Περπατώντας στους δρόμους της Μυτιλήνης αλλά και στα προάστια της πόλης – στη Σουράδα, στ’ Ακλειδιού, στον Μακρύ Γιαλό αλλά και στο Κιόσκι – μαγεύεται κανείς από τα θαυμάσια αρχοντικά. Αυτά τα αρχοντικά μαρτυρούν το λαμπρό παρελθόν του νησιού.
Πράγματι, στις αρχές του 20ού αιώνα το νησί της Λέσβου γνώρισε μεγάλη ακμή χάρη στην ανάπτυξη του εμπορίου που είχε ωφεληθεί από τη συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, αλλά και από την επαφή με τα απέναντι μικρασιατικά παράλια. Ετσι, λοιπόν, το νησί συγκέντρωσε διαφορετικές κουλτούρες. Με βάση – κυρίως – ευρωπαϊκά πρότυπα, επηρεασμένα από διάφορους ρυθμούς όπως τον νεοκλασικισμό, το μπαρόκ, το νεογοτθικό και το αναγεννησιακό στυλ, χτίστηκαν πληθωρικά αρχοντικά. Πολλά από αυτά έχουν διατηρηθεί, κοσμούν την περιοχή μέχρι και σήμερα αποτελώντας αδιαμφισβήτητη απόδειξη της αίγλης του παρελθόντος της πόλης. Το κάθε αρχοντικό προβάλλει το ταλέντο του αρχιτέκτονά του. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν σπουδάσει όχι μονάχα στην Αθήνα αλλά και στο εξωτερικό. Αδιαμφισβήτητα, θα μπορούσαμε να τους χαρακτηρίσουμε καλλιτέχνες, καθώς το κάθε αρχοντικό αποτελεί ένα ανεπανάληπτο έργο τέχνης. Αν και το καθένα είναι μοναδικό, μελετώντας ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν τα χωρίζουμε σε τρεις μεγάλες κατηγορίες. Αυτός ο χωρισμός των μεγαλοπρεπών κατοικιών σχετίζεται άμεσα με τη χρονική περίοδο κατά την οποία χτίστηκαν καθώς και με την εσωτερική κι εξωτερική τους δομή.
Στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν οι γαιοκτήμονες δεν είχαν χάσει ακόμη τη δύναμή τους, χτίστηκαν μεγαλοπρεπείς κατοικίες, αλλά και εξοχικά στα προάστια της πόλης. Τα κτίρια αυτής της περιόδου χαρακτηρίζονται από τα δύο πατώματα και το υπόγειο. Καθώς είναι από τα παλαιότερα, λίγα από αυτά τα αρχοντόσπιτα έχουν διατηρηθεί, ενώ τα περισσότερα έχουν υποστεί αλλαγές και ανακαινίσεις.
Στα τέλη του ίδιου αιώνα με την ανάπτυξη του νησιού χτίζονται αρχοντικά ώστε να φιλοξενήσουν προξενεία άλλων χωρών. Η Λέσβος μετατρέπεται σε ένα από τα κυριότερα λιμάνια του Αιγαίου, το εμπόριο ακμάζει και επομένως οι εμπορικές συναλλαγές με άλλα μέρη γίνονται συχνότερες. Ταυτόχρονα, με την άνοδο της αστικής τάξης χτίζονται τα λεγόμενα «αστικά μέγαρα», με τέσσερα αυτή τη φορά επίπεδα και υπερυψωμένο ισόγειο.
Στις αρχές του 20ού αιώνα ανθεί ένα στυλ αρχιτεκτονικής αρχοντικών που απομακρύνεται από τα πρότυπα των προηγούμενων. Οι περιποιημένοι κήποι με τα πεύκα, τα μαρμάρινα σιντριβάνια που παραπέμπουν σε μιαν άλλη εποχή πιο μακρινή από τη σημερινή μάς συνεπαίρνουν προκαλώντας θαυμασμό και διεγείροντας τον προβληματισμό μας για τις σημερινές αρχιτεκτονικές τάσεις.
Ενα αντιπροσωπευτικό αρχοντικό της πρώτης κατηγορίας είναι το Αρχοντικό Δουκάκη Κουκλέλη. Ηταν από τα πρώτα που χτίστηκαν στον Μακρύ Γιαλό όταν ήταν ακόμη εξοχή. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτού του κτιρίου αποτελεί ο βοτσαλωτός του κήπος που θαυμάζεται από τους περαστικούς ενώ το χόρτο τον «κατατρώγει».
Χαρακτηριστικό δείγμα της δεύτερης κατηγορίας, χτισμένο ωστόσο την περίοδο 1912-1916, αποτελεί το Αρχοντικό του Κωνσταντίνου Χατζηχριστόφα που δεσπόζει στην περιοχή της Σουράδας. Πολλά μέλη αυτής της οικογένειας ασχολούνταν με το εμπόριο και το αρχοντικό κατασκευάστηκε από τα κέρδη της ανατίμησης της ζάχαρης το 1912. Ετσι, πήρε και το όνομα «ο ζαχαρένιος πύργος».
Και αν η ανατίμηση της ζάχαρης έπαιξε τον ρόλο της πριν από έναν αιώνα, αυτό που πρέπει να αποφύγουμε είναι η «υποτίμηση» όλων αυτών των αρχοντικών. Αυτών των έργων τέχνης που, αντιθέτως, οφείλουμε να συντηρήσουμε προστατεύοντας με αυτόν τον τρόπο το παρελθόν μας, την πολιτιστική μας κληρονομιά.