επιτρέπει την τοποθέτηση και, πολύ λιγότερο, την αξιολόγηση του πραγματικού μιας υπόθεσης στο ευρύτερο πλαίσιό της. Είτε από έλλειψη γενικότερης παιδείας είτε από ανασφάλεια, ο Έλληνας δικαστής προτιμά συνήθως να εφαρμόσει μηχανικά τον νόμο, όπως θα έκανε και ένα ρομπότ με τεχνητή νοημοσύνη.
Μια τρίτη αιτία αφορά περισσότερο τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ. Αναφέρομαι στην εκ του Συντάγματος εξαιρετικά βραχεία θητεία των μελών του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (: δύο χρόνια) και των αρεοπαγιτών μας (συνήθως 2-4 χρόνια, ανάλογα με την ηλικία τους κατά την τελευταία προαγωγή τους). Η σύντομη αυτή θητεία στα ανώτατα δικαστήρια εμποδίζει τη δημιουργία ενός κλίματος εμπιστοσύνης και αλληλοκατανόησης μεταξύ των δικαστών που, όπως δείχνει και το παράδειγμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, είναι αναγκαίος όρος για τη διαμόρφωση σταθερών νομολογιακών αρχών. Ευνοεί τουναντίον την περιπτωσιολογική εκδίκαση των υποθέσεων και τον άκρατο νομικισμό, ο οποίος λειτουργεί σε βάρος της αναζήτησης της ορθότερης όχι μόνο νομικά, αλλά και ηθικοπολιτικά λύσης.
Συμπεραίνοντας, ας μου επιτραπεί να κλείσω με το απόφθεγμα του Beaumarchais που, από το 1826, η γαλλική «Figaro» χρησιμοποιεί ως μότο: «Sans la liberté de blâmer, il n’est point d’élοge flatteur» («Xωρίς ελευθερία επίκρισης, δεν υπάρχει κολακευτικός έπαινος»).
*Ο κ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
30/8/2023 Οι βιαιοπραγίες στον Γ. Παπαχρήστο και οι εντολές «Σκοτώστε τον»
Ο αρθρογράφος του «Βήματος» και σύμβουλος έκδοσης των «ΝΕΩΝ» Γιώργος Παπαχρήστος πέφτει θύμα λεκτικής και σωματικής βίας από τον εφοπλιστή Γιάννη Καραγιώργη στην κερκίδα των επισήμων του ΟΑΚΑ και στην ανάπαυλα του αγώνα του Παναθηναϊκού με την Μπράγκα για τα προκριματικά του Τσάμπιονς Λιγκ. Το επεισόδιο σημειώθηκε μπροστά στα μάτια εκατοντάδων έκπληκτων θεατών, ενώ ο δράστης καθύβριζε και απειλούσε τον δημοσιογράφο ότι θα τον σκοτώσει, ακόμη και όταν αυτός ο τελευταίος, με εμφανή τα τραύματα στο πρόσωπό του, δεχόταν τις πρώτες βοήθειες από παρισταμένους. Ο δράστης φέρεται επίσης να έδωσε εντολή στη φρουρά του, και αφού είχε βιαιοπραγήσει ο ίδιος, να επιτεθούν και αυτοί στον Γιώργο Παπαχρήστο. «Σκοτώστε τον» ήταν η φράση με την οποία βαρύνεται. Στη συνέχεια διέφυγε και έκτοτε παρέμεινε κρυπτόμενος για να αποφύγει τη σύλληψη με τη διαδικασία του αυτοφώρου. Σε ανακοίνωση που εξέδωσε μία ημέρα αργότερα επιχείρησε να εμφανίσει μια εκδοχή των γεγονότων που απέχει από όσα καταγγέλλεται ότι έπραξε και όσα είδαν οι μάρτυρες του συμβάντος.
25/8/2023 Η σωματική βία σε συγγενή του Κ. Βαξεβάνη
Ο δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Documento» Κώστας Βαξεβάνης γίνεται δέκτης φραστικής επίθεσης μπροστά στα μάτια της 8χρονης κόρης του και συγγενικών του προσώπων από επιχειρηματία που αιτιολογεί την πράξη του με το επιχείρημα ότι το όνομά του περιλαμβάνεται στη «λίστα Λαγκάρντ». Η λεκτική επίθεση εξελίσσεται σε άσκηση σωματικής βίας σε βάρος ενός από τα συγγενικά του πρόσωπα.
8/8/2023 Η τηλεφωνική απειλή στον Λ. Χαραλαμπόπουλο
Ο δημοσιογράφος και διευθυντής του ιστότοπου in.gr Λευτέρης Χαραλαμπόπουλος δέχεται ανώνυμο απειλητικό τηλεφώνημα με αφορμή άρθρο που υπέγραψε στον απόηχο της δολοφονίας του 29χρονου Μιχάλη Κατσουρή στη Νέα Φιλαδέλφεια. «Θα σε βάλω στην κάσα» είναι μια από τις φράσεις που ακούγονται, με τον δημοσιογράφο να αναγνωρίζει από τη φωνή τον επιχειρηματία Δημήτρη Μελισσανίδη.