Στα 78 χρόνια της ζωής του ο Μπάμπης Τσόκας έχει δει και έχει νιώσει πολλά. Oσα θέλησε να μοιραστεί μαζί μας τα είδαμε στις περισσότερες από 1.000 ταινίες μεγάλου και μικρού μήκους που έχει γυρίσει ως σήμερα. Ο πολυβραβευμένος έλληνας σκηνοθέτης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πρέβεζα. Μετανάστευσε στη Σουηδία και σπούδασε στην εκεί Κρατική Ακαδημία Κινηματογράφου με δάσκαλο τον διάσημο σκηνοθέτη Iνγκμαρ Μπέργκμαν. Oλα αυτά τα χρόνια ζει στη Σουηδία. Είναι άλλωστε δεύτερη πατρίδα του. Ωστόσο, η νοσταλγία, όπως λέει, για την πατρίδα του μένει πάντα η ίδια. Eχοντας γυρίσει πάρα πολλές ταινίες και ντοκιμαντέρ σε Σουηδία και Ελλάδα, ολοκληρώνει αυτό το διάστημα την τελευταία του ταινία «Θυσία», το μεγαλύτερο μέρος της οποίας γυρίστηκε στην Πρέβεζα. Μια ταινία που, όπως έχει δηλώσει ο ίδιος, δεν θα μπορούσε να την ολοκληρώσει χωρίς τη συνεργασία του με το Μουσικό Σχολείο Πρέβεζας.
Ο κ. Τσόκας μας μιλά για τη ζωή του, τον κινηματογράφο, τη σχέση του με την ιδιαίτερή του πατρίδα την Πρέβεζα και τη νέα του ταινία.
Θέλατε από μικρός να γίνετε σκηνοθέτης;
«Ναι, από πολύ μικρός. Ο παππούς μου ήταν τυφλός και κάθε φορά που μου έλεγε μια ιστορία, μου ζητούσε να κλείσω τα μάτια μου για να μη βλέπω, όπως και αυτός. Ετσι έφτιαχνα εικόνες με τη φαντασία μου, πολλές εικόνες, και σας συνιστώ να ακούτε θέατρο στο ραδιόφωνο, γιατί έχετε εικόνες και αυξάνετε τη φαντασία σας. Στη συνέχεια, ξεκίνησα να πηγαίνω στον πρωινό κινηματογράφο της Πρέβεζας και άρχισα να ονειρεύομαι να γίνω σκηνοθέτης. Στην Αθήνα, με την ταυτότητα ενός φίλου μου που σπούδαζε σε σχολή κινηματογράφου, όταν δεν ήμουν ακόμη 18, έμπαινα και έβλεπα εκεί ταινίες που τότε ακόμη δεν μπορούσα να τις καταλάβω γιατί ήταν δύσκολες, τώρα τις καταλαβαίνω».
Οι γονείς σας πώς αντέδρασαν όταν είπατε ότι θέλετε να γίνετε σκηνοθέτης;
«Η μητέρα μου μού είπε: «Εφόσον έχεις όλα αυτά τα όνειρα και θέλεις να φύγεις, να φύγεις. Εγώ θα κλάψω, αλλά θα ξέρω ότι έκανες αυτό που ήθελες, έκανες το όνειρό σου πραγματικότητα». Και έφυγα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τους ξέχασα και ξέχασα την Πρέβεζα. Γιατί σήμερα όλος ο κόσμος είναι ένας χώρος εργασίας για όλους. Δηλαδή δεν είναι μόνο στην Αθήνα ή στην Ελλάδα. Και εγώ έκανα αυτό που ήθελα, διαφορετικά θα είχα έναν πόνο που δεν έκανα το όνειρό μου πραγματικότητα. Να κάνεις το όνειρό σου, να κάνεις αυτό που αγαπάς. όχι αυτό που σου επιβάλλουν οι άλλοι. Αν κάνεις αυτό που αγαπάς, θα γίνεις ευτυχισμένος».
