Των Μιχαέλας Καψή, Ευαγγελίας Καψή
Τον Σεπτέμβριο του 2022, έναν χρόνο νωρίτερα, το Πανορμίτειο Γυμνάσιο Σύμης γιόρτασε τα 100 χρόνια από την ίδρυσή του. Φέτος, στα 100 χρόνια και 1, θυμόμαστε τη μεγάλη ιστορία του και την εκπαιδευτική πορεία και σημασία του για το νησί, ανατρέχοντας στις σημειώσεις της κυρίας Ελένης Κλαδάκη-Βρατσάνου, της μηχανικού, αρθρογράφου και συγγραφέα που αποτελεί μια χαρακτηριστική μορφή της κοινωνίας της Σύμης, φανατικής πεζοπόρου εκτός των άλλων, ερευνήτριας, παρούσας σε όλα τα μεγάλα γεγονότα που αφορούν τη νησιώτικη κοινωνία μας.
Στη συζήτηση που είχαμε μαζί της αναφέρεται στα στοιχεία που συγκέντρωσε για σχετικό άρθρο της για τη δημιουργία του σχολείου μας που δημοσιεύθηκε στον τοπικό Τύπο, αλλά και στη σημασία της ύπαρξής του για την εκπαιδευτική αναγέννηση της περιοχής.
Τι υπήρχε έως το 1922
Οπως λέει, είναι απαραίτητη πριν προχωρήσει η εξιστόρηση των συνθηκών που οδήγησαν στη δημιουργία του σχολείου μας μια σύντομη αναφορά στο τι υπήρχε πριν από την ίδρυσή του το 1922 σε αυτό που ονομάζεται Μέση Εκπαίδευση στη Σύμη.
Στο νησί, από τα μέσα του 18ου αιώνα λειτουργούσε στα κελιά του μοναστηριού της Αγίας Μαρίνας η ομώνυμη Σχολή, η οποία πρόσφερε πρόγραμμα μαθημάτων ευθυγραμμισμένο με τα προγράμματα των πιο φημισμένων σχολών του τότε υπόδουλου Γένους μας. Σήμερα, βέβαια, δεν σώζεται τίποτα από τα παλιά κτίσματα.
Η Σχολή αυτή έκλεισε από τους Τούρκους λίγο πριν από το 1821 και στη συνέχεια άνοιξε η Δημόσια Ελληνική Σχολή Σύμης ή Σχολή του Κάστρου, η οποία στεγαζόταν στους θόλους του Κάστρου και λειτούργησε σχεδόν για έναν αιώνα.
Το 1921, εννέα χρόνια μετά την αντικατάσταση των Τούρκων από τους Ιταλούς στη διοίκηση των Δωδεκανήσων, εξιστορεί η κυρία Κλαδάκη-Βρατσάνου, μια νέα μορφή αντίδρασης ήταν η εξέλιξη της «Σχολής του Κάστρου», του «Σχολαρχείου», σε ένα πλήρες γυμνάσιο και παράλληλα η στέγασή του σε κατάλληλο σύγχρονο διδακτήριο. Επόμενο βήμα ήταν η επάνδρωσή του με ικανό και επαρκές διδακτικό προσωπικό.
Η ιστορική συνεδρίαση του 1921
Οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές, η Σύμη έχει αρχίσει να ισορροπεί οικονομικά και ο τόπος διοικούνταν από μία ομάδα μορφωμένων πατριωτών με επικεφαλής τον Πρώτο Δήμαρχο Πέτρο Νικήτα Κλαδάκη και Δεύτερο Δήμαρχο τον Ιωάννη Φαρμακίδη, ενώ τοποτηρητής της ηγουμενίας της Ιεράς Μονής Πανορμίτη ήταν ο ρέκτης και μορφωμένος Αρχιμανδρίτης Μακάριος Μπάρβας.
Φυσικά κοντά στους δημάρχους και στη Μονή Πανορμίτη συμπαραστεκόταν και ολόκληρος ο πληθυσμός της Σύμης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου της 6ης Ιουλίου 1921, με παρόντα τον Μακάριο Μπάρβα, έγινε γνωστή η ιστορική απόφαση της ίδρυσης του γυμνασίου, με χρηματοδότηση της Ιεράς Μονής Πανορμίτη.
Την ίδια περίοδο ωστόσο είχε αποφασιστεί από την εφορεία της Μονής η διάθεση 30.000 λιρετών για την ανέγερση σχολείου με την επωνυμία «Πανορμίτειον Γυμνάσιον», οπότε και το επόμενο βήμα ήταν να αναζητηθεί το κατάλληλο κτίριο για να στεγάσει το νέο σχολείο.
