Ο 20ός αιώνας αποτελεί για τη χώρα την απαρχή μεγάλων μεταβολών σε όλες τις εκφάνσεις της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Στη Θεσσαλία ειδικότερα σημειώθηκαν μεγάλες πληθυσμιακές μετακινήσεις, διαρθρωτικές μεταβολές στο καθεστώς της γαιοκτησίας με απαλλοτριώσεις των τσιφλικιών και μεγάλες μεταβολές στην τεχνική των καλλιεργειών, με ευρεία πλέον χρήση λιπασμάτων και γεωργικών μηχανημάτων. Αποτελέσματα όλων αυτών των εξελίξεων είναι τόσο η αύξηση των καλλιεργούμενων εκβάσεων όσο και κυρίως η κατακόρυφη αύξηση της στρεμματικής απόδοσης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ η μέση στρεμματική απόδοση σιτηρών το 1927 ήταν 73 κιλά, το 1971 είχε ανέλθει στα 224! Η εκρηκτική αυτή αύξηση στον όγκο παραγωγής των σιτηρών είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την ανάλογη αύξηση των αναγκών αλευροποιίας. Ετσι το 1920 βρίσκονταν σε λειτουργία στη Θεσσαλία 411 αλευρόμυλοι, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων (94%) ήταν μικρές επιχειρήσεις που απασχολούσαν από 1-5 εργαζομένους, το 5% απασχολούσε από 6-25 και μόνον το 1% απασχολούσε πάνω από 25 εργαζομένους. Αναμεσά σ’ αυτές τις ελάχιστες μεγάλες μονάδες, ξεχωριστή ήταν η ιστορική πορεία που διέγραψε ο Μύλος του Παππά, στη Λάρισα.
Τα πρώτα βήματα
Τα πρώτα «αθώα βήματα» της επιχειρηματικής δραστηριότητας του μύλου ξεκινούν γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα. Ηταν τότε, που ο μύλος λειτουργούσε ως πετρόμυλος, με την επωνυμία «Παππάς – Κουτσαγγελής», στη συνοικία «Ταμπάκικα». Εκεί λοιπόν, δίπλα στην όχθη του Πηνειού ποταμού, λειτουργούσε ο μύλος με ατμομηχανή που τροφοδοτείτο με ξύλα και λιγνίτη. Η απελευθέρωση της Θεσσαλίας από την τουρκική κατοχή το 1881 σηματοδοτεί την αλματώδη ανάπτυξη της λειτουργίας του μύλου. Η Εθνική Τράπεζα χρηματοδοτεί το 1899 τον μύλο με το σημαντικό για την εποχή ποσό των 210.000 δραχμών.
Με την οικονομική ισχυροποίησή του ο μύλος κινείται πλέον από υπερσύγχρονη ατμομηχανή, την πρώτη που εμφανίζεται στην περιοχή. Η επιλογή της ατμομηχανής, που για την εποχή εκείνη αποτελούσε μεγάλο τεχνολογικό άλμα, ήταν η μόνη ενδεδειγμένη. Αφενός γιατί στην επίπεδη περιοχή δεν λειτουργούσε ο μύλος, δεν προσφερόταν η δύναμη των νερών του Πηνειού για υδροκίνηση και μάλιστα για αυτό το μέγεθος του μύλου και αφετέρου γιατί η πετρελαιομηχανή δεν είχε βρει ακόμη εφαρμογή.
Σημείο αναφοράς
Ο Μύλος του Παππά λοιπόν αποτελεί σημείο αναφοράς για την πόλη της Λάρισας, αφού ανήκει στην κατηγορία των βιομηχανικών μύλων, που πρωτοεμφανίστηκαν στη Θεσσαλία στα τέλη του 19ου αιώνα. Με τη λειτουργία των βιομηχανικών μύλων ο ρόλος των μικρών μύλων αποδυναμώνεται και μαζί αλλάζουν οι πελατειακές σχέσεις και οι συνθήκες εργασίας.
Ετσι, ο Μύλος του Παππά έφερε μια σειρά αλλαγών σε τοπική κλίμακα, καθώς έδωσε ώθηση στη μακαρονοποιία με την παραγωγή ποιοτικού σιμιγδαλιού και αυτό με τη σειρά του επηρέασε τις καλλιεργούμενες ποικιλίες σίτου στην περιοχή. Ακόμα ο μύλος ανταποκρίθηκε στις αυξημένες απατήσεις σε αλεύρι και σε ψωμί, καθώς ήταν σε θέση να παράγει προϊόντα ποιοτικά εφάμιλλα των εισαγόμενων για τη ζαχαροπλαστική και την παρασκευή «λευκού άρτου πολυτελείας». Σε τεχνικό επίπεδο εξάλλου ο μύλος έχει λειτουργήσει πρωτοποριακά με την ανεπτυγμένη τεχνολογία που χρησιμοποιούσε στην παραγωγή (ηλεκτροφωτισμός, σύγχρονες εγκαταστάσεις και μηχανήματα).