Πώς αποφασίσατε να φύγετε στο εξωτερικό και ποια ήταν η πορεία της καριέρας σας στη συνέχεια;
«Ηθελα να σπουδάσω κινηματογράφο. Ετσι, άρχισα να μαθαίνω ιταλικά για να πάω στην Ιταλία. Ο Μουσολίνι, για να κάνει προπαγάνδα στον φασισμό, είχε ιδρύσει μια σχολή, τη «Σινετσιτά» (πόλη του κινηματογράφου), για να προωθήσει τον φασισμό με ταινίες. Μετά την πτώση του ο κινηματογράφος άνθησε εκεί και δίδασκαν παγκοσμίως αναγνωρισμένοι κινηματογραφιστές και ήθελα να πάω. Ενας φίλος μου, όμως, μου πρότεινε τη Σουηδία γιατί οι συνθήκες ήταν καλύτερες όσον αφορά τον κινηματογράφο και τους ανθρώπους. Ετσι, πήγα με το τρένο στη χώρα αυτή και έμεινα τρία εικοσιτετράωρα χωρίς ύπνο στο ταξίδι. Εφτασα, λοιπόν, Φεβρουάριο μήνα, μέσα στην παγωνιά. Σιγά-σιγά άρχισα να δουλεύω. Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα στην αρχή, όμως ήμουν χαρούμενος όπως και να ‘χει γιατί ήμουν νέο παιδί. Εμαθα σουηδικά, αγόρασα μια κάμερα και ένα φιλμ τριών λεπτών και γυρίσαμε με τους φίλους μου μια ταινία με τίτλο «Μόνος». Γυρίζαμε τις σκηνές με την κάμερα χωρίς ήχο, τον προσθέσαμε μετά με μαγνητόφωνο. Η ταινία έκανε μεγάλη εντύπωση, πηγαίναμε στα σχολεία για να την προβάλουμε και όλες οι εφημερίδες έγραφαν για αυτή. Κάποια στιγμή, λοιπόν, έλαβα ένα γράμμα που έλεγε ότι ήθελαν να μεταφράσουν την ταινία μου στα αγγλικά και να προβληθεί στο Βερολίνο. Μετά, με δέχτηκαν στην Ακαδημία Κινηματογράφου, η οποία μου έδωσε τις βάσεις, αλλά από εκεί και πέρα όλα εξαρτώνται από σένα. Είναι σημαντικό να διαβάζεις ποίηση, γιατί η ποίηση είναι εικόνες και οι ταινίες είναι ποίηση».
Ποιος είναι ο αγαπημένος σας σκηνοθέτης και γιατί;
«Δεν έχω έναν αγαπημένο σκηνοθέτη, αλλά μου αρέσουν πολλοί σκηνοθέτες. Δεν γίνεται να πεις μόνο έναν. Ενας ο οποίος μου αρέσει πάρα πολύ είναι ο Αγγελόπουλος. Μου αρέσει τόσο πολύ διότι είναι ταυτόχρονα και ένας τρομερός ποιητής. Ενας άλλος σκηνοθέτης-ποιητής που μου αρέσει εξίσου πολύ είναι ο Ταρκόφσκι. Μπορεί να είναι δύσκολο να καταλάβεις τις ταινίες τους, όπως είναι δύσκολο να καταλάβεις την ποίηση του Ελύτη και του Σεφέρη. Οταν όμως τους αναλύσεις, θα καταλάβεις την πραγματική μαγεία».
