Συνέντευξη στις Λήδα Πορίχη, Αλίκη Μπαντέ
Η έρευνά μας για τη μουσική και τους καλλιτέχνες του τόπου μας δεν μπορούσε να μη συναντήσει τη Μιχαέλα Κυργιαφίνη, μια νέα μουσικό που μεγάλωσε και αναζήτησε τα μουσικά της βήματα στον Πολύγυρο. Σήμερα, παρά τη νεαρή ηλικία της, είναι μια καταξιωμένη καλλιτέχνις, με την προσωπική μουσική παραγωγή της να μετρά τέσσερις δίσκους και «η διαδικασία αισίως συνεχίζεται», όπως λέει η ίδια.
Πώς άρχισε η ενασχόλησή σας με τη μουσική;
«Αρχισα μουσική γύρω στα 4, οπότε, να σας πω την αλήθεια, δεν έχω πολλές μνήμες για το πώς άρχισε. Από το προνήπιο ξεκίνησα με μεταλλόφωνο και γύρω στα 5, επειδή ήθελα να πάω στα έγχορδα, αλλά δεν μπορούσα να έχω μεγάλο όργανο, όπως είναι η κιθάρα, το πρώτο όργανο που διάλεξα ήταν ο μπαγλαμάς, που είναι πολύ μικρός. Και μετά, γύρω στα 6,5 που έγινα λίγο πιο μεγάλο ανθρωπάκι, πήρα το πρώτο μου κιθαρόνι. Και από τότε ασχολούμαι μόνο με τη μουσική».
Και τα πρώτα ακούσματα ήταν από το σπίτι ή από κάπου αλλού;
«Ακούγαμε μόνο καλή μουσική στο σπίτι, οπότε ήταν πολύ εύκολο. Δηλαδή ακούγαμε από κλασικό ροκ μέχρι Χατζιδάκι και Θεοδωράκη και αυτό σημαίνει ότι δεν είχα πολλά να ανακαλύψω μόνη μου σε ό,τι αφορά τη μουσική».
Και τι είδος μουσικής γράφετε;
«Η δική μου μουσική εντάσσεται μέσα σε αυτό που λέμε έντεχνο και πειραματικό έντεχνο, γιατί κατά κύριο λόγο παίζω με έναν τρόπο που λέγεται λούπες, δηλαδή ένας τρόπος που ηχογραφεί τη μουσική και την αναπαράγει, οπότε ουσιαστικά παίζω τα δικά μου κομμάτια, τα οποία είναι ενορχηστρωμένα σε στούντιο, αλλά τα παρουσιάζω λίγο τροποποιημένα. Ουσιαστικά δεν επέλεξα να είμαι σε κάποιο είδος. Αυτή είναι η μουσική που μου αρέσει να γράφω και να αναπαράγω».
Πότε έγινε η μουσική επάγγελμα;
«Αρχισα να φτιάχνω τον πρώτο μου δίσκο στα 18, οπότε γύρω στα 21 μου βγήκε ο δίσκος «Ετών 21″. Με είχε προσεγγίσει κάποια εταιρεία για την παραγωγή, ο δίσκος βγήκε και μετά κατευθείαν έπρεπε να κάνουμε την παρουσίαση. Ετσι άρχισα επαγγελματικά να κάνω συναυλίες και ο ένας δίσκος μετά έφερε τον άλλο, οπότε φτάσαμε στον τέταρτο δίσκο και αισίως συνεχίζεται αυτή η διαδικασία».
Υπήρξε κάποιος γνωστός καλλιτέχνης που λειτούργησε ως πρότυπο;
«Θαυμάζω πολλούς καλλιτέχνες. Αλλά δεν είμαι από αυτούς τους ανθρώπους οι οποίοι προσπαθούν να αντιγράψουν ή να πάνε σε πατήματα άλλων. Αρα θεωρώ πως όλη μου η πορεία μέχρι σήμερα είναι κάτι το οποίο είναι πολύ συγκεκριμένο στο πώς λειτουργώ εγώ ως άνθρωπος. Από εκεί και πέρα εννοείται ότι υπάρχουν δουλειές τις οποίες τις θαυμάζω και τις εκτιμώ και τις «ζηλεύω», μέσα σε εισαγωγικά».
