Της Ειρήνης Μορτάκη
Η Χίος κατέχει ιδιαίτερη θέση στο Αιγαίο Πέλαγος και αποτελεί το πέμπτο μεγαλύτερο νησί της Ελλάδας. Ο ναυτικός, οικονομικός και εμπορικός της ρόλος αναδείχθηκε κατά την εποχή του Μεσαίωνα, όταν κυρίαρχο ρόλο στη Μεσόγειο κατείχαν οι μεγαλύτερες ναυτικές δυνάμεις της Γένοβας και της Βενετίας. Πολλοί παράγοντες κατέστησαν τη Χίο ναυτιλιακό κέντρο στην Ανατολή, όπως η εγγύτητά της με τη Μικρά Ασία αλλά και η ξεχωριστή και πολύτιμη γεωγραφική της θέση, εφόσον αποτελεί σταυροδρόμι τριών ηπείρων. Για την ανάπτυξη του πολιτισμού και της οικονομίας συνέβαλαν οι αρχοντικές οικογένειες γαιοκτημόνων και εμπόρων που κατοικούσαν κυρίως στον Κάμπο. Στην περιοχή αυτή τοποθετούνται τόσο τα κτήματα για την τοπική αγροτική οικονομία όσο και οι εξοχικές κατοικίες των γεωκτημόνων.
Ο Κάμπος είναι πεδινή έκταση που απλώνεται κατά μήκος της ανατολικής ακτής της Χίου με μήκος 10 και πλάτος περίπου 2 χιλιόμετρα. Είναι εντελώς επίπεδη. Δυτικά περικλείεται από χαμηλούς λόφους όπου είναι κτισμένα και τα Καμπόχωρα. Ανατολικά είναι η θάλασσα, βόρεια η πόλη και νότια η περιοχή των Μαστιχοχωρίων. Το έδαφος του Κάμπου είναι εξαιρετικά εύφορο και τα νερά άφθονα. Τον διαρρέουν δύο χείμαρροι, ο Παρθένης και ο Κοκκαλάς. Είναι κατάφυτος από εσπεριδοειδή.
Από τους Γενουάτες στους Χιώτες
Ο Κάμπος με τα κτήματα των εσπεριδοειδών διαμορφώθηκε κατά την εποχή της Γενουατοκρατίας. Στην αρχή ανέλαβαν την οργάνωση και την καλλιέργειά του Γενουάτες και ύστερα οι πλούσιοι Χιώτες. Τότε κτίστηκαν και τα πρώτα αρχοντικά. Τον 18ο αιώνα υπήρξε ευημερία και οικονομική ανάπτυξη στο νησί. Γι’ αυτό οι παλιοί πύργοι και τα αρχοντικά αναδιαμορφώθηκαν και χτίστηκαν και νέα. Ομως το προοδευτικό αυτό κλίμα δεν διήρκεσε πολύ. Η απάνθρωπη σφαγή από τους Τούρκους το 1822, αρχικά, και ο μεγάλος σεισμός του 1881 κατέστρεψαν και ερήμωσαν τον Κάμπο. Το 1912, πριν από την απελευθέρωση από τους Τούρκους, ο Κάμπος αρχίζει να αναβιώνει και να αναπτύσσεται σε κάθε τομέα (κοινωνικό, οικονομικό, πολιτισμικό). Χιώτες οι οποίοι ήταν αριστοκράτες έμποροι και είχαν εγκατασταθεί στην Αίγυπτο, στο Λιβόρνο, στην Οδησσό και στην Τεργέστη, αποκτούν τους εγκαταλελειμμένους πύργους και τους διαμορφώνουν σε αρχοντικές βίλες και εξοχικές επαύλεις. Τότε ο Κάμπος αρχίζει να αποκτά ζωή και μελωδίες ακούγονται από κάθε γωνιά του. Οι κυρίες ντυμένες κομψά το βράδυ κάνουν βεγγέρες και μεθούν από τα αρώματα των γιασεμιών και των εσπεριδοειδών που πνίγουν την περιοχή. Ταυτόχρονα ζωή χαρίζουν τα ζώα που γυρίζουν τον μάγγανο, ο οποίος είναι τοποθετημένος σε ένα βαθύ πηγάδι. Ολη αυτή η μαγική εικόνα κρύβεται πίσω από τους ψηλούς πέτρινους τοίχους που διατηρούν καλά κρυμμένη την ιδιωτική ζωή των αφεντάδων τους.