Ποια είναι η σχέση σας με την Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα με την Πρέβεζα και ποια με τη Σουηδία;
«Ζω στη Σουηδία 52 χρόνια. Εκεί έχω παντρευτεί και έχω 2 εγγονάκια. Αγαπάμε όμως την Πρέβεζα και ερχόμαστε κάθε χρόνο. Η Πρέβεζα για εμένα είναι τα παιδικά χρόνια, οι γονείς μου, τα αδέλφια μου, οι φίλοι μου, οι παραδόσεις. Για να καταλάβετε, πάντα όταν πλησιάζει το Πάσχα η γυναίκα μου με ρωτάει αν έχω κλείσει εισιτήριο για την Πρέβεζα. Η κόρη μου από τριών ετών περνά κάθε καλοκαίρι της εδώ. Είμαστε περήφανοι για την Ελλάδα, για τους κατοίκους της, για τη μουσική και τα παρουσιάζω και στις ταινίες μου. Θυμάμαι το ’79, όταν ο Ελύτης πήρε το βραβείο Νομπέλ και είπε να μην ξεχάσουμε το φως της Ελλάδας, και αυτό είναι μέσα μας».
Ποια είναι τα μηνύματα που θέλετε να περάσετε μέσα από τις ταινίες;
«Αν ρωτήσεις τους μαθητές μου στη Σουηδία τι είναι κινηματογράφος, θα σου απαντήσουν ότι ο κινηματογράφος είναι το μέσο για να μεταφέρεις ένα μήνυμα. Χωρίς μήνυμα δεν υπάρχει κινηματογράφος. Σκοπός μας είναι να διαδώσουμε τα μηνύματα του ανθρωπισμού, έχουμε χρέος να μεταφέρουμε τα μηνύματα της αγάπης, της αλληλεγγύης, της αδελφοσύνης, του να ακούς, να υπομένεις. Αυτά τα μηνύματα πρέπει να τα περνάς… ποιητικά και όμορφα. Ολοι οι μεγάλοι σκηνοθέτες περνάνε αυτά τα μηνύματα. Αλλοι τα καταλαβαίνουν και άλλοι όχι. Οπως ακριβώς γίνεται και στα ποιήματα. Ο καθένας μπορεί να περάσει το ίδιο μήνυμα με διαφορετικό τρόπο. Αλλά το μήνυμα παραμένει ίδιο».
Ποιος είναι ο ρόλος της φωτογραφίας και της μουσικής σε μια ταινία;
«Απαραίτητα στοιχεία σε μια ταινία είναι το φως και οι ήχοι. Το φως είναι μαγεία, με αυτό δημιουργείς την ατμόσφαιρα. Γι’ αυτό οι καλοί οπερατέρ πάνε συχνά σε μουσεία και παρατηρούν πώς φωτίζονται οι πίνακες. Μπορείς, επίσης, να μεταφέρεις και μηνύματα. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης λέει ότι το σκοτάδι δεν νίκησε το φως. Αν το αναλύσεις αυτό, θα δεις ότι είναι φοβερό, γιατί στο τέλος έρχεται το φως, η ελευθερία. Η μουσική, επίσης, πρέπει να ταιριάζει ώστε να δημιουργεί την ατμόσφαιρα που θέλεις. Ο σκηνοθέτης συζητεί με τον συνθέτη και ο συνθέτης γράφει τη μουσική η οποία μπαίνει μετά το μοντάζ. Η μουσική, ο ήχος δυναμώνουν την ταινία».
Μιλήστε μας για την ταινία που γυρίζετε τώρα. Ποιο μήνυμα θέλετε να περάσετε με αυτή;
«Η ταινία λέγεται «Θυσία» και βασίζεται στο βιβλίο του Απόστολου Τάσση «Το ρολόι μέσα στο σύννεφο», με τον οποίον συνεργαστήκαμε και στο σενάριο. Είναι ουσιαστικά η ιστορία της οικογένειάς μου όπως τη διηγήθηκα στον συγγραφέα του βιβλίου.Γυρίζεται στο Σαϊτάν Παζάρ, στο κέντρο της Πρέβεζας, όπου μεγάλωσα, αλλά και σε άλλα σημεία της πόλης. Το μήνυμα που περνάει είναι «ποτέ πόλεμος». Σε μια σκηνή η Κική και ο Θεόφιλος, οι ήρωες, αρραβωνιάζονται. Τότε ο πατέρας της Κικής τούς παίρνει αγκαλιά και τους εύχεται να ζήσουν χωρίς πόλεμο. Και οι δύο μετά θυσιάστηκαν στον πόλεμο, όπως και πολλοί άλλοι που σκοτώθηκαν στους βομβαρδισμούς στην Πρέβεζα ή οι στρατιώτες που χάθηκαν στη μάχη. Και μετά τι; Μετά τι έγινε; Γι’ αυτό ποτέ πόλεμος».
