Στη… σκιά του Στάλιν μαίνεται ο ιδιότυπος «πόλεμος» ανάμεσα στον Περισσό και στον ιστορικό Νίκο Μαραντζίδη, με αφορμή το πρόσφατο βιβλίο του («Στη σκιά του Στάλιν. Μια παγκόσμια ιστορία του ελληνικού κομμουνισμού», εκδόσεις Αλεξάνδρεια) για τη διεθνή διάσταση της αλληλεξάρτησης του ΚΚΕ από το ΚΚΣΕ και το διεθνές κομμουνιστικό κέντρο, επίδραση που το προσδιόρισε ιστορικά μέχρι τις μέρες μας καθώς, όπως αναφέρεται στην κατακλείδα του βιβλίου, «με αυτά και με κείνα, το ΚΚΕ παρέμεινε το τελευταίο σταλινικό κόμμα της Ευρώπης».
Αν και ο συγγραφέας αποφεύγει απλουστευτικές και μονοσήμαντες προσεγγίσεις ως προς τις σχέσεις του ΚΚΕ με τη Μόσχα («δεν μπορούμε να θεωρήσουμε το ΚΚΕ πειθήνιο όργανο της Μόσχας», αναφέρει, επιχειρώντας να σκιαγραφήσει την πορεία σταλινοποίησης του ΚΚΕ μέσα από την πολυπλοκότητα των δεσμών που σφυρηλατήθηκαν στο πλαίσιο του διεθνούς μοντέλου που υιοθετήθηκε από τα κομμουνιστικά κόμματα υπό την υψηλή εποπτεία του Κρεμλίνου), στον Περισσό είδαν όχι απλώς με προκατάληψη τη νέα συγγραφική δουλειά του, αλλά την ερμήνευσαν ως μια ακόμα προσπάθεια «να προσαρμόσει τα ιστορικά γεγονότα στην προκρούστεια κλίνη των απαιτήσεων ενός προκατασκευασμένου αντικομμουνιστικού αφηγήματος – ιδεολογήματος», αποδίδοντάς του «συνειδητές στρεβλώσεις, εσκεμμένες παραλείψεις και μισές αλήθειες».
Η αντίδραση του Περισσού
Οι προσεγγίσεις του στην «ιδιόμορφη προσήλωση (του ΚΚΕ) στην κληρονομιά του μπολσεβικισμού» και στις «βεβαιότητες μιας τελεολογίας, μιας πίστης σχεδόν θρησκευτικού χαρακτήρα, πως «έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη»» προκάλεσαν την αντίδραση του Περισσού, ο οποίος διά χειρός του υπευθύνου του Τμήματος Ιστορίας του ΚΚΕ Κώστα Σκολαρίκου του καταλόγισε ότι επιχειρεί να παρουσιάσει το εργατικό κίνημα και κατ’ επέκταση τους κομμουνιστές όχι ως γέννημα της ταξικής πάλης αλλά «ως μια πίστη, μια δοξασία ανίκανη να εφαρμοστεί, αλλά ικανή να κατανοηθεί ψυχολογικά».
Η πορεία του ΚΚΕ από τη γέννησή του το 1918, στον απόηχο της Οκτωβριανής Επανάστασης, ήταν συνυφασμένη με την ανάπτυξη του διεθνούς εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος υπό τη βαθιά επίδραση που ασκούσε η επικράτηση του κόμματος των Μπολσεβίκων, ενώ διαμορφώθηκε σύμφωνα με τα σταλινικά πρότυπα, όπως διαπιστώνει ο κ. Μαραντζίδης, σημειώνοντας πως «η διεθνής διάσταση της σταλινοποίησης άφησε ανεξίτηλο σημάδι στον ελληνικό κομμουνισμό», και το ΚΚΕ, όπως και τα άλλα «αδελφά» κόμματα, «διαμόρφωσε μια σταλινική οργανωτική κουλτούρα» και μάλιστα με δογματική προσήλωση, η οποία διατηρήθηκε ως μοντέλο ακόμα και μετά τον θάνατο του Στάλιν το 1953 και την αποκαθήλωση του Νίκου Ζαχαριάδη το 1956 στο όνομα της λεγόμενης «αποσταλινοποίησης» που εγκαινίασε η χρουστσοφική ηγεσία (20ό Συνέδριο ΚΚΣΕ).
