Πώς να χωρέσεις σε λίγες λέξεις τον απόλυτο τρόμο; Πώς να ξαναζήσεις τις στιγμές που νόμιζες ότι από στιγμή σε στιγμή όλα ήταν έτοιμα να χαθούν; Πώς να γράψεις για τις ορατές ακόμη πληγές; Δεκαπέντε μαθητές και μαθήτριες του σχολείου μας βρίσκουν τη δύναμη να μιλήσουν σε πρώτο πρόσωπο για το πώς βίωσαν τις περσινές φωτιές στον Εβρο.
Χριστίνα Δαλαβέρα:
«Αυτό που θυμάμαι πιο έντονα από τις ημέρες εκείνες ήταν το πρωτόγνωρο συναίσθημα του φόβου. Ενας φόβος ανάμεικτος με ανημπόρια. Κατάλαβα με σκληρό τρόπο τη μικρότητα του ανθρώπου και την ελάχιστη σημασία που έχει οτιδήποτε υλικό σε τέτοιες στιγμές. Τρόμος! Μπορεί την τελευταία στιγμή ο αέρας να γύρισε και το Σουφλί να γλίτωσε την καταστροφή, όμως το δάσος πάνω στον οικισμό; Η εξοχή της Πρωτομαγιάς; Η πεζοπορία που καθάριζε το μυαλό, όταν το διάβασμα έπεφτε βαρύ; Τα πεύκα, τα φυτά, τα ζώα; Ολα αυτά; Στάχτη… Οταν πήγα μετά την κατάσβεση να δω τι είχε μείνει από τη φωτιά, στα μάτια μου ήρθαν δάκρυα, αβίαστα και χωρίς να μπορώ να σταματήσω… Φρίκη… Πώς θα ξαναγίνουν όλα όπως πριν; Θα προλάβω να δω ξανά το δάσος όπως ήταν;..».
Χριστίνα Γιαννακοπούλου:
«Εδώ και μερικά χρόνια παρατηρούμε πολλές φωτιές κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού στη χώρα μας με τεράστιες απώλειες, όπως στο Μάτι και στην Εύβοια. Μέχρι το περασμένο καλοκαίρι δεν μπορούσαμε να μπούμε στη θέση αυτών των ανθρώπων και να νιώσουμε την οδύνη και τον πόνο τους, γιατί η θέαση όλων των γεγονότων από την οθόνη διαφέρει από το πραγματικό βίωμα. Αυτό όμως που ζήσαμε στον Εβρο ήταν ένας εφιάλτης. Από τη μια νιώθαμε οργή και θυμό, καθώς δημοσιεύονταν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διάφορα για τις αιτίες των πολλών εστιών φωτιάς, και από την άλλη έκπληξη για αυτό που συνέβαινε. Ενιωσα ευάλωτη, να απειλείται η ζωή μου, η ύπαρξή μου βλέποντας τον τόπο μου να τυλίγεται στις φλόγες, χωρίς να μπορούμε να κάνουμε κάτι. Ηταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να μου συμβεί».
Εριέττα Καραμπάτσα:
«Οταν η φωτιά πλησίασε στο Σουφλί και οι φλόγες τύλιξαν τα περίχωρα ένιωσα για πρώτη φορά ότι μια ανίκητη δύναμη απειλεί εμένα και τον όμορφο τόπο μου. Ειδικά όταν ήρθε το μήνυμα να είμαστε σε ετοιμότητα εκκένωσης, ένιωσα τον φόβο του πολέμου. Πώς θα αποχωριζόμουν το σπίτι μου, τον τόπο μου; Πού θα πήγαιναν όλα όσα θεωρούσα δεδομένα; Πώς θα ξημέρωνε η επόμενη μέρα; Μακάρι ποτέ κανείς να μη βιώσει κάτι ανάλογο!».
Μαχμούτ Αλή Αϊφέρ:
«Ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να ελέγχει τα περισσότερα πράγματα γύρω του, αλλά όχι τις φυσικές καταστροφές, όπως τη φωτιά. Πονούσε η καρδιά μας για το δάσος, τα αμπέλια, τα ζώα και τα σπίτια που κάηκαν. Υπήρχε ανασφάλεια για όλους είτε ήμασταν κοντά στις εστίες είτε μακριά. Ηταν μια κατάσταση που ούτε στον εχθρό μας δεν ευχόμασταν».
