«Παραιτήθηκα γιατί με θεωρούσαν δεδομένη, αναλώσιμη…». Η απάντηση είναι ειλικρινής και αυθόρμητη. Η 26χρονη Μαργαρίτα Γιανναράκη, φοιτήτρια του Τμήματος Χημικών Μηχανικών στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, δεν χρειάζεται δεύτερη σκέψη πριν απαντήσει στην ερώτηση του «Βήματος». Εργαζόταν ως πρόσφατα σε ιδιωτική επιχείρηση, για να έχει ένα εισόδημα όσο σπουδάζει. «Θα βρω αλλού να κάνω μια δουλειά του ποδαριού μέχρι να βρω κάτι που πραγματικά θα με γεμίζει. Ακόμα και να μετάνιωνα την απόφασή μου, είμαι σίγουρη ότι θα με ξαναπροσλάμβαναν γιατί η ζήτηση είναι τεράστια και η προσφορά ελάχιστη στον κλάδο» δηλώνει.
«Το κλίμα ήταν τελείως τοξικό»
Τις ίδιες σκέψεις κάνουν καθημερινά πολλοί νέοι και νέες. Αλλοι μένουν στη χώρα, άλλοι φεύγουν. Πολλοί φεύγουν, ακόμη και σήμερα. Παρά τις δεκάδες των πολιτικών τοποθετήσεων, επιστημονικών διαπιστώσεων, δημοσιογραφικών αναλύσεων. Στη ζωή τους δεν βλέπουν καμία αλλαγή από αυτές. Κάτω στον… δρόμο όμως, τελικά, τι συμβαίνει; Γιατί οι νέοι φεύγουν από τις δουλειές τους; Πολλοί, στο ερώτημα του «Βήματος», απαντούν ότι απλά λυγίζουν από τις εργασιακές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα μας.
Η 35χρονη Κ.Ζ. έχει αλλάξει τον τελευταίο χρόνο τρεις δουλειές. Οι δύο από τις οποίες αφορούσαν τη διαχείριση ιστοσελίδων μεγάλων εταιρειών μέσω Διαδικτύου. Τελικά αποφάσισε να γυρίσει πίσω στο «γραφείο». Δεν θέλει να αναφέρει επώνυμα την εμπειρία της, αλλά περιγράφει την (έως πρόσφατα) καθημερινότητά της: «Το κλίμα ήταν τελείως τοξικό. Μεγάλες αίθουσες με γραφεία κολλημένα, ένας κακός εργοδότης, μια ζωή που δεν ήταν δική μου. Δεν είναι λογικό να φεύγω από το σπίτι μου νωρίς το πρωί και να γυρίζω αργά το βράδυ. Και χωρίς καν υψηλές αποδοχές. Ετσι αποφάσισα να παραιτηθώ».
Οχι άλλους συμβιβασμούς
«Παραιτήθηκα λόγω των υποσχέσεων της εργοδοσίας που δεν τηρήθηκαν καθώς και λόγω του ψυχολογικού πολέμου που βίωνα» αναφέρει η 27χρονη Δέσποινα Καΐτη, πτυχιούχος που εργαζόταν σε ζαχαροπλαστείο. Η ίδια έκανε αυτό το βήμα χωρίς να έχει βρει αλλού δουλειά.
Σε ένα εργασιακό περιβάλλον με χαμηλούς μισθούς, πίεση και «σβησμένα» σύνορα μεταξύ εργασίας και προσωπικής ζωής, οι νέοι αναρωτιούνται αν θα πρέπει να επιμείνουν και να υπομένουν καταστάσεις στον εργασιακό βίο τους ή να κάνουν πραγματικότητα την φράση-motto που χαρακτήρισε τα εφηβικά τους χρόνια: YOLO (You only live once – Ζεις μόνο μια φορά).
«Πέρασα όλο μου τον εργασιακό βίο τα τελευταία 7 χρόνια κάνοντας συμβιβασμούς Πλέον έχω αλλάξει, δεν μπορώ να κάνω τις ίδιες υποχωρήσεις. Εχει αλλάξει και ο κόσμος γύρω μας, τίποτα πλέον δεν είναι το ίδιο όπως πριν τον κορωνοϊό» υπογραμμίζει η Δέσποινα.
«Τι περιθώρια εξέλιξης θα είχα;»
Πράγματι, οι γενιές των Millennials και των ατόμων που ανήκουν στην Generation Z, έχουν βιώσει συνεχόμενες και πρωτόγνωρες κρίσεις. Αρχικά, την παγκόσμια οικονομική κρίση που στην Ελλάδα κράτησε πάνω από μια δεκαετία και έπειτα την υγειονομική κρίση που ήρθε να απειλήσει και την ίδια τους την ύπαρξη, τον πόλεμο σε ευρωπαϊκό έδαφος και τώρα την ενεργειακή κρίση. Και για αυτόν τον λόγο δεν συμβιβάζονται πλέον σε εργασίες που ούτε τους εξελίσσουν ούτε τους γεμίζουν, ακόμα και αν αυτό προϋποθέτει να ρισκάρουν τη σταθερότητα που έχουν.
