Το χωριό Δουμπιά βρίσκεται 25 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Πολύγυρου και είναι χτισμένο στους πρόποδες του υψώματος Κουρτίνα. Ανήκει στην περιοχή των Ζερβοχωρίων Χαλκιδικής, οι κάτοικοί του ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, ενώ μια μερίδα αυτών εργάζεται στα μεταλλεία Γερακινής. Το χωριό πήρε την ονομασία του από τους δύο τύμβους-τάφους που υπήρχαν στον κάμπο, βόρεια του χωριού. Η λέξη «τύμβος» στην τοπική διάλεκτο έγινε «τούμπα» – «τουμπιά», με αποτέλεσμα να καθιερωθεί και να ονομαστεί το χωριό με το όνομα Δουμπιά έως και σήμερα. Μια άλλη άποψη υποστηρίζει ότι η λέξη «Δουμπιά» στα σλαβικά σημαίνει «βελανιδιά». Ισως, λοιπόν, ονομάστηκε έτσι από το δάσος βελανιδιών που υπήρχε στον χώρο.

Ο επισκέπτης μπορεί να περιηγηθεί το δάσος με τις αιωνόβιες βελανιδιές και να δει και τους οκτώ νερόμυλους, με σημαντικότερους και πιο καλά διατηρημένους τον νερόμυλο του Πιπερά (1890), του Κουτσού (1865) και του Τσουρέλα (1888). Η ιστορία του ξεκίνησε την προϊστορική εποχή, καθώς γύρω από τον οικισμό βρέθηκαν μία θέση της μέσης παλαιολιθικής, τρεις νεολιθικοί οικισμοί και δύο θέσεις της ύστερης εποχής του χαλκού. Στα ιστορικά χρόνια, στα βόρεια του χωριού αναπτύχθηκε η πόλη των αρχαίων Καλινδοίων, όπου σήμερα διεξάγονται ανασκαφές. Η πόλη αυτή άκμασε κατά την κλασική, ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή. Το χωριό είναι γνωστό και για τη φημισμένη πηγή των Αγίων Αποστόλων, πηγή ανθρακούχου φυσικού μεταλλικού νερού. Σύμφωνα με την παράδοση, πέρασε αρκετές από τις μέρες του εκεί ο Απόστολος Παύλος και ευλόγησε αυτά τα νερά. Η αξιοποίηση των ονομαστών πηγών με το ομώνυμο μεταλλικό νερό συνέβαλε αποφασιστικά στην αναζωογόνηση του τόπου.

«Δούρεια καμήλα»

Οπως τα περισσότερα χωριά γύρω από τον Πολύγυρο, έτσι και η Γαλάτιστα φημίζεται για τα έθιμα και τις παραδόσεις της. Το βασικό έθιμο αυτού του χωριού είναι η αναπαράσταση της διάσωσης της Μανιώς από τους Τούρκους. Στα τέλη του 19ου αιώνα, όπως λέει η ιστορία, υπήρχε ένα κορίτσι, η Μανιώ, την οποία θαύμαζαν όλοι. Ηταν το ομορφότερο κορίτσι του χωριού. Μια μέρα, αντικρίζοντας ένα όμορφο παλικάρι, Ελληνα, το ερωτεύτηκε. Ομως ήταν άτυχη διότι την ερωτεύτηκε ο γιος του τούρκου επιτρόπου και την ήθελε δικιά του, οπότε την έκλεψε. Το παλικάρι, θέλοντας να σώσει την αγαπημένη του, είχε μια ιδέα.

Οπως οι Αχαιοί κατασκεύασαν τον Δούρειο Ιππο για να σώσουν την ωραία Ελένη, έτσι κι αυτός θα έφτιαχνε κάτι ανάλογο, όμως αντί για άλογο είχαν… καμήλα. Πήγαν, λοιπόν, στους Τούρκους και τους κερνούσαν κρασί. Μόλις οι Τούρκοι έμειναν αναίσθητοι από το κρασί, μπήκαν στο κάστρο και πήραν πίσω τη Μανιώ. Την επομένη του Αϊ-Γιαννιού, για να μην μπορέσει ο Τούρκος να την ξαναπάρει, παντρεύτηκαν και όλο το χωριό γλεντούσε.Σήμερα, για να τιμήσουν το έθιμο, οι κάτοικοι του χωριού παραμονή των Φώτων κατασκευάζουν ένα ομοίωμα της καμήλας από ξύλο και ύφασμα. Στο εσωτερικό της υπάρχουν διάφορα κουδούνια για να κάνει φασαρία και κατά κάποιον τρόπο να παίρνει ζωή. Ανήμερα των Φώτων, μετά τον αγιασμό των υδάτων, τρεις «καμλάρηδες» μπαίνουν κάτω από την καμήλα και ένα όμορφο κορίτσι περιμένει πάνω σε μια εξέδρα για να τη σώσουν. Μόλις την πάρουν τη βάζουν κι αυτή κάτω από την καμήλα και γυρνάνε σε όλο το χωριό. Κάθε σοκάκι, κάθε γειτονιά γεμίζει με κόσμο.

Οι «τζαμαλάρηδες» («μεταμφιεσμένοι») χορεύουν μπροστά από την καμήλα και μπαίνουν σε σπίτια είτε για να τους κεράσουν κρασί και μεζέδες οι οικοδέσποινες είτε για να «κλέψουν» λουκάνικα. Την καμήλα συνοδεύουν άλογα καθώς επίσης και ένα άρμα που μοιράζει στον κόσμο κρασί και λουκάνικα. Αφού γυρίσουν όλο το χωριό με νταούλια και ζουρνάδες, καταλήγουν στην πλατεία για να γλεντήσουν μέχρι το βράδυ. Την επόμενη μέρα, του Αϊ-Γιαννιού, μετά την εκκλησία τελείται ο γάμος στον οποίο συμμετέχουν μόνο άντρες. Ενας ντύνεται γαμπρός, ένας νύφη και ένας κουμπάρα. Μοιράζουν κουφέτα και γλεντάνε με όλη τους την ψυχή.