Μετά την ήττα των ιταλών φασιστών στο ελληνοαλβανικό μέτωπο και την αναπτέρωση της ελπίδας των Συμμάχων για την πρώτη νίκη εναντίον των δυνάμεων του Αξονα, ο Χίτλερ, για να περισώσει το στρατιωτικό κύρος της συμμαχίας του, διέταξε την επίθεση κατά της Ελλάδας στις 6 Απριλίου του 1941. Οι Γερμανοί επιτέθηκαν με αεροπορία, πεζικό, τανκς, καταδρομείς σε όλη τη γραμμή των οχυρών της Βόρειας Ελλάδας, αλλά συνάντησαν αναπάντεχη για αυτούς αντίσταση. Η ιστορία της «Μάχης των οχυρών» συνδέθηκε, μεταγενέστερα, με τον αγώνα του οχυρού Ρούπελ, του μεγαλύτερου από τα οχυρά της «Γραμμής Μεταξά» που υπεράσπιζε τη στρατηγικής σημασίας στενωπό του Ρούπελ. Η απάντηση του αντισυνταγματάρχη Γεωργίου Δουράτσου, διοικητή του Ρούπελ (το 1941), στην απαίτηση των Γερμανών για παράδοση του οχυρού «Τα οχυρά δεν παραδίνονται, καταλαμβάνονται», η επιτυχής αντίστασή του και οι μεγάλες απώλειες που προκάλεσε στους Γερμανούς συνετέλεσαν ώστε το όνομα του οχυρού να ταυτιστεί με όλη την οχυρωμένη τοποθεσία και να περάσει στον χώρο του μύθου και από εκεί στον χώρο της λογοτεχνίας.
Μια ακόμη ηρωική μορφή των οχυρών είναι ο τότε έφεδρος λοχίας Δημήτριος Ιτσιος με καταγωγή από τα Α. Πορρόια Σερρών, ο οποίος έμεινε στην Ιστορία για τη γενναιότητα και την ανδρεία του στη μάχη, καθώς τον συνεχάρη για αυτές ο ίδιος ο επικεφαλής των γερμανικών στρατευμάτων, πριν τελικά τον τουφεκίσουν.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.