Το καλοκαίρι σε ένα νησί όπως η Σύμη είναι μαγικό. Τόση ξεγνοιασιά, τόση χαρά, μπάνια, βόλτες, αναμνήσεις που μένουν για πάντα μες στο μυαλό ενός νέου. Θα αναρωτηθεί κανείς τι μπορεί να κάνει κάποιος σε αυτό το μικρό νησί το καλοκαίρι. Και όμως! Υπάρχουν πολλές διασκεδαστικές εμπειρίες για μικρούς και μεγάλους.
Σαν μια 16χρονη που ζει στο μικρό αυτό νησί, μια μαγική εμπειρία το καλοκαίρι που έχω ζήσει είναι ο γύρος του νησιού. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει να εξερευνήσεις τη Σύμη με καραβάκι κάνοντας ολόκληρο τον κύκλο του νησιού. Εξάλλου η Σύμη, σαν νησί που είναι, έχει απέραντη θάλασσα προφανώς και παραλίες που δεν είναι προσβάσιμες με αυτοκίνητο.
Το καΐκι λοιπόν αυτό είναι του πατέρα μου. Ποτέ δεν πηγαίνω για δουλειά ή για να τον βοηθήσω, πάω μόνο και μόνο για μπάνιο! Νομίζω δε ότι ο καθένας αυτό θα έκανε στη θέση μου… Το καΐκι μας δεν σταματά πάντα στις ίδιες παραλίες και όλες είναι όμορφες, αλλά εγώ προτιμώ να πηγαίνω το ταξίδι τις Τετάρτες: τα πέντε σημεία που σταματά είναι από τα πιο αγαπημένα μου.
Συνάντηση με τον Mr Alex!
Ξεκινάμε λοιπόν στις 10.30 από τον Γιαλό (το λιμάνι της Σύμης) και σε 20 λεπτά ταξίδι φτάνουμε στην πρώτη στάση, το Μαρόνι. Με το που φτάνει το καΐκι κάνω την πρώτη μου βουτιά από ψηλά. Παρ’ όλο που είναι ακόμα πολύ πρωί, κάνει ζέστη και τα κρυστάλλινα νερά είναι τόσο υπέροχα στην αίσθηση που αφήνουν! Ανεβαίνω πάλι στο καΐκι, πιάνω τη μάσκα και τον αναπνευστήρα μου και ξανακατεβαίνω αναζητώντας κοχύλια. Δεν θέλω να φύγω αλλά ταυτόχρονα ανυπομονώ για την επόμενη στάση μας.
Σε 30 λεπτά φεύγουμε για τη Φωκοσπηλιά. Λες να είμαστε τυχεροί εφέτος; Και ναι! Βλέπω για πρώτη φορά τη φώκια την οποία ο πατέρας μου την ονομάζει Mr Alex. Δεν έρχονται συχνά – μόνο τον Ιούνιο. Η απόσταση από το Μαρόνι μέχρι τη Φωκοσπηλιά είναι μόλις 10 λεπτά. Φτάνουμε λοιπόν και ξανακάνω βουτιά: η αγαπημένη μου αίσθηση εκεί είναι ότι μπορώ να μπω και μέσα στη σπηλιά, στην οποία έχει δημιουργηθεί μια μικρή παραλία.
Αν παρατηρήσει κανείς, οι επισκέπτες – όπως και εγώ – κάνουν πύργους από πέτρες και έτσι όλη η σπηλιά έχει γεμίσει με μικρά πυργάκια. Κάθομαι στη σπηλιά για 5 λεπτά και βγάζω με την παρέα μου πολλές φωτογραφίες με την αδιάβροχη κάμερα. Συνήθως πάω με παρέα για να είναι ακόμα πιο διασκεδαστική η μέρα. Αλλα 30 λεπτά περνούν και γυρνάω σιγά-σιγά στο καΐκι. Ξαπλώνω στα στρώματα και αναχωρούμε για την επόμενη στάση, τον Αγιο Βασίλη, που είναι η αγαπημένη μου.
Κολύμπι στον… ουρανό!
Στον Αγιο Βασίλειο τα νερά δεν είναι στο συνηθισμένο μπλε της θάλασσας, είναι γαλανά σαν τον ουρανό. Πιστεύω, αν πάει κανείς εκεί, θα τη θεωρήσει την αγαπημένη του παραλία. Νιώθω ότι κολυμπώ στον ουρανό! Βέβαια τα νερά είναι λίγο παγωμένα αλλά ξεχνιέμαι. Βγαίνουμε με τους φίλους μου στη στεριά κολυμπώντας, αφού η παραλία αυτή δεν έχει προβλήτα και το καΐκι έχει αράξει στα ανοιχτά. Παλεύω με τα κύματα στην ακρογιαλιά. Γελάμε και ξεφωνίζουμε κάθε φορά που ένα μεγάλο κύμα μάς σέρνει προς τα έξω στην άμμο ή μας παρασέρνει προς τη θάλασσα. Ακούμε την κόρνα από το καΐκι, σφυρίζει για να φύγουμε, και εμείς κάνουμε κόντρες μέχρι το καΐκι για να βγάλουμε νικητή ποιος έφτασε πρώτος (φτάνω πάντα τελευταία).