Μονάχα ο ανεστάτης (κάτι σαν επιστάτης) κρατούσε ανοιχτές τις αυλόθυρες του περιβολιού του, αφού εκεί δούλευαν οργανωμένοι εργάτες. Ο καθένας είχε το πόστο του, προκειμένου να εξάγουν τους καρπούς των εσπεριδοειδών σε ολόκληρη τη Χίο, καθώς και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Κόφτες, χαρτωτές, διαλεκτές, ποτιστάδες εργάζονταν σκληρά κάτω από το ξάγρυπνο μάτι του ανεστάτη.
Στη σημερινή εποχή ορισμένα αρχοντικά ερημώθηκαν, καθώς η επισκευή τους στοιχίζει πολύ και κανένας δεν έχει δείξει ενδιαφέρον για τη διάσωση και τη διατήρησή τους. Ωστόσο κάποια αρχοντικά κατέληξαν σε άλλους ιδιοκτήτες είτε λόγω της πώλησής τους είτε λόγω κληρονομιάς. Ο Κάμπος φαντάζει δημιούργημα φαντασίας, ο οποίος θα λύσει τη σιωπή του σε όποιον επιθυμεί πραγματικά να τον εξερευνήσει και να πληροφορηθεί για το παρελθόν του.
Η αρχιτεκτονική του τόπου
Στον Κάμπο η γενοβέζικη αριστοκρατία εγκαταστάθηκε τον 14ο, τον 15ο και τον 16ο αιώνα δίπλα στην ντόπια αριστοκρατία. Οπως στη Γένουα, έτσι και στη Χίο τα εξοχικά σπίτια ήταν η δεύτερη κατοικία των πλουσίων εμπόρων της χώρας. Το προσωπικό που φρόντιζε τις καλλιέργειες και τα ζώα έμενε σε παράσπιτο ή στον τρίτο όροφο των κτιρίων.Οι μελετητές του Κάμπου συμφωνούν ότι τα όρια των ιδιοκτησιών παρέμεναν αμετάβλητα επί αιώνες και ταυτισμένα με τα ονόματα των ιδιοκτητών τους πριν από την καταστροφή του 1822.
Η προσπέλαση στα κτήματα γίνεται με στενούς δρόμους πλαισιωμένους από πανύψηλους τοίχους που προστάτευαν τα ευαίσθητα δέντρα από τη σκόνη και τον βοριά και διασφάλιζαν την ιδιωτικότητα των ενοίκων. Ετσι, η μετακίνηση στον Κάμπο χωρίς οδηγό ήταν δύσκολη.
Οι συνεχείς πέτρινοι μαντρότοιχοι και οι τοξωτές είσοδοι των κτημάτων έκρυβαν έναν άλλο κόσμο. Η ευρύχωρη αυλή με τα βαθύσκια δέντρα και τα άνθη κοντά στην οικία οδηγούσε στους βοηθητικούς χώρους και στο περιβόλι.
Η οργάνωση του χώρου των ιδιοκτησιών είναι τυποποιημένη: το διώροφο ή τριώροφο σπίτι έχει μεγάλη εξωτερική σκάλα και τη μια του πλευρά κατά μήκος του δρόμου. Οι κατοικήσιμοι χώροι βρίσκονται στους ορόφους, ώστε να έχουν αδιάκοπη θέα.
