…θάνατος οι γυναίκες
που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια…
(Κ. Καρυωτάκης, Πρέβεζα, 1928)
Πολλές φορές ακούμε τις γιαγιάδες μας να καλοτυχίζουν όλες εμάς τις νεότερες για τον τρόπο ζωής μας, την ελευθερία ή τα δικαιώματα που έχουμε σήμερα και να τα συγκρίνουν με την εποχή που οι ίδιες ήταν νέες. Σκεφτήκαμε, λοιπόν, να κάνουμε ένα ταξίδι στο παρελθόν και να δούμε πώς ζούσαν οι Πρεβεζάνες τη δεκαετία του 1950. Με οδηγούς μας τα κείμενα: «Σεργιάνι στην Πρέβεζα του χθες» του Πάνου Μουρεζίνη, «Ταξίδι στον κόσμο των γυναικών της Πρέβεζας» της Παρασκευής Κοψιδά και «Αυτές που γίναν ένα με τη γη» της Γεωργίας Σκοπούλη. Θα προσπαθήσουμε έτσι να σκιαγραφήσουμε τον τρόπο ζωής των γυναικών τη δεκαετία του ’50, στο πλαίσιο της διευρυμένης οικογένειας, σε μια πόλη που προσπαθούσε να συνέλθει, όπως και ολόκληρη η Ελλάδα, από το συλλογικό τραύμα των πολέμων (Β΄ Παγκόσμιος και Εμφύλιος) που είχαν προηγηθεί.
Η ζωή των γυναικών της Πρέβεζας εξελισσόταν με κέντρο αναφοράς την οικογένεια, η οικονομικο-κοινωνική κατάσταση της οποίας όριζε το επίπεδο και τη θέση τους. Η γυναίκα μεγάλωνε με τους γονείς, τον παππού και τη γιαγιά και τα αδέλφια της, στο πλαίσιο μιας πατριαρχικής οικογένειας, για να βρεθεί με τον γάμο της στην οικογένεια του συζύγου της, σε συγκατοίκηση με τους γονείς του και τις ανύπαντρες αδερφές ή αδερφούς. Συνήθως ο αγώνας για την επιβίωση ήταν σκληρός, όπως οι ίδιες αφηγούνται: «…δούλεψα σκληρά με τον άντρα…», «…αρχίσαμε τη ζωή χωρίς να τη χαρούμε…».
Εξαίρεση στον κανόνα αυτόν αποτελούσαν οι γυναίκες ή τα κορίτσια υψηλότερου κοινωνικού status που μεγάλωσαν χωρίς τις δυσκολίες της καθημερινότητας. Μία χαρακτηριστική δυσκολία ήταν η μεταφορά του νερού από τα πηγάδια, καθώς δεν υπήρχε ακόμη νερό στα σπίτια. Σε πηγάδια, όπως αυτά του «Κουτσάφτη» και του «Κόκκινου», μαζεύονταν οι γυναίκες της γειτονιάς να πάρουν νερό, ελαφρύνοντας την κουραστική μεταφορά με τα γέλια, τα κουτσομπολιά και την αναγγελία των νέων να έχουν την τιμητική τους. Την περίοδο εκείνη οι γυναίκες άρχισαν δειλά-δειλά να εργάζονται εκτός σπιτιού, συνήθως στις μονάδες του στρατού, που εκείνη την εποχή ήταν πολλές στην πόλη, στη διοίκηση – αν ήξεραν γράμματα – ή στις αποθήκες. Αρκετές γυναίκες ήταν εκπαιδευτικοί και μάλιστα το 1952 στο Β’ Δημοτικό η διευθύντρια ήταν γυναίκα, ενώ άνοιξαν και τα δύο πρώτα καταστήματα νεωτερισμών από γυναίκες.
Τα προξενιά και η διασκέδαση
Συνήθης κατάσταση της εποχής η απουσία των ανδρών (θάνατοι, μετανάστευση, εξορία), με τη γυναίκα να επωμίζεται όλα τα οικογενειακά βάρη. Στον γάμο, η συνηθέστερη πρακτική ήταν αυτή του προξενιού από την οικογένεια, χωρίς όμως να αποκλείονται ειδικότερα προς το τέλος της δεκαετίας οι γάμοι από «επιλογή», με τον γαμπρό να κλέβει το κορίτσι από το πατρικό και να παντρεύονται κρυφά. Η κοινωνική τους ζωή εξαρτιόταν από την τάξη στην οποία ανήκαν. Για πολλές γυναίκες η διασκέδαση ήταν μια έννοια άγνωστη, καθώς οι σύζυγοί τους δεν τις έπαιρναν μαζί τους, ενώ κάποιες άλλες, τυχερές, διασκέδαζαν στα κέντρα του «Καστάνη», στα «Πευκάκια», στην αίθουσα χορού του ξενοδοχείου Νικόπολη, στο Ακταίον.
Προτεραιότητα για τις μητέρες της εποχής ήταν το μεγάλωμα των παιδιών τους. Η εκπαίδευση βελτιώθηκε και αφορούσε πλέον και τα κορίτσια εκτός από τα αγόρια, ενώ εντάχθηκε και η σωματική άσκηση στα σχολικά προγράμματα. Θεσμοθετήθηκαν οι γυμναστικές επιδείξεις των σχολείων, με αυτές του 1957 να διεξάγονται στο καινούργιο στάδιο της πόλης. Μία από τις σημαντικές νίκες των γυναικών της εποχής ήταν το δικαίωμα να πηγαίνουν στον κινηματογράφο, συνήθεια μόνο ανδρική τα προηγούμενα χρόνια. Κάπως έτσι οι κινηματογράφοι Οασις και Ακταίον έγιναν τόποι συνάντησης νέων της εποχής.
Αργά αλλά με σταθερά βήματα η γυναίκα της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας άρχισε να κερδίζει τις πρώτες μικρές νίκες στην πορεία προς τη χειραφέτησή της. Ο δρόμος σίγουρα δεν ήταν εύκολος, καθώς είχαν να αντιπαλέψουν εδραιωμένες νοοτροπίες και στερεότυπα που μπορείς να συναντήσεις ακόμα και σήμερα, αλλά αυτές οι δυσκολίες τονίζουν και την αξία των προσπαθειών τους.