Το καΐκι φεύγει με προορισμό το Σεσκλί και αυτή η διαδρομή παίρνει καμία ώρα, οπότε όλοι κοιμόμαστε ή αγναντεύουμε τη θάλασσα μέχρι να φτάσουμε. Πρέπει να πάρουμε και δυνάμεις εξάλλου, η μάχη με τα κύματα δεν ήταν τόσο εύκολη!
Το καΐκι αράζει στο Σεσκλί που είναι ένα μικρό νησάκι δίπλα από τον Πανορμίτη, βγαίνω στη στεριά και πάμε να πιάσουμε τραπέζι κάτω από τα δέντρα. Αφήνουμε τα πράγματά μας και τρέχουμε για μπάνιο. Πόσο μου αρέσει η θάλασσα εκεί! Εχει χρυσή άμμο και κάθε φορά τη βγάζω φωτογραφία – θα καταφέρω ποτέ άραγε να φωτογραφίσω το πραγματικό χρώμα; Κολυμπάμε με μάσκες και παίζουμε με την μπάλα του volley στη θάλασσα. Περνάμε φανταστικά, κάνουμε μακροβούτια, κάνουμε βουτιές από την προβλήτα, μαζεύουμε κοχύλια. Ακούμε τη φωνή του μπαμπά μου και όπως όλοι οι τουρίστες, έτσι και εμείς πηγαίνουμε κάτω από δέντρα: το φαγητό είναι έτοιμο! Με το που φτάνουμε, μας περιμένει ένας μεγάλος μπουφές με φρέσκα φαγητά και κοτόπουλα στη σούβλα που ψήνει ο αδελφός μου. Και εγώ πεινάω σαν λύκος: όλες αυτές οι βουτιές και τα παιχνίδια με έχουν ξεθεώσει. Τρέχω να μπω στη σειρά και με το πιάτο στο χέρι διαλέγω νοητά το φαγητό μου και τι να πρωτοδιαλέξω με τέτοια ποικιλία; Χωριάτικη σαλάτα, πατατοσαλάτα, μακαρόνια με σάλτσα, γίγαντες στο φούρνο με τυρί, παντζάρια, φασολάκια με σκόρδο, ρύζι με λαχανικά, τζατζίκι, κοτόπουλο… Τα μαγειρεύει ο μπαμπάς μου κάθε μέρα μέσα στο καΐκι και μοσχομυρίζουν καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής. Χορτάτη πια και γλαρωμένη από τον ήλιο, πάω στα ρηχά νερά της παραλίας για να δροσιστώ λίγο.
Το ταξίδι του γυρισμού
Καθόμαστε περίπου 2 με 2,5 ώρες στο Σεσκλί, ξεκουραζόμαστε και κατά τις 4 φεύγουμε. Αν έχει χώρο, πάμε μπροστά-μπροστά στα καθίσματα και βγάζουμε τα πόδια έξω από τα κάγκελα για να μας βρέχουν τα κύματα. Μισή ώρα διαδρομή, βλέπω τα κύματα και τη θάλασσα που είναι απέραντη. Αχ, τώρα θυμάμαι για πρώτη φορά να ξαναβάλω αντηλιακό! Δεν πειράζει, θα γυρίσω σαν τον αστακό, εξάλλου αυτό είναι το χρώμα του καλοκαιριού! Φτάνουμε στην τελευταία στάση (και αυτή αγαπημένη – όλες είναι αγαπημένες μου). Αϊ-Γιώργης ο Δυσάλωνας: Οσο και αν έχεις μπουχτίσει θάλασσα, δεν μπορείς να δεις αυτά τα νερά και να μη βουτήξεις. Τα νερά είναι τόσο διάφανα που βλέπεις τα ψάρια στον βυθό 20 μέτρα κάτω. Η παραλία έχει ένα μεγάλο γκρεμό που κρύβει τον ήλιο τώρα πια, όμως η θάλασσα παραμένει ζεστή. Κάνουμε βουτιές και μακροβούτια, συναγωνιζόμαστε ποιος θα πάει πιο μακριά με μία ανάσα, θέλουμε αυτές οι στιγμές να κρατήσουν για πάντα, όμως είναι ώρα να φύγουμε.
Ο γύρος τελειώνει. Στο καΐκι μοιράζουν καρπούζι: στα αλατισμένα μας χείλη μοιάζει πιο γλυκό και από μέλι. Κλείνω τα μάτια και προσπαθώ να κρατήσω για πάντα μέσα μου φυλαγμένες τις μυρωδιές, τα χρώματα, τη γεύση αυτής της μέρας. Με κυριεύει η κούραση αλλά και μια θλίψη. Τελείωσε και αυτός ο γύρος….