Ο πατέρας μου πέθανε στις 13 Ιουνίου 2001, στον Πολύγυρο. Την επομένη, μόνος πια στο άδειο σπίτι, καθόμουν στο μπαλκόνι προσπαθώντας να ζωγραφίσω ό,τι έβλεπα μπροστά μου… τα σπίτια της γειτονιάς σε πρώτο πλάνο και στο βάθος τον παλιό δρόμο για τη Γερακινή… ένας μικρός λόφος έκρυβε τον Αγιο Αθανάσιο. Ουρανός καθαρός. Σταμάτησα να σχεδιάζω… Σαν κάτι να έλειπε.

Επειτα, άρχισα να βλέπω παράξενα όνειρα κάθε βράδυ. Το πρωί τα σχεδίαζα… Στις 22 Ιουλίου ονειρεύτηκα τεράστια παιχνίδια να παρελαύνουν στον ουρανό, στηριγμένα σε κοντάρια σαν λάβαρα… τα έβλεπα από το μπαλκόνι μου.
Ενα χρωματιστό ξύλινο αεροπλανάκι, την κατσίκα του κυρ Γιάννη, την ασχημόγατα της θείας Παγώνας, το πούλμαν του ΚΤΕΛ με το οποίο η μητέρα μου με κατέβαζε το καλοκαίρι για μπάνια στη Γερακινή και, τέλος, τον χάρτη της Χαλκιδικής, σαν τρίαινα να κρέμεται από τον γαλάζιο ουρανό.

Ξαναγύρισα στο σχέδιο της 14ης Ιουνίου και συμπλήρωσα στον ουρανό το όνειρο που έλειπε. Το έργο είχε τελειώσει.

Μάριος Σπηλιόπουλος