Η 26χρονη Βάια Βατσινά, πτυχιούχος Νοσηλευτικής, παραιτήθηκε από τη θέση της σε νοσοκομείο για να ανοίξει με τον σύντροφό της τη δική τους επιχείρηση: «Στο νοσοκομείο υπήρχε τεράστια υποστελέχωση, οι βάρδιες εξαντλητικές και δεν υπήρχε ισορροπία μεταξύ εργασίας και προσωπικής ζωής, ενώ το περιβάλλον ήταν οτιδήποτε άλλο πέρα από φιλικό και βοηθητικό» λέει. «Σε ένα τέτοιο περιβάλλον τι περιθώρια εξέλιξης θα είχα; Ετσι, πήρα την απόφαση να κάνω το βήμα και να παραιτηθώ».
Αυταρχικοί εργοδότες
Ενα βασικό πρόβλημα οι νέοι το εντοπίζουν στις νοοτροπίες πολλών εργοδοτών στην Ελλάδα. Οπως αναφέρει η Μαργαρίτα, «ο εργοδότης σκέφτεται ότι ένας 20χρονος οικογένεια δεν έχει να συντηρήσει, θα μένει με τους γονείς, ας του δώσω ένα «χαρτζιλίκι». Οταν δουλεύεις όμως κανονικό 8ωρο και κάποιες φορές και παραπάνω, ένα «χαρτζιλίκι» δεν αρκεί…».
Η ίδια αναφέρει πως πολλές φορές δούλεψε παραπάνω χωρίς υπερωρίες, ή αντίθετα της ζήτησαν να φύγει νωρίτερα από τη δουλειά της με σκοπό να μειωθεί ο μισθός της. «Υπάρχει η νοοτροπία ότι οι νέοι δεν θέλουν να δουλέψουν, που είναι λάθος» αναφέρει η Βάια.
Από την πλευρά της οι Δέσποινα ζητεί καλές συνεργασίες, κατανόηση – τόσο από την εργοδοσία όσο και από τους συναδέλφους της – και επικοινωνία, ενώ η Βάια δυνατότητες εξέλιξης.
«Δεν είναι το νούμερο ένα τα λεφτά» αναφέρει η Μαργαρίτα, τονίζοντας ότι πολύ σημαντική είναι η ηθική και η κατανόηση. «Ο εργαζόμενος θέλει και ένα ψυχολογικό μπουστάρισμα. Ουσιαστικά θέλει ένα ανθρώπινο περιβάλλον. Αυτός που προσφέρει συνεχώς σε μια εργασία, αν ζητήσει μια άδεια δεν πρέπει να μπαίνει στη διαδικασία να αιτιολογήσει για ποιους λόγους τη θέλει. Δεν πρέπει να δικαιολογεί τα αυτονόητα ούτε να λείπει από τη δουλειά για έκτακτες συνθήκες μόνο. Πρέπει να παίρνει και τον χρόνο που χρειάζεται και ο εργοδότης να σέβεται την προσωπική του ζωή» προσθέτει.
«Τμήμα προσωπικού δράματος»
«Τα παιδιά στην ηλικία μας πλέον έχουν ξυπνήσει. Και δεν είναι και πολύ δύσκολο να φύγουν στο εξωτερικό για ένα καλύτερο μέλλον, αν δεν βρουν αυτό που ψάχνουν στην Ελλάδα» αναφέρει η Μαργαρίτα Γιανναράκη. Ηδη, ο εργασιακός βίος των νέων χαρακτηρίζεται από viral τάσεις σχετικά με τις παραιτήσεις (π.χ. η σελίδα «Τμήμα προσωπικού δράματος» στο Facebook στην οποία ανακοινώνουν με χαρά ότι παραιτήθηκαν). «Νομίζω ότι η οριοθέτηση της δουλειάς που ψάχνουμε εντάσσεται στο πλαίσιο των επιθυμιών των νέων να εξελίσσονται, να αναπτύσσονται και να μαθαίνουν» λέει η Δέσποινα Καΐτη.
Οι viral τάσεις στον εργασιακό χώρο
Μέσα σε ένα ασταθές και αβέβαιο μέλλον, «ξεπηδούν» τάσεις στον εργασιακό χώρο, όπως το Quiet Quitting (σιωπηρή παραίτηση) που χαρακτηρίζει την τάση των εργαζομένων να αρνούνται να υπερβούν τα καθήκοντα για τα οποία έχουν προσληφθεί, ή το Climate Quitting (κλιματική παραίτηση) που αφορά την παραίτηση ή μη αποδοχή πρότασης για θέση όταν η στρατηγική της εταιρείας δεν έχει περιβαλλοντικό αποτύπωμα. To Job Hopping είναι μια τάση που αυξάνεται εκθετικά στην αγορά εργασίας και αναφέρεται κυρίως σε επαγγελματίες που αλλάζουν πολλάκις τις θέσεις εργασίας τους. Είναι γνωστοί ως «job hoppers» και ο στόχος τους είναι η συνεχής αναζήτηση νέων προκλήσεων.