Υπάρχουν προκαταλήψεις που μπορεί να αποτρέψουν κάποιον από το να ακολουθήσει τη μουσική επαγγελματικά;
«Φυσικά. Ο καλλιτέχνης είναι καθιερωμένος στη λογική του κόσμου ως ένας άνθρωπος ο οποίος δουλεύει χωρίς χρήματα, που πηγαίνει μόνο και μόνο γιατί θέλει να τον δει ο κόσμος και να τον χειροκροτήσει. Συχνά λειτουργεί υποτιμητικά μέσα στην ψυχολογία ενός ανθρώπου που θέλει να μπει σε αυτόν τον χώρο, όταν γύρω του όλοι τον αντιμετωπίζουν με αυτόν τον τρόπο. Ή όταν του λένε ότι «να γίνεις μουσικός, αλλά σπούδασε πρώτα». Ή «να γίνεις μουσικός, αλλά μάθε πρώτα μια άλλη δουλειά, γιατί αυτό δεν είναι δουλειά». Η μουσική είναι δουλειά, είναι καθημερινή και σκληρή δουλειά. Ισως να είναι πιο σκληρή από τις υπόλοιπες δουλειές, γιατί δεν λειτουργεί αξιοκρατικά, πήρα ένα πτυχίο, έκανα ένα μεταπτυχιακό, άρα αυτομάτως καθιερώνομαι. Είναι ένας χώρος στον οποίο πρέπει καθημερινά να αποδεικνύεις ότι αξίζεις. Οπότε, ναι, νομίζω ότι η ενασχόληση με τη μουσική είναι πολύ υποτιμημένη στα μάτια του κόσμου».
Μέσα στην καραντίνα, που δεν υπήρχαν τα live, με τη βοήθεια της τεχνολογίας ήταν πιο εύκολο να προωθηθεί κάποιος στον καλλιτεχνικό χώρο;
«Η τεχνολογία είναι ένας μύθος. Είναι μια ατελείωτη πηγή πληροφορίας που «σηκώνονται» κάθε μέρα εκατομμύρια πράγματα. Δεν γίνεται να προωθήσεις καμία δουλειά μέσα από την τεχνολογία αν δεν έχεις ειδικές εταιρείες που πληρώνονται πολύ ακριβά για να κάνουν αυτό το πράγμα. Οπότε η λογική ότι έχουμε το Internet, άρα αυτόματα μπορούμε να προωθήσουμε τη δουλειά μας, είναι ένας τεράστιος μύθος για να υπάρχει άλλοθι στο ότι δεν υπάρχει σύστημα από πίσω να προωθεί τη μουσική στη χώρα».
Οι στίχοι είναι πιο σημαντικοί από τη μελωδία ή το αντίθετο;
«Ο στίχος είναι αυτό που δίνει την ταυτότητα σε ένα τραγούδι, από την άποψη αν είναι κάτι το οποίο είναι προσωρινό ή κάτι διαχρονικό. Υπάρχουν τραγούδια που μιλάνε για πράγματα που γίνανε πριν από 60 χρόνια και θεωρούνται σήμερα διαχρονικά και μας αφορούν στο τώρα μας. Αρα αυτό από μόνο του είναι πολύ πιο σημαντικό από τη μουσική, στην οποία ελάχιστα έργα έχουν καταφέρει να παραμείνουν στον χρόνο, δηλαδή να μείνουν διαχρονικά μόνο μέσω της μελωδίας. Σίγουρα ο στίχος είναι μια σφραγίδα που μπορεί να μείνει ζωντανός οργανισμός χρόνια ύστερα από εμάς».
Από πού προέρχεται η έμπνευση;
«Σε εμένα κυρίως είναι ο τρόπος που παρατηρώ τους ανθρώπους γύρω μου».
Εχει υπάρξει ποτέ περίοδος χωρίς έμπνευση για καιρό;
«Οχι, ακόμη είμαι πολύ νέα και νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό αυτό στη δημιουργία, γιατί βλέπουμε ότι όσο ο άνθρωπος μεγαλώνει, συνήθως υπάρχει μια φθορά. Τα σπουδαιότερα έργα των ανθρώπων γίνονται συνήθως στη νεότητά τους. Οπότε ακόμη θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό, γιατί δεν βρέθηκα σε κάποιο αδιέξοδο. Φαντάζομαι ότι θα το βρω αργότερα μπροστά μου, αν είμαι τυχερή και επιβιώσω».
«Δεν είναι μόνο ένας κώδικας επικοινωνίας»
Πιστεύεις ότι η μουσική φέρνει τους ανθρώπους κοντά;
«Σε ό,τι αφορά τη σχέση του δημιουργού με τον κόσμο, είναι πολύ σημαντικό να βρίσκεις ανθρώπους που να σου λένε ότι ταυτίστηκαν με όλο αυτό ή ότι τους δημιούργησε κάποια συναισθήματα παραπάνω. Δεν πιστεύω πως η μουσική είναι μόνο ένας κώδικας επικοινωνίας. Εχω γνωρίσει πολλούς ανθρώπους που ακούν τα ίδια πράγματα με μένα, που ακούν πολύ καλή μουσική και δεν έχουμε κανένα κοινό σημείο. Και από την αντίθετη πλευρά βρήκα ανθρώπους που μπορούμε να συμβιώσουμε και να συμβαδίσουμε και δεν έχουν καμία σχέση τα μουσικά μας ακούσματα. Αρα, είναι εν μέρει αλήθεια για μένα, όπως το εισπράττω ως δημιουργός, αλλά δεν είναι αλήθεια για μένα ως άνθρωπο στις παρέες μου με τους υπόλοιπους ανθρώπους».