Η ανησυχητική αύξηση το τελευταίο διάστημα των κάθε είδους επιθέσεων σε βάρος επαγγελματιών δημοσιογράφων, δεν είναι απλά ένα ζήτημα που αφορά τον Τύπο και τους ανθρώπους που τον υπηρετούν. Είναι πρώτα και κύρια πρόβλημα δημοκρατίας, όπως και των θεσμών που την αντιπροσωπεύουν.
Υπάρχει μια πραγματικότητα σε όλο αυτό που συνέβη σε εμένα, αλλά και συναδέλφους μου, όπως ο Λ. Χαραλαμπόπουλος ή ο Κ. Βαξεβάνης (να αναφέρω τρεις μόνο περιπτώσεις σε διάστημα μικρότερο του ενός μηνός). Είναι τα χαρακτηριστικά που τις συνδέουν, και είναι σχεδόν κοινά.
Τραμπουκισμός, θρασύτητα, αλαζονεία, ωμή βία, έλλειψη οιουδήποτε σεβασμού για το λειτούργημα που ασκούν. Και απειλές. Για τον ίδιο και τη σωματική του ακεραιότητα, για την οικογένειά του, για το μέσο στο οποίο εργάζεται. Επικαλούμενοι αόρατες δυνάμεις και διασυνδέσεις με τον κόσμο της ημέρας (αλλά περισσότερο της νύχτας), χρησιμοποιούν τη λεκτική ή τη σωματική βία προκειμένου να επιφέρουν το αποτέλεσμα: την «ομοιομορφία» της γνώμης του δημοσιογράφου με τα δικά τους «θέλω».
Γνώμη μου είναι ότι όλο αυτό οφείλεται στη σταδιακή, συνειδητή, ενορχηστρωμένη απαξίωση του ελληνικού Τύπου από την πολιτική και την οικονομική ολιγαρχία. Στις μέρες μας «καλός» Τύπος θεωρείται ο αποδυναμωμένος
Κοινός στόχος ο Τύπος
Το τραγικό σχετικά με το φαινόμενο αυτό, το οποίο κατά τη γνώμη μου πρέπει να συνεγείρει τη δημοκρατική κοινή γνώμη, και – επιτέλους – την κυβέρνηση που έχει την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας, είναι ότι οι επιθέσεις κατά του Τύπου, και των δημοσιογράφων, είναι ανεξάρτητες από την κοινωνική θέση, την οικονομική κατάσταση, την ιδιότητα, το αξίωμα ή την ταξική προέλευση εκείνου ο οποίος καταφεύγει σε αυτές. Πρόκειται για μια οριζόντια διαστρωμάτωση, που υπερβαίνοντας όλα τα προηγούμενα, μοιάζει να συμπυκνώνεται για να εκφραστεί μονάχα απέναντι στον κοινό στόχο: τον Τύπο.
Ο Τύπος ενοχλεί, όταν λειτουργεί πραγματικά ως μέσο ενημέρωσης και όχι ως μέσο εξυπηρέτησης οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων. Οταν συμβαίνει αυτό, όσοι ήταν ή είναι συνηθισμένοι στο να υπηρετούνται από τον Τύπο, αρνούμενοι να δεχθούν την πραγματικότητα, στρέφουν τις προσπάθειές τους στη «συμμόρφωσή» του. Και επειδή η «πειθώ» δεν επιτυγχάνεται πάντοτε, τότε τον λόγο έχουν οι μέθοδοι για την επίτευξή της. Που ξεκινούν με απειλές, μετεξελίσσονται σε ύβρεις και συκοφαντίες, και μετά, στην καλύτερη περίπτωση, σε απλές σωματικές βλάβες. Γιατί υπάρχει και η χειρότερη εκδοχή, οι βαριές κακώσεις.
Οι επιθέσεις κατά του Τύπου, και των δημοσιογράφων, είναι ανεξάρτητες από την κοινωνική θέση, την οικονομική κατάσταση, την ιδιότητα, το αξίωμα ή την ταξική προέλευση εκείνου ο οποίος καταφεύγει σε αυτές
Ενορχηστρωμένη απαξίωση
Τι όμως προκάλεσε την επικίνδυνη στρέβλωση να θεωρείται για παράδειγμα ότι ευθύνεται ο Κ. Βαξεβάνης επειδή το όνομα επιχειρηματία αναγραφόταν στην περίφημη λίστα Λαγκάρντ, ή δική μου ευθύνη που οι αμερικανικές αρχές «ξετρύπωσαν» 10 εκατ. δολάρια ρώσου ολιγάρχη για τη δημιουργία ενός δικτύου περιφερειακών σταθμών στην Ελλάδα, ώστε να δικαιολογούνται οι επιθέσεις κατά των δημοσιογράφων;
Γνώμη μου είναι ότι όλο αυτό οφείλεται στη σταδιακή, συνειδητή, ενορχηστρωμένη απαξίωση του ελληνικού Τύπου από την πολιτική και την οικονομική ολιγαρχία. Στις μέρες μας «καλός» Τύπος θεωρείται ο αποδυναμωμένος Τύπος, ο απαξιωμένος και με υπονομευμένη αξιοπιστία, «βολικός» Τύπος. Τον θέλουμε; Οχι, προφανώς. Αλλά τον θέλουν οι «άλλοι». Εκείνοι που βολεύονται με αυτόν.
Για τον λόγο αυτόν, είναι μεγάλη η ευθύνη της δημοσιογραφικής κοινότητας, αλλά και των ίδιων των Μέσων Ενημέρωσης ως οικονομικών οντοτήτων να αντισταθούν στην περαιτέρω υποβάθμιση του ελληνικού Τύπου. Να σταματήσουν την κατηφόρα όσο πιο σύντομα γίνεται. Να διεκδικήσουν τον σεβασμό στο λειτούργημα που ασκούν. Αλλά ακόμη μεγαλύτερη είναι η ευθύνη της κυβέρνησης. Που παρακολουθεί αμέτοχη τις επιθέσεις κατά του Τύπου, λες και ανήκουν απλώς στην αρμοδιότητα των «αρμοδίων αρχών». Οχι! Τώρα, να νομοθετήσει η κυβέρνηση, ιδιώνυμο το αδίκημα της επίθεσης κατά των λειτουργών του Τύπου. Να γνωρίζει ο κάθε τραμπούκος, φασίστας ή «προοδευτικός», αδιάφορο, ότι το χέρι που σήκωσε για να χτυπήσει, ο νόμος θα του το κόψει από τη ρίζα!