«Φύγε από εδώ. Δεν σε θέλουμε στην παρέα μας» άκουσα τις προάλλες ένα γκρουπ παιδιών να λέει σε έναν «φίλο» τους. Ξέρω πως μπορεί να μην το εννοούσαν. Να το είπαν για «πλάκα». Οταν όμως κοίταξα το πρόσωπο του συμμαθητή τους είδα ένα πικρό χαμόγελο, ένα ψεύτικο γέλιο. Γελούσε απλά και μόνο για να κρύψει την πληγή που του δημιούργησε αυτό το «πείραγμα». Αυτό ήταν ένα παράδειγμα σχολικού εκφοβισμού. Μικρό, ασήμαντο, αλλά ήταν. Η ενδοσχολική βία και ο εκφοβισμός αποτελούν αναμφίβολα συνηθισμένα (αν και δεν θα έπρεπε) φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας στα σχολεία. Οι περισσότεροι από εμάς λίγο-πολύ μπορεί να έχουμε πέσει θύματα τέτοιου εκφοβισμού. Οι ρίζες του βρίσκονται παντού και γι’ αυτό οι αρμόδιοι φορείς πρέπει να αναλάβουν δράση.
Αν πάρω ως παράδειγμα εμένα – ευτυχώς – σε όλα τα μαθητικά μου χρόνια δεν υπήρξα θύμα τέτοιου εκφοβισμού. Τα πειράγματα βέβαια – τα οποία επίσης πρόκειται για ένα είδος «bullying» – πάντα υπήρχαν. Ομως τα αντιμετώπιζα πάντα με χαλαρότητα και καλή διάθεση. Αντίθετα, δεν ίσχυε το ίδιο για άλλους μαθητές που γνώρισα. Σε άλλον ασκούσαν βία λόγω διαφορετικής θρησκείας, σε άλλον λόγω λεκτικών προβλημάτων, σε άλλον επειδή ο πατέρας του ήταν χρήστης ουσιών… Σε συνεργασία με συμμαθητές μου είχα αναφέρει κάποια απ’ αυτά τα περιστατικά. Βέβαια, ποια είμαι εγώ για να κρίνω τους άλλους; Θα πρέπει πρώτα κι εγώ να ρωτήσω τον εαυτό μου: υπήρξα ποτέ θύτης; Μπορεί και ναι, ανεπαίσθητα φυσικά. Ακόμα κι ένα κοροϊδευτικό σχόλιο που ίσως έκανα μπορεί να ενόχλησε. Μακάρι όχι.
Αν εμβαθύνει κανείς στο πρόβλημα του σχολικού εκφοβισμού θα συνειδητοποιήσει πως τα αίτιά του έχουν τις ρίζες τους παντού. Αρχικά, γενεσιουργός αιτία του είναι η απουσία στοργής και αγάπης από το οικογενειακό περιβάλλον του θύτη προς αυτόν. Σίγουρα, ο μαθητής αυτός θα αισθάνεται έντονο μίσος, θα νιώθει πως κανείς δεν πρόκειται ποτέ να τον αγαπήσει και έτσι θα αποκτήσει εκδικητικές μανίες. Κι αυτοί που την «πληρώνουν» είναι οι «αδύναμοι» του σχολείου. Επιπλέον, δεν λείπουν και οι περιπτώσεις γονιών αγοριών να απαιτούν από αυτά την επίδειξη του «ανδρισμού» τους και της δύναμής τους στο σχολείο. Αυτή η πίεση λοιπόν που δέχεται ο άρρην θύτης από το οικογενειακό του περιβάλλον καταλήγει σε βία. Τέλος, τα θύματα έχουν κι αυτά από την πλευρά τους μερίδιο ευθύνης. Η σιωπή τους και ο φόβος να αναφέρουν τέτοια περιστατικά διαιωνίζουν το φαινόμενο με ακραίες συνέπειες πολλές φορές (αυτοκτονίες). Γι’ αυτό κι εμείς, οι παρατηρητές, οφείλουμε να τα καταγγέλλουμε.
Οσο λοιπόν οι νοσηρές καταστάσεις επιμηκύνονται τόσο δυσκολότερη είναι η θεραπεία τους. Από την εμπειρία μου, ο φορέας που μπορεί κυρίως να βοηθήσει τα θύματα ή τους θύτες είναι η οικογένεια. Οι γονείς πρέπει να προσεγγίσουν το παιδί τους με καλή διάθεση και να συζητήσουν μαζί του τα όποια προβλήματα αντιμετωπίζει. Αν χρειαστεί καλό θα ήταν να ζητήσουν βοήθεια ειδικού. Το σχολείο και ιδιαίτερα οι εκπαιδευτικοί του οφείλουν να αναφέρουν την όποια επιθετική συμπεριφορά, να προωθήσουν τον διάλογο για την επίλυση διαφορών και οι ίδιοι να αποφεύγουν – αν χρησιμοποιούν – την τακτική της βίας. Τέλος, οι παρέες μπορούν να επηρεάσουν θετικά τον θύτη ή το θύμα. Ο θύτης θα βελτιωθεί και θα γίνει μια ηθική προσωπικότητα, ενώ το θύμα θα αποκτήσει υποστήριξη και αυτοπεποίθηση.
Συνοψίζοντας, αν με ρωτούσε κανείς τι χρώμα θα έδινα στον εκφοβισμό θα έλεγα μαύρο. Μαύρο γιατί μόνο σκοτάδι και οδύνη προκαλεί στις ψυχές των θυμάτων και μόνο μίσος και χαιρεκακία στις ψυχές των θυτών. Ας πατάξουμε τον σχολικό εκφοβισμό. Ας του κηρύξουμε τον πόλεμο. Γιατί ακόμα κρατάμε στην κοινωνία μας μια τέτοια μάστιγα; Εξάλλου, «αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλη σου θα ματώσουν από τις φωνές», σύμφωνα με τον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη. Ας φωνάξουμε λοιπόν, ας αντιδράσουμε. Θα τον κερδίσουμε τον πόλεμο αυτόν. Είμαι σίγουρη.