«Γεννήθηκα στον Βόλο το 1930 στην περιοχή της Νεάπολης κι εδώ έζησα όλα τα χρόνια μου. Η οικογένειά μου είχε έρθει από τη Βουλγαρία, πρόσφυγοι ήτανε. Οι δικοί μου ήρθανε στο Βόλο αλλά ήτανε κι άλλα σόγια που βρήκανε καλύτερα στις Σοφάδες της Καρδίτσας και μείνανε εκεί. Ο Βόλος ήτανε τότε σαν ένα μεγάλο χωριό, πολύ αραιοκατοικημένο και η δική μας η περιοχή ήτανε σα να λέμε προάστιο. Ητανε πολλοί Βολιώτες πλούσιοι που μένανε στο «κέντρον» αλλά είχανε και σπίτια εδώ στη Νεάπολη, εξοχικά. Ημασταν και κοντά στη θάλασσα, στις Αλυκές. Τότε δεν υπήρχανε οι δρόμοι που είναι σήμερα. Για να πας στην πόλη πιο γρήγορα μπορούσες να πας με την «μπενζίνα» (σ.σ.: μηχανοκίνητο πλοιάριο).
Εδώ στη Νεάπολη ήτανε ανοιχτωσιά, χωράφια άλλα καλλιεργημένα, άλλα ρουμάνια. Και μπαξέδες. Κάθε μπαξές και το σπίτι του, άλλα μικρά κι άλλα μεγάλα. Εμείς είχαμε μποστάνι και βάζαμε αγγούρια, κολοκύθια κι άλλα τέτοια. Ο παππούς σου μετά έβαλε και δέντρα, ροδακινιές, κυδωνιές. Εγώ δούλευα από μικρή στο χωράφι, μαζί με την αδερφή και τον αδερφό μου. Μικρή ήμουνα αλλά για να δουλεύω ήμουνα μεγάλη.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.