Ο μάγγανος στο επίκεντρο
Στην αυλή βρίσκεται σχεδόν πάντοτε ένα πηγάδι (ο προαναφερθείς μάγγανος), το οποίο συνιστούσε σύστημα άντλησης νερού με τη βοήθεια κάποιου ζώου που βρισκόταν εκεί κοντά προκειμένου να κινητοποιεί τον μάγγανο. Συν τοις άλλοις σπάνια ήταν η παρουσία μιας στέρνας από την οποία αντλούσαν νερό τυχόν παρεκκλήσια και βοηθητικά κτίρια. Τα ζώα γυρίζοντας κυκλικά κινούσαν τη μεταλλική ρόδα που ανέβαζε τους κουβάδες γεμάτους νερό. Η τετράγωνη στέρνα με πλευρά έως και 10 μέτρα είναι άμεσα συσχετισμένη με τον μάγγανο, στις γωνίες της υψώνονται πέτρινοι πεσσοί ή κίονες, στη βάση των οποίων είναι τοποθετημένες γούρνες και δίπλα σε αυτές μεγάλες μαρμάρινες πλάκες για το πλύσιμο διαφόρων αντικειμένων. Από τη στέρνα, με τη βοήθεια του μάγγανου ποτίζεται το περιβόλι. Δίπλα στη στέρνα συναντάμε ένα μικρό καθιστικό, μερικά σκαλιά πάνω από τη στάθμη της αυλής σκεπασμένο με κλαδιά και φύλλα δέντρων. Η γωνία αυτή αποτελεί αναμφίβολα το πιο δροσερό σημείο της αυλής. Το δάπεδό της είναι στρωμένο με βότσαλα σχηματίζοντας αξιοθαύμαστα σχέδια και μοτίβα. Επιμέρους μορφολογικά στοιχεία είναι η αυλόθυρα, η πόρτα (με εξαιρετική γλυπτική διακόσμηση) και χαρακτηριστικό γνώρισμα των παραθύρων είναι το πλαίσιο από ολόσωμες πέτρες και το ημικυκλικό τόξο, καθώς και οι θολωτές με εναλλαγή χρωμάτων.
Τα εσωτερικά των σπιτιών-«πύργων» στολίζονται με γύψινα συνήθως διακοσμητικά θέματα. Διακρίνονται κομήτες στους θόλους και τις οροφές, πλαίσια σε ανοίγματα και διάφορα θέματα σε τζάκια, ράφια, ντουλάπια κ.λπ.
Τα περισσότερα από τα σωζόμενα σήμερα μνημεία απέχουν πολύ από το 1566, χρονιά που τερματίστηκε η εξάρτηση από τη Γένοβα.
Το ιδιαίτερο Αργέντικο
Φαίνεται ότι όλα σχεδόν τα τυπικά χαρακτηριστικά της καμπούσικης αρχιτεκτονικής είχαν διαμορφωθεί πριν από το 1566, οπότε είναι αποτέλεσμα βυζαντινής και γενοβέζικης επίδρασης. Το πιο γνωστό αρχοντικό της Χίου είναι αυτό με το όνομα «Αργέντικο». Η ιστορία του ξεκινά το 1346, όταν ο Argenti, αξιωματούχος του στρατού της Γένοβας, ενθουσιασμένος από την ομορφιά του νησιού εγκαταστάθηκε στη Χίο και του παραχωρήθηκε το κτήμα των 32 στρεμμάτων.
Το 1550 άρχισε το χτίσιμο του μεγαλεπήβολου αυτού κτιρίου. Ομως, το 1881 το κτίσμα καταστράφηκε ολοκληρωτικά εξαιτίας του σεισμού που είχε σημαντικές συνέπειες για το νησί. Γι’ αυτό οι ιδιοκτήτες του επέστρεψαν στη Γένοβα. Υστερα, το 1900, πραγματοποιείται η αναστήλωση του οικοδομήματος. Ο νέος ιδιοκτήτης του Αργέντικου έκανε μια δεκάχρονη ανακαίνιση. Μαρτυρίες ισχυρίζονται ότι πολλές σπουδαίες προσωπικότητες της πολιτικής σκηνής πέρασαν από εκεί.