Από την ανέγερση στην αγορά
Οπως προκύπτει από τα στοιχεία που μελετάμε, η επιτροπή που ορίζεται αναζητεί την κατάλληλη θέση για την ανέγερση του νέου σχολείου αλλά για διάφορους σοβαρούς λόγους τα δύο πιο επιθυμητά σημεία απορρίπτονται. Το σχέδιο κινδυνεύει να ναυαγήσει. Πλησιάζουν και εκλογές οι οποίες μπορεί να αλλάξουν τον προγραμματισμό για τη δημιουργία του νέου σχολείου. Ο Μακάριος Μπάρβας πιέζει για τον διορισμό ειδικής πενταμελούς επιτροπής επιφορτισμένης μόνο με την ολοκλήρωση του έργου ανεξάρτητα από τις τοπικές αρχές. Η ανάγκη για γρήγορη απόφαση οδηγεί την επιτροπή σε μία διαφορετική απόφαση: αντί για ανέγερση νέου, την αγορά κάποιου ήδη έτοιμου κτιρίου. Και τι αποφάσισαν τότε οι άρχοντες της περιοχής;
Η κυρία Κλαδάκη-Βρατσάνου επαναφέρει σε τάξη τη φαντασία μας και εξηγεί ότι στις «9 Φεβρουαρίου του 1922 η επιτροπή προτείνει την αγορά και τη μετατροπή σε διδακτήριο του αρχοντικού που ανήκε στους κληρονόμους του Ιωάννη Κοντογιάννη με όλα τα παραρτήματα και τους κήπους του. Οι ιδιοκτήτες του κτιρίου ύστερα από απαιτητικές διαπραγματεύσεις ζητούν το ποσό των 95 χιλιάδων λιρετών».
Βέβαια, όπως προκύπτει από τις συζητήσεις μας και την έρευνα των αρχείων, εκτός από το υπέρογκο ποσό, εμφανίζονται και προβλήματα για το ιδιοκτησιακό καθεστώς της οικίας Κοντογιάννη. Γίνονται πολλές συνεδριάσεις, προτάσεις για ευκολίες πληρωμής στους ιδιοκτήτες, και όταν το θέμα τίθεται σε ψηφοφορία επτά ψηφίζουν υπέρ της αγοράς και έξι εναντίον, με τον δήμαρχο να ψηφίζει λευκό. Παρ’ όλα αυτά η απόφαση είναι υπέρ της αγοράς.
«Με τον τρόπο αυτόν, η Ιερά Μονή Πανορμίτη απέκτησε την κυριότητα της οικίας Κοντογιάννη και στη συνέχεια η εφορεία της Μονής, αφού ανακαίνισε το οικοδόμημα και προσάρμοσε τους εσωτερικούς και υπαίθριους χώρους του στις ανάγκες ενός σχολείου, το δώρισε στον δήμο» γράφει η κυρία Κλαδάκη-Βρατσάνου στο κείμενό της.
Τα εγκαίνια και το λαχείο
Τα εγκαίνια του σχολείου έγιναν με επισημότητα στις 18 Σεπτεμβρίου 1922 και το γεγονός αποτυπώθηκε σε μαρμάρινη πλάκα εντοιχισμένη στο υπέρθυρο της εσωτερικής κεντρικής εισόδου του κτιρίου. Επρεπε όμως να μαζευτούν και τα χρήματα που έλειπαν για την αγορά. Τη στιγμή εκείνη, ο Μπάρβας εισηγείται στους εφόρους της Μονής «όπως εκδοθεί λαχείον» της Μονής υπέρ του νέου Γυμνασίου. Ετσι, ο ίδιος ξεκινάει μια μακρά περιοδεία σε όλες τις σημαντικές παροικίες της Αιγύπτου για την πώληση των λαχνών και τη συγκέντρωση συνδρομών και εισφορών στη Μονή από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Μάιο του 1923.
Πάντως, η περιοδεία αυτή ξεπέρασε κάθε αισιόδοξο σχέδιο και αποφέρει 60.000 λιρέτες (λαχεία, εισφορές και δώρα σε «χρυσά» στη Μονή).
Η συνομιλήτριά μας λέει ότι «η εφορεία έπειτα από το τόσο ευχάριστο αποτέλεσμα χάρισε στον Ηγούμενο ένα χρυσό ρολόι που είχε φέρει ο ίδιος από την Αίγυπτο και του είχε δοθεί ως ενίσχυση του αγώνα».
Η εξέλιξη του σχολείου
Από το 1922 έως το 1925 από τρεις τάξεις το σχολείο αποκτά πέντε τάξεις, σύμφωνα με τα γυμνάσια της Ελεύθερης Ελλάδας. Για τη λειτουργία της πέμπτης τάξης ο δήμος αποφασίζει ετήσια ειδική συνδρομή για καθεμία από τις 13 ενορίες και οι εύποροι μαθητές πληρώνουν εισιτήρια τέλη.
