Στο άκουσμα του τόπου καταγωγής μας, οι περισσότεροι άνθρωποι αναφωνούν ένα «Α!» συνοδευόμενο από έκδηλη έκπληξη, συμπληρώνοντας κάποτε ένα «Πω, Πω! Μα αυτό είναι πολύ μακριά!». Πράγματι η πόλη μας βρίσκεται μακρύτερα σε σχέση με τα περισσότερα μέρη της υπόλοιπης χώρας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο της Ελλάδας, στα σύνορα με την Τουρκία. Το ότι βρίσκεται τόσο μακριά οι πιο πολλοί το γνωρίζουν. Αυτό που δεν γνωρίζουν, ωστόσο, είναι η εξίσου μακρά και πολύπαθη ιστορία που έχει να αφηγηθεί αυτός ο μακρινός, μεθοριακός τόπος.
«Σούφι» όπως ιερωμένος
Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς χτίστηκε το Σουφλί, και η ονομασία του, πιθανόν, προέρχεται από την τουρκική λέξη «σούφι», που σημαίνει λόγιος, ιερωμένος. Ηταν οργανωμένη κοινωνία τουλάχιστον από τις αρχές του 18ου αιώνα, αν και υπάρχει πληροφορία ότι οι Οθωμανοί κατέκτησαν το Σουφλί ήδη από το 1371 ή 1372. Το 1667 ο τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή αναφέρει για πρώτη φορά το Σουφλί στα συγγράμματά του. Περί τα τέλη του 18ου αιώνα, αποτέλεσε καταφύγιο για τους κατατρεγμένους Ελληνες, κατοίκους της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, οι οποίοι μετανάστευσαν εδώ για να διαφύγουν από τη σκληρή εξουσία του Αλή Πασά. Βέβαια, οι Σουφλιώτες, αν και πολύ κοντά στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεν δίστασαν να πάρουν μέρος στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821, όπως αποδεικνύεται από τη λογοτεχνία, την ονοματοποιία περιοχών και την ύπαρξη αντικειμένων που χρονολογούνται από εκείνη την περίοδο.
Το τρένο που άλλαξε τα πάντα
Με τη διέλευση της σιδηροδρομικής γραμμής που ένωνε την Ευρώπη με την Κωνσταντινούπολη, και τη δημιουργία του σιδηροδρομικού σταθμού το 1870, άρχισε η μεγάλη ακμή της πόλης. Γνωρίζουμε ότι το 1870 λειτουργούσε θεατρικός όμιλος στο Σουφλί, ενώ το 1877 στο Σουφλί ζούσαν 1.200 οικογένειες και λειτουργούσαν δύο σχολεία με 300 μαθητές, εκ των οποίων οι 30 ήταν κορίτσια. Το 1900 αριθμούσε περί τους 10.000 κατοίκους, οπότε και δημιουργήθηκαν μουσικοί όμιλοι (μαντολινάτα παγκοσμίου φήμης και μπάντα πνευστών), φιλόπτωχα σωματεία, σύλλογοι και συντεχνίες επαγγελματιών. Στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν το διοικητικό κέντρο μιας πλούσιας περιοχής που εκτεινόταν και από τις δύο πλευρές του Εβρου. Τότε, εκσυγχρονιστικές προσπάθειες οδήγησαν στη δημιουργία μεγάλων οικοδομημάτων για την εκτροφή του μεταξοσκώληκα, καθώς η επεξεργασία του μεταξιού ήταν οικιστική απασχόληση μέχρι τη δημιουργία των εργοστασίων. Το 1920-21 λειτουργεί το Γυμνάσιο Σουφλίου στο εμβληματικό κτίριο όπου οι Γάλλοι χρησιμοποιούσαν ως τελωνείο. Μεταξύ 1920 και 1930 λειτουργεί το μεταξουργείο των αδελφών Τζίβρε, ιδρύεται Νυχτερινή Σχολή, Οικοκυρική Σχολή, σχολή Ταπητουργίας καθώς και τέσσερα δημοτικά σχολεία.
