Μια συγκλονιστική ιστορία επιβίωσης και δύναμης ψυχής με φόντο μια ναυτική τραγωδία θα αρχίσει να ξετυλίγεται από απόψε στις οθόνες μας μέσα από τη νέα δραματική σειρά «Το ναυάγιο», στο Mega, η οποία θα μας κρατά συντροφιά από Κυριακή έως Τετάρτη στις 22.50.
Μεταξύ των ηρώων που θα παλέψουν για τη δικαίωση είναι και ο καπετάν Στελής που ενσαρκώνει ο Λεωνίδας Κακούρης.
Πρεμιέρα απόψε για το «Ναυάγιο». Τι σας έκανε να πείτε το «ναι» στη νέα παραγωγή του Mega;
«Είναι μια σειρά εποχής με βασικό κορμό την ιστορία ενός ναυαγίου που συμβαίνει στο ταξίδι από Κρήτη προς Πειραιά. Η σειρά μάς δείχνει σταδιακά τις ιστορίες των ανθρώπων που εμπλέκονται με αυτό το δραματικό γεγονός. Ξεκινάει λίγες ημέρες πριν από το ναυάγιο και μας συστήνει με έναν τρόπο τους ήρωες, ώσπου γίνεται το ναυάγιο, κάτι που έχει σοβαρές επιπτώσεις στις ζωές όλων των ηρώων που εμπλέκονται. Αρχικά το «Ναυάγιο» είναι ένα υπέροχο βιβλίο, αυτή ήταν η πρώτη μου αίσθηση διαβάζοντας το βιβλίο του Σπύρου Πετρουλάκη, το οποίο πραγματικά σε συνεπαίρνει.
Το πολύ ωραίο είναι ότι το κλίμα του βιβλίου μεταφέρθηκε με έναν ωραίο τρόπο και στο σενάριο. Διαβάζοντας το σενάριο, έχοντας και το βιβλίο πολύ πρόσφατα στον νου μου, ένιωσα ότι είναι πολύ κοντά στο πνεύμα του βιβλίου. Κάτι που είναι πολύ σημαντικό για να πετύχει μια σειρά που βασίζεται σε ένα συγκεκριμένο βιβλίο. Θα πρέπει να είσαι πιστός σε αυτό το έργο και να το πλησιάσεις με πολύ μεγάλη προσοχή, γιατί κάθε έργο από μόνο του είναι κάτι ολοκληρωμένο. Κάνοντάς το εσύ σειρά, αλλά δίνοντας και άλλες ιστορίες, θα πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός στο να μην προσβάλεις το ίδιο το έργο».
Ποιος είναι ο δικός σας ρόλος;
«Από μαγαζάτορας της νύχτας, έγινα καπετάνιος με καΐκι δικό μου. Ο καπετάν Στελής είναι ένας ωραίος άνθρωπος. Τον συμπάθησα από την αρχή. Είναι ένας Κρητικός ατόφιος, αψύς, συναισθηματικός, κεφάτος άνθρωπος. Εχει χάσει τη γυναίκα του, μεγάλωσε ουσιαστικά την κόρη του μόνος, γι’ αυτό και της έχει πολύ μεγάλη αδυναμία.
Λόγω κάποιας συγκυρίας λέει στην κόρη του να φύγει από την Κρήτη μία εβδομάδα νωρίτερα απ’ ό,τι υπολόγιζε για να έχει παρέα στο καράβι, να αισθάνεται κι αυτός ότι δεν θα είναι μόνη της, γιατί παρότι είναι καπετάνιος τη θάλασσα τη φοβάται και τη σέβεται. Δυστυχώς όμως ήταν το μοιραίο της ταξίδι».
Εχετε δηλώσει ότι οι ρόλοι του κακού και του άγριου είναι αυτοί που σας κεντρίζουν το ενδιαφέρον. Στην προκειμένη περίπτωση ο ήρωάς σας δεν διαθέτει αυτά τα χαρακτηριστικά. Τι σας κέρδισε σε αυτόν;
«Είναι ένας πολύ καλός άνθρωπος. Θα έχετε γνωρίσει Κρητικούς έτσι, που είναι λίγο εξωστρεφείς και βροντόφωνοι αλλά με καρδιά μικρού παιδιού. Ενας τέτοιος άνθρωπος είναι και ο Στελής. Ενας άνθρωπος με αίσθηση του δικαίου. Ενας αγωνιστής της ζωής με μεγάλη καρδιά που μπορεί να χωρέσει πολύ κόσμο αλλά και πάρα πολύ περήφανος, πάρα πολύ εύθικτος. Ανάβει με το παραμικρό, αλλά έτσι όπως ανάβει, έτσι το ξεχνάει κιόλας. Δεν το κρατάει μανιάτικο».
Ποια ήταν η πιο δύσκολη σκηνή που κληθήκατε να γυρίσετε μέχρι στιγμής;
«Εχω να σας πω ότι όλες οι σκηνές που γύρισα μέχρι στιγμής, εκτός από πολύ λίγες στην αρχή, ήταν από τις πιο δύσκολες σκηνές που έχω κάνει ποτέ. Γιατί ήταν σκηνές θρήνου, πόνου, αγωνίας. Σκηνές όπως στο λιμεναρχείο, που περιμένουν να δουν ποιος έχει ζήσει και ποιος έχει πεθάνει. Νωρίτερα, ο Στελής στο λιμάνι βλέπει ότι το φορτηγό δεν το είχαν ασφαλίσει και το πλοίο έφυγε με την μπουκαπόρτα ανοιχτή, όπως συνέβη και πρόσφατα. Ηξερε ότι έρχεται μεγάλη θαλασσοταραχή και προσπαθούσε απεγνωσμένα να τους σταματήσει και αντ’ αυτού τον πήραν και τον κλειδαμπάρωσαν στα κρατητήρια του Λιμενικού, όπου εκεί άκουσε το σήμα SOS του «Φοίνιξ».