«Με την πέμπτη τάξη λοιπόν το Γυμνάσιο ολοκληρώνεται και αναγνωρίζεται ως ισότιμο με τα αντίστοιχα σχολεία του ελεύθερου κράτους. Μέχρι τότε ολοκληρωμένα γυμνάσια είχε η Ρόδος (το Βενετόκλειο) και η Κάλυμνος, ενώ το παράδειγμα της Σύμης ακολούθησε η Κως και η Λέρος» γράφει η κυρία Κλαδάκη-Βρατσάνου.
Η Ιερά Μονή Πανορμίτη συνεχίζει να προσφέρει στο Γυμνάσιο για την εξεύρεση εξοπλισμού, καθηγητών και γυμνασιάρχη. Μάλιστα ο Μακάριος Μπάρβας συνεισφέρει οικονομικά και προσωπικά.
Ο πρώτος γυμνασιάρχης
Ο πρώτος γυμνασιάρχης που επιλέγεται είναι ο Σωκράτης Κόκκαλης, γνωστός στους Συμιακούς από τη θητεία του (1919-1921) στο Βενετόκλειο Γυμνάσιο Ρόδου. Το σεβαστό ποσό που ζητάει εγκρίνεται, αφού ο ίδιος θεωρείται πολύ σημαντική και σεβάσμια φυσιογνωμία της εκπαιδευτικής κοινότητας της εποχής, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του την αυστηρότητα και την ικανότητα στη διοίκηση. «Με αυτόν είμεθα βέβαιοι εκ των προτέρων ότι το Γυμνάσιό μας θα λειτουργήσει κανονικότατα» αναφέρει χαρακτηριστικά το σχετικό πρακτικό του ΔΣ του Δήμου.
Και κάπως έτσι ολοκληρώνεται η ιστορία της ίδρυσης του σχολείου. Το 1937 μετατρέπεται σε μέσο ιταλικό σχολείο (media scuola italiana), ακολουθώντας την τύχη και των υπολοίπων σχολείων της Δωδεκανήσου, ενώ τον Οκτώβριο του 1940 κλείνει.
Οι πρώτοι απόφοιτοι του εξατάξιου Γυμνασίου Σύμης μετά τον πόλεμο ήταν του σχολικού έτους 1948-1949 (12 αγόρια και 4 κορίτσια)
Και η ιστορία συνεχίζεται…
Οι παλιοί μαθητές και οι ζωντανές αναμνήσεις
Με αφορμή τα 100 χρόνια από την ίδρυση του Πανορμίτειου Γυμνασίου Σύμης, ο Αντώνης Αντωνίου, φιλόλογος, σε project του σχολείου με τίτλο «Προφορική ιστορία του Πανορμιτείου», αναζήτησε παλιούς μαθητές του σχολείου και κατέγραψε σε βίντεο τις αναμνήσεις τους. Εχει δημιουργηθεί λοιπόν ένα ψηφιακό αρχείο με όλες αυτές τις ιστορίες από μαθητές κυρίως του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Η ιστορία του σχολείου συνεχίζεται με μικρές προσωπικές διηγήσεις όπως τις εξιστόρησαν παλιοί μαθητές και μαθήτριές του. Διαβάστε την παρακάτω:
«Βρέθηκα λοιπόν σε ένα σχολείο θηλέων στην Αθήνα, αφήνοντας το αγαπημένο μου σχολείο όπου κάθε μέρα ήτανε μία γιορτή. Και εγώ να μιλάω συμιακά, και τα παιδιά με πείραζαν. Ομως ο γυμνασιάρχης μας ο Σκαρδάσης, που είχε κάμει και στη Σύμη, μου είπε δεν πρέπει να με νοιάζει και ότι θα τους πάρω τον αέρα πολύ σύντομα. Και πράγματι. Ετσι έγινε μόλις πήραμε τους βαθμούς εξαμήνου. Αλλά μου είπε επίσης και συγκινούμαι, να μην ντρέπομαι να μιλάω συμιακά. Κανείς δεν μου το είχε πει αυτό πριν, μας μάθαιναν να υποκρινόμαστε και να μιλάμε μία περίεργη γλώσσα που ούτε συμιακά ήταν ούτε αθηναϊκά, και να κρύβουμε το γλωσσικό μας ιδίωμα που είναι ωραίο, έχει μέσα ομηρικές λέξεις, έχει δωρικές λέξεις, η σύνταξη είναι δωρική. Χαθήκανε τοπικά ιδιώματα σε όλη την Ελλάδα επειδή κανένας δεν μας ενθάρρυνε. Εγώ δεν έχασα ποτέ την προφορά μου – ειδικά όταν μιλάω με συμπατριώτες».