Σεφικά Δεμερτζή:
«Δεν φανταζόμασταν ότι θα πλησίαζε το χωριό μας, γιατί ήταν μακριά η φωτιά, αλλά μέχρι το βράδυ πλησίασε τόσο που ο ουρανός είχε βαφτεί κόκκινος. Οι άντρες περίμεναν με τα λάστιχα, για να βρέξουν τον τόπο και εγώ ήμουν έτοιμη να σώσω τα σκυλιά. Φοβόμουν πολύ και κυρίως για τον αδερφό μου που ήταν στον στρατό μήπως πάθει κάτι, γιατί ήταν στις φωτιές».
Νικολέτα Γιαννακοπούλου:
«Οταν ήρθε ο μπαμπάς μου το βράδυ και μας είπε να ετοιμάσουμε έναν σάκο με ρούχα έπαθα σοκ, έτρεμα. Ηρθαν 2 με 3 μηνύματα ετοιμότητας, περνούσαν τα περιπολικά από τη γειτονιά μας που βρίσκεται στην άκρη του Σουφλίου και περιμέναμε με ανυπομονησία μέχρι τα μεσάνυχτα να δούμε τι θα γίνει».
Αρίφ Σαλήογλου:
«Ολα τα αγόρια ήμασταν έτοιμοι με τα τρακτέρ και τα βαρέλια γεμάτα με νερό. Ολο το χωριό ενωμένο, όλοι μαζί περιμέναμε να αντιμετωπίσουμε τον εχθρό. Αλλοι έκλαιγαν, άλλοι ήταν στενοχωρημένοι, άλλοι έδιναν κουράγιο ότι τίποτα κακό δεν θα συμβεί».
Σταυρούλα Βαβάκα:
«Ο πατέρας μου δουλεύει στον στρατό και ήταν αναγκασμένος να είναι στη φωτιά με τους πυροσβέστες. Οταν μας τηλεφώνησε και μας είπε ότι η φωτιά πλησιάζει το Μοναστήρι της Κορνοφωλιάς πανικοβληθήκαμε. Αισθάνθηκα τρομερό φόβο και στενοχώρια, διότι αυτό το μέρος είναι ιερό για εμάς και το επισκεπτόμασταν από όταν ήμουν μικρή. Βλέπαμε τη φωτιά από το μπαλκόνι, να πέφτουν στάχτες παντού, χιόνιζε στάχτη και πευκοβελόνες παντού και νιώθαμε εγκλωβισμένοι. Ο καπνός είχε καλύψει τα πάντα, ο ουρανός είχε γίνει κόκκινος και παντού απλωμένη η απελπισία. Ευτυχώς η επόμενη μέρα ξημέρωσε με ευχάριστα νέα!».
Αποστολία Δημισκίδη:
«Ανησυχούσα, πολύ, φοβόμουν για τον πατέρα μου που πήγε εθελοντής να βοηθήσει τους πυροσβέστες. Μύριζε παντού καπνός και η απλωνόταν η οσμή του καμένου».
Φοίβος Μπλίτσας:
«Το καλοκαίρι ζήσαμε μία μεγάλη οικολογική καταστροφή λόγω των παρατεταμένων πυρκαγιών. Δεν μπορώ να περιγράψω με λόγια το συναίσθημα του φόβου που ένιωσα και ούτε μπορεί κάποιος να το καταλάβει αν δεν το βιώσει. Παρακολουθώντας τη φωτιά για μέρες να καίει το δάσος της Δαδιάς που για εμάς είναι ένας θησαυρός, να καίει αμπέλια και καλύβες, να πλησιάζει τα χωριά, να απειλεί επιχειρήσεις σημαντικές για τον τόπο μας φοβήθηκα πολύ».
Ηλίας Παπαευαγγέλου:
«Εγώ δεν μπορούσα να μείνω άπραγος και για αυτό με τον πατέρα μου όταν η φωτιά πλησίαζε στο χωριό Γιαννούλη και μετά στο Σουφλί βοηθούσαμε με το φορτηγό μας και μεταφέραμε νερό, για ανεφοδιασμό των πυροσβεστικών οχημάτων».