Οπότε όπως καταλαβαίνετε όλες οι σκηνές ήταν πολύ δύσκολες. Οπως και να το κάνεις, ακόμα και στην τελευταία σκηνή στο νοσοκομείο για την αναγνώριση της κόρης, είναι ζόρικο πράγμα και ψυχοφθόρο για έναν πατέρα να γυρίσει τέτοιες σκηνές, ακόμα και αν το κάνεις σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Αγγίζεις χορδές που δεν θα ήθελες να αγγίξεις ποτέ στη ζωή σου».
Το γεγονός ότι το σενάριο της σειράς αφενός βασίζεται σε ένα βιβλίο, αφετέρου περιγράφει και πραγματικά γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας μας, όλη αυτή η συνθήκη δημιουργεί σε εσάς τους ηθοποιούς ένα επιπρόσθετο βάρος;
«Αυτό είναι το ωραίο της τέχνης μας. Ολα αυτά που μας στριμώχνουν να μπορούμε να τα μετουσιώνουμε και να μπορούμε με έναν τρόπο να τα εκτονώνουμε. Σίγουρα επειδή τα γυρίσματα έγιναν το καλοκαίρι παράλληλα με όλα αυτά τα δυσάρεστα που συνέβησαν, το ναυάγιο στην Πύλο όπου πνίγηκαν τόσοι άνθρωποι, το δυστύχημα στον Πειραιά με τον νεαρό Αντώνη, λειτούργησαν σαν μια επιπλέον φόρτιση».
Πρόσφατα δύο κινηματογραφικές δουλειές σας, η «Σμύρνη μου αγαπημένη» και η «Ευτυχία», ακολούθησαν διεθνή πορεία, καθώς πλέον προβάλλονται στο Netflix. Πώς αισθάνεστε για αυτό;
«Είναι πολύ ωραίο. Θεωρώ ότι το μόνο που έχουμε να ζηλέψουμε από τις ξένες παραγωγές είναι η παραγωγή και τα οικονομικά. Σε επίπεδο σεναριογράφων, σκηνοθετών, διευθυντών φωτογραφίας, ηθοποιών έχουμε εξαιρετικά καλό υλικό. Δουλεύουμε υπό πολύ δύσκολες συνθήκες έχω να σας πω».
Θεατρικά, θα σας δούμε στον «Βασιλιά Λιρ», στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου. Πείτε μας λίγα λόγια για αυτή τη δουλειά.
«Είναι ένα σπουδαίο, εμβληματικό έργο, με ένα βάθος απύθμενο. Οσο πιο βαθιά μπαίνεις, τόσο περισσότερο ανακαλύπτεις πως δεν γνωρίζεις όσα νόμιζες ότι γνώριζες και συνεχώς ανακαλύπτεις ότι υπάρχει και κάτι άλλο από πίσω. Περιγράφει με έναν εκπληκτικό τρόπο την εξουσία, το βασίλειο, ό,τι μπορεί να είναι ένα βασίλειο, από ένα κράτος μέχρι μια επιχείρηση ή ένα μαγαζί. Πώς κινούνται οι άνθρωποι παρασκηνιακά, πώς υποστηρίζει ή όχι ο ένας τον άλλον. Η πατρική φιγούρα, η καταπίεση των γυναικών. Είναι άπειρα τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται ο Σαίξπηρ και πραγματικά είναι από τις φορές που η προσέγγιση στο κείμενο γίνεται με πολύ ιερό τρόπο. Γιατί πραγματικά όταν έχεις την τιμή να παίζεις ένα έργο του Σαίξπηρ και δεν πας απλώς να διεκπεραιώσεις, θα βγεις καλύτερος άνθρωπος μετά».
Οι αυτοδιοικητικές εκλογές είναι προ των πυλών και εσείς είστε υποψήφιος στο Αγρίνιο. Πώς πήρατε την απόφαση αυτή;
«Θα είμαι υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος στο Αγρίνιο σε μια προσπάθεια κι εγώ να βοηθήσω και να συμβάλω στο να υπάρξει μια αναγέννηση στον τόπο μου. Oσες φορές τον είχα επισκεφθεί το τελευταίο διάστημα, έφευγα με μια θλίψη στην ψυχή μου. Ενιωθα ότι είναι ένας πανέμορφος, υπέροχος τόπος, ο οποίος παραμένει αναξιοποίητος. Χωρίς λοιπόν να σκεφτώ πολύ λογικά, με την έννοια να τα βάλω κάτω και να σκεφτώ τα υπέρ και τα κατά, με έναν δονκιχωτικό τρόπο μπήκα και εγώ στο όραμα του Κώστα Πιστιόλα, ο οποίος είναι ένας άνθρωπος αρκετά πετυχημένος και γνωρίζει πολύ καλά τον τόπο».