Πέντε πέτρινα κτίρια μέσα στο κτήμα περιτοιχίζουν οκτώ σουίτες, η καθεμία από τις οποίες χαρακτηρίζεται για τη δική της ξεχωριστή ταυτότητα. Το κλίμα της εποχής αποπνέουν αυθεντικά περίτεχνα έπιπλα, πέτρινα τζάκια, ζωγραφιστά ταβάνια και εντυπωσιακοί πολυέλαιοι, αλλά και κήποι με τη γαλήνια ηρεμία και την ανεπανάληπτη ομορφιά τους, τα λιθόστρωτα μονοπάτια με τις στέρνες διακοσμημένες με περίτεχνα μοτίβα και στολισμένες με καταπράσινα νούφαρα.
Τα περίφημα εσπεριδοειδή και γιατί έχασαν την αξία τους
Στον Κάμπο, σε ένα πανέμορφο αρχοντικό, στεγάζεται το Μουσείο Citrus – Αρωμα μνήμης. Αυτό αναδεικνύει τον ρόλο των εσπεριδοειδών στην εμπορική άνθηση της Χίου τους προηγούμενους αιώνες. Αποτελεί έναν εκθεσιακό χώρο όπου ο επισκέπτης μπορεί να ενημερωθεί για την καλλιέργεια των εσπεριδοειδών, τις μεθόδους παραγωγής, τα εργαλεία που χρησιμοποιούνταν, τις ποικιλίες και τα ιδιαίτερα στοιχεία που κάνουν τα μανταρίνια και τα άλλα φρούτα ξεχωριστά. Ακόμη, μπορεί κανείς να πληροφορηθεί για τους ανθρώπους που αποτέλεσαν τον κεντρικό παράγοντα για την άνθηση του μοναδικού μύθου των μανταρινιών και πορτοκαλιών και τις εμπορικές συναλλαγές από τις αρχές του 15ου αιώνα προς τη Μικρά Ασία.
Επιπρόσθετα, το πιο εντυπωσιακό από όλη τη διαδικασία παραγωγής ήταν η συσκευασία που γινόταν στις αποθήκες των εμπόρων. Κάθε μανταρίνι τυλιγόταν με χαρτί περιτυλίγματος και στη συνέχεια τοποθετούνταν σε ειδικά ξύλινα καφάσια. Το χάρτωμα ήταν μια ανακάλυψη των καμπούσων καλλιεργητών, προκειμένου να συντηρηθούν τα φρούτα. Η συγκεκριμένη μέθοδος δεν αξιοποιήθηκε σε κανένα άλλο μέρος της Ελλάδος.Τώρα πλέον τα εσπεριδοειδή της Χίου, δηλαδή πορτοκάλια, μανταρίνια και λεμόνια, έχουν χάσει την αξία τους, οι τιμές που δίνονται είναι εξευτελιστικές και δεν συμφέρει κανέναν να καλλιεργήσει. Ακόμη και τα ονομαστά μανταρίνια με την απίθανη μυρωδιά και γεύση δεν πωλούνται. Πιθανόν να ευθύνεται η ιδιομορφία των κτημάτων που δεν μπορούν να καλλιεργηθούν μαζικά για να μειωθεί το κόστος, αλλά και οι καμπούσοι ιδιοκτήτες που δεν θέλουν να βάλουν ξένους ανθρώπους μες στα σπίτια τους, όπως μια εταιρεία που να αναλάβει την καλλιέργεια, τη συγκομιδή και την εξαγωγή. Βέβαια, παίζει ρόλο και το ότι τα περισσότερα δέντρα είναι πορτοκαλιές, όπου το κόστος συγκομιδής, λόγω του ύψους των δέντρων και της μεταφοράς, είναι ασύμφορο και επιπλέον στην ηπειρωτική Ελλάδα καλλιεργούνται καλύτερες ποικιλίες, όπως τα μέρλιν.