Ποια είναι η αγαπημένη σας συνεργασία μέχρι τώρα;
«Εχω έναν κανόνα στη ζωή μου. Με τους ανθρώπους που συνεργάζομαι γινόμαστε φίλοι. Εχω πολλούς φίλους και έφτιαξα ένα σπίτι στην Πρέβεζα μόνο για να έρχονται εδώ οι φίλοι μου χωρίς ενοίκιο. Η ταινία που γυρίζουμε τώρα κοστίζει εκατομμύρια. Και την κάνουμε με ελάχιστα χρήματα γιατί έχουμε όλους αυτούς τους φίλους. Η φιλία είναι πάρα πολύ σημαντική για εμένα. Πολύ σημαντική είναι και η συνεργασία μου με εσάς, τους μαθητές και τους καθηγητές του Μουσικού Σχολείου Πρέβεζας, χωρίς την οποία θα ήταν πολύ δύσκολο να γυριστεί η τελευταία μου ταινία που ολοκληρώνεται το επόμενο διάστημα».
Φύγατε από την Ελλάδα σε δύσκολα χρόνια, με πολύ πενιχρά οικονομικά μέσα, κυνηγώντας ένα όνειρο. Σήμερα ζούμε ξανά σε δύσκολες εποχές για τους νέους. Τι έχετε να πείτε στα νέα παιδιά που έχουν το δικό τους όνειρο;
«Οι νέοι πρέπει να εκπληρώσουν το όνειρό τους… Θα αγωνιστείτε, θα πεινάσετε, άμα έχετε ένα όνειρο, όμως, νομίζω θα τα καταφέρετε. Είναι πολύ δύσκολος ο δρόμος. Εγώ περίμενα επτά χρόνια για να σπουδάσω και σε αυτά τα χρόνια ήταν η ζωή πολύ δύσκολη. Πείνασα, αντιμετώπισα δυσκολίες. Αλλά πρέπει πάντα να πραγματοποιηθεί το όνειρο και στο τέλος και να αποτύχεις ακόμη, θα ξέρεις ότι προσπάθησες. Ονειρο είναι όλη η ζωή μας. Αν δεν έχετε όνειρο, η ζωή δεν θα είναι ευχάριστη. Ομως να κάνετε αυτό που αγαπάτε, ό,τι και να είναι, αν είναι αυτό που αγαπάτε. Αλλά θέλει αγώνα και θυσίες».
Υστερα από ένα τέτοιο ταξίδι θα κατεβείτε από το καράβι ή θα συνεχίσετε;
«Κοιτάξτε, εγώ, όπως βλέπω, θα συνεχίσω μέχρι να σκουριάσει το καράβι. Πραγματικά σας το λέω. Τώρα που φτάνουμε στο τέλος της ταινίας, γύρισα στον διευθυντή της φωτογραφίας να του πω κάτι για την τελευταία σκηνή της ταινίας και μου είπε: «Και μετά τι θα κάνουμε;». Και του λέω: «Ελα να δεις», και του έδειξα 10 σενάρια».
Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ για τον χρόνο που μας διαθέσατε και καλή αντάμωση.
«Ναι, καλή αντάμωση και εγώ είμαι πάντα στη διάθεσή σας, γιατί, όπως είπα προηγουμένως, όλοι οι συνεργάτες γινόμαστε φίλοι. Ο σκοπός μας είναι εξάλλου να μεταφέρουμε την τέχνη και στα νέα παιδιά».