Αφοσιωμένοι και μετά την κατάρρευση
Παρά τις αντιφάσεις και αποκλίσεις που σε κρίσιμες φάσεις προσδιόρισαν την έκβαση των στόχων που έθετε το ΚΚΕ σε σχέση με τις προτεραιότητες της Μόσχας βάσει των γεωπολιτικών της σχεδιασμών, οι έλληνες κομμουνιστές ουδέποτε παρέκκλιναν από τις αρχές του «προλεταριακού διεθνισμού» και την αφοσίωση προς την ΕΣΣΔ ακόμα και μετά την κατάρρευσή της, την οποία αποδίδουν στην εγκατάλειψη μετά τον Στάλιν των «επαναστατικών αρχών» οικοδόμησης του σοσιαλισμού και την κυριαρχία «δεξιών οπορτουνιστικών παρεκκλίσεων» που οδήγησαν στη νίκη της «αντεπανάστασης». Και προσάπτουν στον συγγραφέα μια προσπάθεια «να αποκρύψει τον διεθνή χαρακτήρα της ταξικής πάλης» επιχειρώντας να εμφανίσει τη διεθνή οργάνωση του κομμουνιστικού κινήματος ως «σοβιετικό εφεύρημα» και όχι ως συνέχεια των εργατικών και σοσιαλιστικών παραδόσεων που είχαν ιστορικά προηγηθεί. Το ένα βεβαίως δεν αναιρεί αναγκαία το άλλο, τηρουμένων των συνθηκών που διαμορφώνονταν στο παγκόσμιο εργατικό κίνημα με τη νίκη των Μπολσεβίκων στην τσαρική Ρωσία και την ηγεμονία που ασκούσε η Μόσχα στο πλαίσιο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν).
Προεκτάσεις έως την Κουμουνδούρου
Ομως η διάσταση του Περισσού με τον ιστορικό αποκτά και προεκτάσεις πέραν του βιβλίου και των διαπιστώσεών του για την «άκαμπτη μαρξιστική – λενινιστική στάση» του ΚΚΕ και την «ιδεολογική και οργανωτική αγκύλωση και νομιμοφροσύνη προς τη Μόσχα». Προεκτάσεις που φτάνουν ως τον ΣΥΡΙΖΑ, πολιτικό απόγονο, κατά μια έννοια, του ΚΚΕ Εσωτερικού (που προέκυψε από το ιστορικό σχίσμα του 1968, ως αντίπαλο δέος στην προσήλωση του ΚΚΕ προς την ΕΣΣΔ) και του ΣΥΝ. Σύμφωνα με τον κ. Μαραντζίδη, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη σε άλλα κομμουνιστικά κόμματα μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», το ΚΚΕ παρέμεινε σταθερό, παρά τους κλυδωνισμούς (διάσπαση του 1991 και αποχώρηση των «ανανεωτικών» δυνάμεων που προσχώρησαν στον ΣΥΝ), στην «ορθόδοξη» γραμμή του, υπερισχύοντας στον χώρο της Αριστεράς, «μέχρι το 2012, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα μη κομμουνιστικό κόμμα, αν και ανήκον στη ριζοσπαστική Αριστερά, απέκτησε ηγεμονική θέση στους κόλπους της ελληνικής Αριστεράς». «Αλλά τότε υπήρξε μια ουσιώδης διαφορά: δεν υπήρχε πλέον η ΕΣΣΔ να επηρεάσει τις εξελίξεις ή έστω να αποτελέσει μοντέλο αναφοράς» παρατηρεί ο συγγραφέας, για να καταλήξει: «Κατά συνέπεια, η αδυναμία ενσωμάτωσης μεταρρυθμιστικών τάσεων εντός του ΚΚΕ λειτούργησε ως μηχανισμός που αποξένωσε μεταρρυθμιστές και εκσυγχρονιστές, οι οποίοι, υπό άλλες συνθήκες, ενδεχομένως να είχαν στραφεί στο ΚΚΕ, αν αυτό είχε ακολουθήσει έναν πιο σοσιαλδημοκρατικό προσανατολισμό, όπως είχε συμβεί στην περίπτωση της Ιταλίας» (όπου το ιταλικό ΚΚ, φορέας του ρεύματος του «ευρωκομμουνισμού» της δεκαετίας του 1970, αυτοκαταργήθηκε και μετεξελίχθηκε σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα).
«Η ολοκλήρωση της μετεξέλιξης»
«Εμμέσως αλλά σαφώς, ο Μαραντζίδης ανακοινώνει ότι διαχρονικά υπερασπίζεται εκείνες τις δυνάμεις που ήθελαν να αλώσουν το ΚΚΕ από τα μέσα, να το μετατρέψουν σε έναν ακίνδυνο σοσιαλδημοκρατικό φορέα» δηλώνει ο Περισσός, ο οποίος μέσω της πολεμικής στο επίμαχο βιβλίο στρέφει τα βέλη του και κατά της Κουμουνδούρου: «Η πρόσφατη σύμπλευση του Μαραντζίδη με τον ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή ενός συγγραφέα με οργανική σχέση με ιμπεριαλιστικά κέντρα, είναι το άλλο πρόσωπο της ολοκλήρωσης της μετεξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ από οπορτουνιστικό (ως ΣΥΝ αρχικά) σε αστικό κόμμα» αποφαίνεται ο κ. Σκολαρίκος, εντοπίζοντας, κατά προέκταση, την ταύτιση της Κουμουνδούρου «με τις αντιλήψεις της αστικής ιστοριογραφίας». Κάτι που, όπως υποστηρίζεται, «φανερώνει η προσπάθεια αποστασιοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ από ιστορικούς και αντίστοιχες επεξεργασίες που, αν και προέρχονται από τις γραμμές ή από τη θεωρητική παράδοσή του, τώρα λογίζονται ως ξένο σώμα».