Γιώργος Παπαζίκας:
«Η εμπειρία μου από τη φωτιά ήταν τραγική. Στο χωριό μου, τα Λάβαρα, 5 φορές ξεκίνησε πυρκαγιά σε διάστημα 15 ημερών και προκάλεσε άγχος και δυστυχία. Αλλά υπήρχε και κάτι «καλό», καθώς ο κίνδυνος της φωτιάς ένωσε τους κατοίκους, οι οποίοι έτρεχαν να σώσουν τις περιουσίες του γείτονα, να αγωνιούν όλο το βράδυ μην αναζωπυρωθεί και δημιουργήσει μεγαλύτερα προβλήματα, να παραστέκεται ο ένας δίπλα στον άλλον. Εγώ ως 15χρονος που για πρώτη φορά αντιμετώπισα έναν πραγματικό κίνδυνο στη ζωή μου συγκλονίστηκα. Μέσα από την οθόνη της τηλεόρασης όλα είναι διαφορετικά, πολύ μακριά, ενώ τώρα έπρεπε να αντιμετωπίσω και διαχειριστώ τον φόβο, την αγωνία. Τώρα όλα πέρασαν, αλλά αυτό που θα μείνει χαραγμένο στην ψυχή μου θα είναι αυτή η ένωση των ανθρώπων μπροστά στον κοινό εχθρό της φωτιάς που μας έδωσε τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουμε τη λαίλαπα της πυρκαγιάς 5 φορές».
Αναστασία Μέρμηγκα:
«Το καλοκαίρι που πέρασε, άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά του – και όχι με θετικό πρόσημο – σε όλους του κατοίκους του Εβρου και της ευρύτερης περιοχής του Σουφλίου. Οι παρατεταμένες πύρινες λαίλαπες σημάδεψαν τον τόπο και την ψυχή μας. Κανείς μας δεν μπορεί να ξεχάσει τη στιγμή που το μέτωπο της φωτιάς, ορατό από παντού, κατευθυνόταν απειλητικά πια στο σπίτι του! Δαδιά, Λευκίμμη, Σουφλί, Γιαννούλη, Σιδηρώ, Λάβαρα απέκτησαν ξαφνικά υπόσταση στον εθνικό χάρτη γιατί… απειλούνταν από ένα μέτωπο που κατάκαψε τα πάντα μέχρι την Αλεξανδρούπολη και τα περίχωρά της».
Αναστασία Μπαμπάκα:
«Για όσους μαθητές μένουν στη Δαδιά η εμπειρία δεν ήταν πρωτόγνωρη. Και το προηγούμενο καλοκαίρι παλέψαμε με φλόγες, κλάψαμε για την πανίδα, τη χλωρίδα, τα αρπακτικά μας, τα καρτάλια μας. Και ακούσαμε υποσχέσεις και σχέδια για να μην το ξαναζήσουμε! Αχ και να ξέραμε τι θα ακολουθούσε! Αυτό στο θέατρο έχει και όνομα: τραγική ειρωνεία! Και οι τραγικοί ήρωες, που υποφέρουμε εξαιτίας κρατικών παραλείψεων, καιρικών φαινομένων, θεών και δαιμόνων, γραφειοκρατίας ή κωλυσιεργίας, ευθυνών και ευθύνης, όλοι εμείς. Στο ίδιο έργο θεατές».
Ανθή Ιωαννίδη:
«Σύννεφα καπνού κάλυψαν τον τόπο και τις ψυχές μας. Κάηκε το σπίτι σου; Η απάντηση δεν είναι καθόλου εύκολη. Μπορεί να σώθηκαν τα σπίτια των περισσοτέρων αλλά κάηκε η ψυχή μας. Και μαζί η ελπίδα να μείνουμε σε έναν τόπο που ούτως ή άλλως δημογραφικά ψυχορραγεί. «Είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε δίπλα σε ένα πτώμα, θρηνώντας στη μνήμη του» λένε πολλοί μεγαλύτεροι σε ηλικία που δεν πρόκειται να το δουν να αναστηθεί στο υπόλοιπο της δικής τους ζωής.
Ταυτόχρονα, απειλείται η βιωσιμότητα μικρών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνταν στον τομέα της πρωτογενούς παραγωγής αλλά και του εναλλακτικού τουρισμού. Κι ο φόβος;
Παράθυρο με θέα τη φωτιά! Αυτή την «προνομιακή» θέα την είχαμε όλοι, ακούγοντας από τα μέσα ενημέρωσης για τη θλιβερή πρωτιά μας: «Η μεγαλύτερη φωτιά της Ευρώπης» σε έναν από τους πιο αραιοκατοικημένους, με γερασμένο πληθυσμό, τεράστια ανεργία και πλείστα άλλα προβλήματα, νομό της Ελλάδας. Και η φράση που καίει στα χείλη όλων δεν είναι μόνο το «τις πταίει» αλλά και «το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού» ή, όπως θα προσθέταμε, πολιτικών ανδρών σοφών!».