«Τι μουσική ακούμε;». Ενα ερώτημα που όσο απλό κι αν ακούγεται είναι δύσκολο να απαντηθεί, και όταν συμβαίνει, η απάντηση σπάνια είναι μονολεκτική. Ακούμε μουσική ανάλογα με το πού βρισκόμαστε; Ανάλογα με τη διάθεσή μας; Σε σχέση με το μουσικό όργανο που μαθαίνουμε; Ανάλογα με την εποχή και τις εποχικές εορτές; Ανάλογα με αυτό που προβάλλεται περισσότερο από τα media; Πώς διαμορφώνονται τελικά οι μουσικές μας προτιμήσεις και ποιοι παράγοντες τις καθορίζουν και τις μεταβάλλουν; Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι ακόμα περισσότερα και όλο και πιο σύνθετες οι απαντήσεις τους. Στην έρευνά μας εστιάσαμε σε τρία κεντρικά ερωτήματα.
Απευθυνθήκαμε σε 70 εφήβους ηλικίας από 14 έως 18 ετών από σχολεία της πόλης, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον αριθμό του μαθητικού πληθυσμού κάθε σχολείου, καθώς θέλαμε να αποτυπώσουμε τις προτιμήσεις ενός αντιπροσωπευτικού δείγματος της νεολαίας της πόλης. Πρέπει εδώ να προσθέσουμε ότι η έρευνά μας πραγματοποιήθηκε διά ζώσης και όχι με την αποστολή ερωτηματολογίου μέσω των social media, γιατί θεωρήσαμε ιδιαίτερα σημαντική την προσωπική επαφή. Ουσιαστικά πραγματοποιήσαμε 70 μικρές συνεντεύξεις και για αυτό θέλουμε να ευχαριστούμε θερμά όσους και όσες συμμετείχαν σε αυτές!
«Τι μουσική ακούς και ποιους καλλιτέχνες;»
Μεγάλο μέρος των ερωτηθέντων αναφέρεται σε καλλιτέχνες της rock και pop μουσικής σκηνής, της rap και hip hop σκηνής αλλά και του σύγχρονου ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Ενα μικρότερο ποσοστό αναφέρεται στην trap μουσική σκηνή, στο ρεμπέτικο τραγούδι και στην κλασική μουσική. Οι καλλιτέχνες της pop που αναφέρθηκαν περισσότερες φορές είναι ο Καναδός The Weeknd (Abel Makkonen Tesfaye), ο Αμερικανός Michael Joseph Jackson, η επίσης αμερικανίδα ερμηνεύτρια και τραγουδοποιός Taylor Alison Swift, η Selena Marie Gomez, η Billie Eilish και η Madonna. Σε σχέση με τη rock, ιδιαίτερα δημοφιλή στο δείγμα των ερωτηθέντων ήταν τα συγκροτήματα Nirvana, Black Sabbath και Led Zeppelin, ενώ ως προς τη rap μουσική σκηνή ξεχώρισε η προτίμηση στον Marshall Bruce Mathers, δηλαδή τον Eminem, και στον Tupac Amaru Shakur. Oσον αφορά το σύγχρονο ελληνικό λαϊκό τραγούδι, αυτοί που ξεχωρίζουν είναι οι: Βασίλης Καρράς, Σταμάτης Γονίδης, Ζαφείρης Μελάς, Θέμης Αδαμαντίδης και Στεφανία Γονίδη.
«Από πού ακούς μουσική;»
Στη συντριπτική πλειοψηφία κυριαρχεί η επιλογή των ψηφιακών μέσων μουσικής ακρόασης που σχετίζονται άμεσα με το Διαδίκτυο. Με άλλα λόγια, δεν βρέθηκε κάποιος που να μας πει ότι ακούει μουσική από CD, κασέτες ή δίσκους, τα οποία ήταν τα μέσα που χρησιμοποιούσαν οι προηγούμενες γενιές. Στη γλώσσα των εφήβων φαίνεται πως αυτές οι λέξεις είναι σχεδόν άγνωστες. Ενδιαφέρον προκαλεί επίσης το γεγονός ότι κανένας δεν έδειξε μια κάποια προτίμηση προς το ραδιόφωνο.
Οι νέοι ακροατές χρησιμοποιούν αποκλειστικά τις σχετικές μουσικές πλατφόρμες και εφαρμογές για να ακούν την αγαπημένη τους μουσική. Πρέπει εδώ να παρατηρήσουμε ότι η χρήση των διαδικτυακών μέσων για τη μουσική ακρόαση συνδέεται άμεσα με τη χρήση του κινητού τηλεφώνου και πιο συγκεκριμένα ενός smartphone που ουσιαστικά αντικατέστησε τα παλαιότερα μέσα και τις συσκευές μουσικής αναπαραγωγής. Eτσι, η μουσική διαχέεται μέσα από το Διαδίκτυο και γίνεται αντικείμενο διαχείρισης από τις μουσικές πλατφόρμες, ενώ το κινητό τηλέφωνο καθίσταται ως το κεντρικό μέσο μουσικής ακρόασης.
