Ο εικαστικός Στέλιος Σταύρου και η ιδιαίτερη τεχνοτροπία του αναζητούν έννοιες όπως ο χρόνος, η μνήμη, η φθορά. Αυτή την περίοδο ασχολείται με μια σειρά από 26 χαρακτικά για τον Πολύγυρο. Σε εμάς μίλησε για την πορεία του στην τέχνη και τα συναισθήματα που του αφήνει ένα έργο όταν τελειώνει.
Πώς ασχοληθήκατε με τη ζωγραφική;
«Από όταν ήμουν μικρός, ήμουν πρόσκοπος. Θυμάμαι ότι πήγαμε σε μια προσκοπική κατασκήνωση στη Μεταμόρφωση. Εκεί ένας δάσκαλος ψάρευε, είχε το τηγάνι του, έπινε το ουζάκι του και ζωγράφιζε. Κι εγώ τον είδα και όταν τελείωσε η κατασκήνωση, πήγα στο βιβλιοπωλείο του Ευριπίδη και πήρα μπογιές…».
Η αρχή έγινε με παστέλ, νερομπογιές, λάδια;
«Με λάδια κατευθείαν. Τα οποία τώρα πλέον δεν τα χρησιμοποιώ».
Είστε αυτοδίδακτος;
«Το 1992 πήγα με τον Παράσχο Καραδήμο στη Χριστιανική Αδελφότητα Νέων Θεσσαλονίκης και κάναμε 3 μήνες αγιογραφία. Μέσα και από αυτή τη διαδικασία μπήκα στο «κάθε μέρα δουλειά». Θυμάμαι ζωγράφιζα στο τραπέζι της κουζίνας και τα μαζεύαμε βιαστικά για να φάμε».
Η πρώτη έκθεση;
«Η πρώτη έκθεση έγινε το 1997. Δεν ήξερα ότι κάποια στιγμή θα έκανα έκθεση, παιδεύτηκα πάρα πολύ. Και έγινε στην αίθουσα του Δημοτικού Συμβουλίου στο νυν Δημαρχείο. Είχα κάνει ξύλινα ταμπλό γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Και βασικά έκανα καθρέφτες και άρεσαν πάρα πολύ. Ακολούθησαν τα βυζαντινά πρότυπα. Μετά τη βυζαντινή εικόνα, που εμένα δεν μου άρεσε, πέρασα στη βυζαντινή διακοσμητική. Και μέσα από εκεί βγήκαν οι καθρέφτες, βγήκαν κάποιοι άγιοι σε ψηφιδωτά. Μετά το ψηφιδωτό έγινε φύση. Τώρα έχω ήδη 15-16 ατομικές εκθέσεις και έχω συμμετοχή σε αμέτρητες ομαδικές εκθέσεις, μπορεί να είναι 200-300. Μετά έφτασα στην καθαρή ζωγραφική. Και εκεί άρχισα να πειραματίζομαι. Θεωρώ ότι τελικά έχω καταλήξει στα αστικά τοπία. Σε αυτή τη ζωγραφική με κάποιον τρόπο περιγράφω τα χρώματα, πολύ απαλά, πολύ διακριτικά, αλλά τα περιγράφω. Εγώ κάνω περιγράμματα. Από προσωπική επιλογή».
Οταν τελειώνει ένα έργο τι συναίσθημα αφήνει;
«Θέλω να φτάσει σε εκείνο το σημείο που θα αρέσει σε εμένα και εδώ είμαι δύσκολος. Μπορεί να πω τελείωσε, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ξανασχολούμαι. Μπορεί μια πινελιά ακόμη. Ενα πράγμα που χρησιμοποιώ πολύ είναι το εξής: τη νύχτα θα ανοίξω τα φώτα, θα το δω, θα φύγω. Το πρωί θα πάω να ανοίξω το φως, θα το δω, θα φύγω. Κάποια στιγμή λέω «ωπ, αυτό εδώ» και κάνω κάτι. Είναι η ματιά η καινούργια που δεν είναι κουρασμένο το μάτι, βλέπω τώρα και λέω «εδώ του λείπει αυτό». Οταν το δουλεύεις δεν μπορείς να το δεις γιατί φτάνει να σε κουράζει κάποια στιγμή με την έννοια ότι ασχολείσαι συνέχεια μ’ αυτό, δεν μπορείς να αποστασιοποιηθείς αφού είσαι κολλημένος πάνω του. Υπάρχει ακόμα ένα θέμα που θα σχολίαζα. Και το οποίο βεβαίως θεωρώ ότι δεν είναι μονάχα δικό μου αλλά όλων των εικαστικών. Η εικαστική ματιά. Δηλαδή ό,τι δούμε λέμε «αυτό πώς μπορώ να το αποδώσω εικαστικά;»».
Η ασχολία αυτής της περιόδου;
«Ασχολούμαι με τη χαρακτική. Το έργο με τον Πολύγυρο είναι μήτρα. Στη χαρακτική κάνεις μία μήτρα, τη μελανώνεις, το χαρτί το τυπώνεις και αυτό λέγεται χαρακτικό. Το οποίο μπορείς να το κάνεις σε όσα αντίτυπα θες, μετρημένα, υπογεγραμμένα κ.λπ. κ.λπ. Και ασχολούμαι αρκετά. Μια σειρά ήταν 26 χαρακτικά για τον Πολύγυρο. Εκανα σε μια έκθεση, την ίδια σειρά την έκανα σε χρυσή έκδοση, στη Θεσσαλονίκη. Πριν 10 χρόνια. Γενικά προσπαθώ να δώσω μια άλλη χρωματική διάσταση στα έργα. Ισως να δώσω και χρώματα που δεν είναι τα πραγματικά. Ολο αυτό ξεκινάει από τη γνώση ότι δεν υπάρχει αντικειμενικό χρώμα. Εχουμε διαμορφώσει τις αισθήσεις μας, στο πώς θα υποδέχεται ο καθένας μας κάτι και αυτό είναι. Αλλά πέρα από αυτό, αντικειμενικό χρώμα δεν υπάρχει. Ξεκινάω εγώ και λέω «αυτό γιατί είναι μπλε; θέλω να είναι μαύρο». Γενικά, ψάχνομαι. Δηλαδή, χοντρικά το λέω, είμαι ένας χαμένος. Είμαι μια από εδώ, μια από εκεί. Χαμένος στο Διάστημα, ρε παιδί μου! Είμαι όμως σε δημιουργική φάση, συνεχίζω και μ’ αρέσει πολύ».