Το τέλος κάθε σχολικής χρονιάς φέρνει εμάς τους μαθητές και τις μαθήτριες, ιδίως της Β’ Λυκείου, μπροστά σε κρίσιμα ερωτήματα που σχετίζονται με το μέλλον μας. Θα μπορέσουμε να αντεπεξέλθουμε στις απαιτήσεις των πανελλαδικών εξετάσεων; Θα πετύχουμε τον στόχο μας, δηλαδή την εισαγωγή στη σχολή που έχουμε επιλέξει; Θα μπορέσουμε να ασκήσουμε το επάγγελμα που ονειρευόμαστε; Μήπως αυτό που μας περιμένει είναι η ανεργία, η υποαπασχόληση ή η ετεροαπασχόληση, όπως συμβαίνει με πολλούς άλλους νέους και νέες, αποφοίτους πανεπιστημιακών σχολών; Μήπως τελικά η καλύτερη λύση είναι να φύγουμε για το εξωτερικό;

Η αλήθεια είναι πως πολλοί νέοι στις μέρες μας αποφασίζουν να εγκατασταθούν σε κάποια χώρα του εξωτερικού και να συνεχίσουν εκεί τις σπουδές τους, μόλις τελειώσουν το Λύκειο.

Δεν είναι μόνο η φοίτηση σε κάποιο φημισμένο πανεπιστήμιο και η ενδεχόμενη υπεραξία των πτυχίων ο μόνος λόγος που τους ωθεί προς αυτή την επιλογή. Είναι κυρίως το εκπαιδευτικό σύστημα στη χώρα μας που θεοποιεί τις πανελλαδικές εξετάσεις και δημιουργεί ασφυκτικές συνθήκες πίεσης σε δεκαεξάχρονα και δεκαεπτάχρονα παιδιά, ώστε να επιτύχουν σε αυτές, αν επιτύχουν.

Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που στο όνομα των πανελλαδικών έχει κινδυνέψει η ψυχική υγεία συνομηλίκων μου υποψηφίων, ενώ η πιο συναρπαστική περίοδος της ζωής μας, η εφηβεία, ως άλλη Ιφιγένεια θυσιάζεται στον βωμό του διαβάσματος.

Ακόμη όμως και αν η φυγή στο εξωτερικό, λόγω του εκπαιδευτικού συστήματος, δεν είναι επιλογή κάποιου, η προσπάθειά του στη συνέχεια να αποκατασταθεί επαγγελματικά συναντά αξεπέραστες δυσκολίες, με αποτέλεσμα να οδηγείται στη μετανάστευση.

Σχεδόν όλοι μας έχουμε κάποιον συγγενή, φίλο ή γνωστό που, αν και εφοδιασμένος με πτυχιακούς και μεταπτυχιακούς τίτλους, έχει φύγει για το εξωτερικό, καθώς στη χώρα μας οι ελπίδες για επαγγελματική αποκατάσταση είναι μηδαμινές και η ανεργία παραμονεύει.

Ακόμη και αν κάποιος καταφέρει να βρει δουλειά, ακόμη και αν η δουλειά του είναι σχετική με το αντικείμενο των σπουδών του, η αμοιβή του θα είναι χαμηλή και το ωράριο εξοντωτικό. Ας μη μας φαίνεται λοιπόν περίεργο που πολλοί επιστήμονες φεύγουν σε χώρες στις οποίες μπορούν να έχουν μια άνετη ζωή με μεγαλύτερους μισθούς και με καλύτερες συνθήκες εργασίας. Αυτή είναι η απογοητευτική εικόνα που αντικρίζουμε όταν προσπαθούμε να δούμε το μέλλον μας. Η απογοήτευση γίνεται ακόμη μεγαλύτερη όταν προχωρούμε σε σύγκριση με συνομηλίκους μας στο εξωτερικό, οι οποίοι έχουν λυμένα όλα αυτά τα μεγάλα ζητήματα που μας ταλαιπωρούν. Λογικό είναι, επομένως, να σκεφτόμαστε πολλοί από εμάς, και μεταξύ αυτών και εγώ, την περίπτωση εγκατάστασης σε μια άλλη χώρα, αν μας δοθεί η ευκαιρία, ώστε να αποφύγουμε την οδυνηρή διαδικασία των πανελλαδικών και να κάνουμε πραγματικότητα τα όνειρά μας.

Αν οι περισσότεροι ή έστω πολλοί νέοι σκέφτονται να φύγουν, τι θα γίνει τότε η χώρα μας; θα αναρωτηθούν αρκετοί. Σίγουρα, η αγάπη για την πατρίδα μας είναι ένας σημαντικός παράγοντας που μπαίνει στη ζυγαριά και μπορεί να επηρεάσει την απόφασή μας, αλλά κάποιες φορές η χώρα μας γίνεται ο Κρόνος που τρώει τα παιδιά του. Αν η Ελλάδα δεν προχωρήσει σε μετασχηματισμό του εκπαιδευτικού της συστήματος, μετατρέποντάς το από εξεταστικοκεντρικό σε ανθρωποκεντρικό, αν δεν επενδύσει στην Παιδεία, αν δεν έχει το βλέμμα της στραμμένο στο μέλλον και στη νέα γενιά, αν δεν αντιμετωπίσει ουσιαστικά και με πράξεις – και όχι με γενικόλογες υποσχέσεις – τα προβλήματά μας, τότε δεν θα μπορεί να πει ότι έκανε τα πάντα για να μας κρατήσει εδώ.

Της Κωνσταντίνας Κυργιάκη