«Πώς ακούς μουσικη;»
Σε γενικές γραμμές έχουμε δύο κεντρικούς πόλους ακρόασης της μουσικής, τον ενεργητικό και τον παθητικό. Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι κατά βάση όλοι μας είμαστε και τα δύο και είναι σχεδόν αδύνατο να μην είμαστε παθητικοί ακροατές από τη στιγμή που η μουσική βρίσκεται σχεδόν παντού γύρω μας. Ο παθητικός ακροατής είναι αυτός που ακούει τη μουσική εκεί που μπορεί να βρίσκεται με την παρέα του, ενώ παράλληλα μπορεί να κάνει κάποιες δουλειές ή να διαβάζει. Σε γενικές γραμμές η μουσική που ακούει, σε πολλές περιπτώσεις, δεν είναι δικής του επιλογής και εμφανίζεται ως ένα τυχαίο φόντο στην καθημερινότητά του. Αντίθετα, ο ενεργητικός ακροατής είναι αυτός που στοχευμένα κάθεται και ακούει αυτό που έχει επιλέξει. Eχει σαφείς μουσικές προτιμήσεις και αφιερώνει χρόνο σε αυτές. Ακόμα και αυτός που περπατάει, φορώντας τα ακουστικά του για να ακούει μουσική, απομονωμένος από το γύρω περιβάλλον, μια συνηθισμένη εικόνα της σημερινής νεολαίας, εκλαμβάνεται ως ενεργητικός ακροατής.
Είναι σαφές ότι αυτού του είδους η μουσική ακρόαση φανερώνει μια βαθύτερη σχέση με τη μουσική σε αντίθεση με την παθητική ακρόαση. Τα ποσοστά που προέκυψαν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά καθώς βλέπουμε να υπερτερεί κατά πολύ η ενεργητική ακρόαση.
Η μουσική παιδεία και η δυνατότητα επιλογής
Σημαντικό στην έρευνά μας για τη μουσική που ακούν τα παιδιά είναι το συμπέρασμα που αφορά τις προτιμήσεις των νέων με μουσική παιδεία. Αρκετά από τα παιδιά του (μουσικού) σχολείου μας που συμμετείχαν στην έρευνα είχαν διαφορετικές προτιμήσεις από άλλους συνομηλίκους τους. Για παράδειγμα, νέος που διδάσκεται βιολί μάς απάντησε πως ακούει κυρίως Rap μουσική χωρίς να αποκλείει και την ακρόαση του βιολιού. Σε άλλη περίπτωση πήραμε ως απάντηση ότι η κύρια μουσική του προτίμηση είναι το σύγχρονο λαϊκό τραγούδι, ενώ ο συγκεκριμένος μαθητής διδάσκεται φλάουτο. Είναι συμβατά αυτά τα δύο στις παραπάνω περιπτώσεις; Προφανώς και είναι.
Διότι η ποικιλία στον τρόπο έκφρασης των νέων δεν μπορεί να οριστεί μονοδιάστατα. Στη σημερινή εποχή δεν υπάρχει μία επιλογή, ούτε μία έκφραση. Δεν υπάρχει μία μουσική, ούτε ένα όργανο. Οι επιλογές μας διαμορφώνονται από πολλούς παράγοντες και αμέτρητα ερεθίσματα και ο τρόπος ή οι τρόποι έκφρασής μας καθορίζονται από αυτά.
Ετσι, όπως ήταν αναμενόμενο, στο ερώτημα «τι μουσική ακούμε;» τελικά δεν υπάρχει μία απάντηση. Και μάλλον δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Ζούμε στην εποχή της πληροφορίας και του Διαδικτύου. Παράλληλα, όμως, και στην εποχή της εικόνας και της εύκολης παραπληροφόρησης. Στην εποχή που μπορούμε με το πάτημα ενός κουμπιού να ακούσουμε μουσική από όλο τον κόσμο και όργανα που δεν γνωρίζαμε ότι υπάρχουν. Από την άλλη πάλι, τα είδη που κυριαρχούν στις προτιμήσεις των εφήβων είναι αυτά που βλέπουμε να προβάλλονται περισσότερο από τα media. Η βιομηχανία της μουσικής είναι μία πραγματικότητα που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Οπότε τελικά ακούμε τη μουσική που επιλέγουμε ή τη μουσική που επέλεξαν να ακούσουμε κάποιοι άλλοι; Εδώ έρχεται ο ρόλος του σχολείου, της μουσικής εκπαίδευσης και της πραγματικής μουσικής παιδείας όχι για να κρίνει τι είναι καλύτερο από το άλλο, αλλά κυρίως για να προσφέρει το δικαίωμα και τη δυνατότητα της επιλογής.