Ο αγώνας για την ανεξαρτησία
Το Σουφλί έχει συγκεκριμένο μερίδιο στην ιστορία της πατρίδας μας. Συμμετείχε στον αγώνα για την ανεξαρτησία της Θράκης και βρέθηκε υπό βουλγαρική κατοχή το 1913, η οποία τερματίστηκε με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1918. Στις 14 Μαΐου 1920 τα ελληνικά στρατεύματα μπήκαν θριαμβευτικά στη Θράκη διατρανώνοντας τη βούληση του Ελευθερίου Βενιζέλου για την ένταξη της Θράκης στον κορμό του ελληνικού κράτους. Κατά τη μεγάλη εθνική καταστροφή του 1922-23, το Σουφλί κατακλύστηκε από πρόσφυγες. Ο πληθυσμός του εκείνη την περίοδο ανήλθε στους 15.000 κατοίκους. Την εποχή εκείνη, και σε αναζήτηση νέων επαγγελματικών αλλά και εξαιτίας της απώλειας σημαντικού ποσοστού γης, το Σουφλί, από αμιγώς αγροτική πόλη, έγινε η πόλη των εμπόρων και των τεχνιτών. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Σουφλί βρέθηκε υπό γερμανική κατοχή, μέχρι και τον Αύγουστο του 1944, από τις λίγες περιοχές της Θράκης, καθώς οι περισσότερες έζησαν τη βουλγαρική κατοχή.
Ο μεταξοσκώληκας και η φήμη του
Παράλειψή μας θα ήταν να μην αναφερθούμε, βέβαια, στο σήμα κατατεθέν της πόλης μας, τον μεταξοσκώληκα, που κατάφερε να κάνει γνωστό το Σουφλί στα πέρατα της οικουμένης. Η σηροτροφία και μεταξουργία υπήρξε και παραμένει – σε πιο περιορισμένο βαθμό, βέβαια – μια δραστηριότητα άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία του τόπου, την αρχιτεκτονική των κτιρίων του αλλά και την οικονομική ζωή. Η ανάπτυξη της σηροτροφίας επέδρασε στην αρχιτεκτονική και στη χωροταξία της πόλης, καθώς τα γνωστά κουκουλόσπιτα ή «Μπιτζικλίκια» στη σουφλιώτικη διάλεκτο, όπου για δύο μήνες άνθρωποι και μεταξοσκώληκες συμβίωναν, προσδίδουν στην πόλη ένα παραδοσιακό ύφος.
Με τη Συνθήκη της Λωζάννης, το Σουφλί στερήθηκε μεγάλο μέρος της καλλιεργήσιμης γης στην ανατολική όχθη του ποταμού. Κέρδισε, όμως, σε πληθυσμό, καθώς στην ευρύτερη περιοχή ήρθαν και εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, αφού ήταν ο πιο κοντινός νομός. Η ανάπτυξη της μεταξουργίας, της αμπελουργίας και του πνεύματος ενισχύθηκε από την παρουσία των προσφύγων. Τα εργοστάσια απέκτησαν εργατικό δυναμικό το οποίο πρωτοστάτησε στο εργατικό κίνημα και στις πρώτες απεργίες που έγιναν στην Ελλάδα και στον νομό τη δεκαετία του 1930. Μετά το 1935, οι επιπτώσεις της διεθνούς οικονομικής κρίσης φαίνονται και στο Σουφλί όπου η ανεργία των εργατών και των εργατριών θα οδηγήσει σε κινητοποιήσεις με τη γνωστή απεργία του 1933 αλλά και το κίνημα των σηροτρόφων το 193. Η εξουσία αντέδρασε άμεσα με φυλακίσεις, εξορίες, ως προάγγελο της δεκαετίας του 1940, κατά την οποία το Σουφλί κακόπαθε και ιδιαίτερα στην περίοδο του Εμφυλίου. Στα χρόνια της Κατοχής το Σουφλί ανήκε στη γερμανοκρατούμενη ζώνη του νομού. Τα εργοστάσια μεταξουργίας που βρίσκονταν στα χέρια εβραίων βιομηχάνων έκλεισαν και η οικονομική δυσπραγία ήταν ολοφάνερη, όπως και σε όλη την Ελλάδα
Τέλος, σημειώνουμε ότι κυρίαρχες στη ζωή των Σουφλιωτών τού χθες, υπήρξαν συγκεκριμένες μορφές ψυχαγωγίας και κοινωνικών δραστηριοτήτων. Από τις πιο προσφιλείς διασκεδάσεις ήταν ο μαχαλάς, οργανωμένος από γυναίκες για γυναίκες σε σπίτια συνοδεία κάποιου εργόχειρου αλλά και το νυχτέριο που αφορούσε συνάθροιση συγγενών και φίλων στο σπίτι, με φαγητό και ποτό, τραγούδι και χορό αλλά και άφθονα «μασάλια», σκωπτικές, αθυρόστομες ιστορίες, δηλαδή, στην ιδιαίτερη ντοπιολαλιά της περιοχής.