Στην αιχμή των εξελίξεων
Μέσα στα εκατό και πλέον χρόνια ύπαρξής του, έχει να παρουσιάσει μια μοναδική πορεία στην ενσωμάτωση των τεχνικών εξελίξεων που εμφανίστηκαν στον τομέα της αλευροβιομηχανίας. Ξεκίνησε σαν ατμόμυλος με μυλόπετρες, μετατράπηκε σε κυλινδρόμυλο, απέκτησε πετρελαιοκίνηση και αργότερα ηλεκτροκίνηση, εξοπλίστηκε με τα πιο σύγχρονα μηχανήματα της εποχής του για την παραγωγή αλεύρων και επέκτεινε τις εγκαταστάσεις του, φθάνοντας σε επίπεδο παραγωγής 90 τόνων το 24ωρο. Την εξέλιξη αυτή στην πορεία του χρόνου παρακολουθούν από κοντά και άλλοι αλευρόμυλοι της Θεσσαλίας, όπως ο μύλος των αδελφών Λούλη, του Κ. Ρήγα, του Μ. Αποστολίδη και των αδελφών Γκλαβάνη στον Βόλο, ο μύλος του Π. Χατζηδημούλη και των αδελφών Σαμουλαδά στον Τύρναβο και άλλοι.
«Παρών» και στον πόλεμο
Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913 δε, ο μύλος προσφέρει εθνικές υπηρεσίες, τροφοδοτώντας με άλευρα όλους τους επιταγμένους φούρνους της Θεσσαλίας για παραγωγή κουραμάνας και γαλέτας. Το 1918 ωστόσο, καταστρέφεται ολοσχερώς από πυρκαγιά που προκλήθηκε από τα ξένα στρατεύματα της εποχής, Γάλλους και Σενεγαλέζους. Την περίοδο εκείνη αγοράζει το μερίδιο των προηγούμενων ιδιοκτητών του ο νεαρός ακόμη τότε επιχειρηματίας Φώτιος Παππάς, ο οποίος συνεχίζει τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού του μύλου. Τα επόμενα χρόνια ακολουθούν οικονομικές και επιχειρηματικές μεταβολές, στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο μύλος επιτάσσεται από τον ελληνικό στρατό και προσφέρει γι’ αυτόν τις υπηρεσίες του, καταλαμβάνεται μετά από τους Ιταλούς και υφίσταται μεγάλες λεηλασίες. Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο μύλος βομβαρδίζεται επανειλημμένα, οι ζημιές είναι μεγάλες, μετά όμως από κάθε βομβαρδισμό ο Φώτιος Παππάς με τη βοήθεια του προσωπικού του επουλώνει τις πληγές και έτσι ο μύλος συνεχίζει αδιάκοπα τη λειτουργία του. Οι περιπέτειες του όμως δεν τελειώνουν. Ακολουθεί η κατάληψή του από τους Γερμανούς και μετά την αποχώρησή τους επιτάσσεται από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ. Για άλλη μια φορά ο μύλος κινδυνεύει με ολοσχερή καταστροφή, αλλά τον σώζουν οι ίδιοι οι εργάτες του.
Νέο αίμα στην επιχείρηση
Στην αρχή του δευτέρου μισού του 20ού αιώνα, το 1950, νέο δυναμικό αίμα εισέρχεται στην επιχείρηση και εξελίσσεται τεχνολογικά. Η περίοδος της δεκαετίας του ’70 είναι η εποχή που έχουν αρχίσει τα προβλήματα για τον κλάδο της αλευροβιομηχανίας με τις κρατικές παρεμβάσεις, που διαμορφώνουν πολύ χαμηλή τιμή στη διατίμηση των αλεύρων.
Ο ίδιος ο μύλος εξάλλου εμφανίζει τα προβλήματα της ηλικίας του, αφού πολλά από τα μηχανήματά του λειτουργούν ήδη από το 1924, με αποτέλεσμα τη συνεχή πτώση της αποδοτικότητας του εργοστασίου. Ο θόρυβος, η ρύπανση, η δυσκολία πρόσβασης των μέσων μεταφοράς πρώτων υλών και προϊόντων από και προς το εργοστάσιο, που βρίσκεται πλέον σχεδόν στο κέντρο της πόλης, αποτελούν αξεπέραστα εμπορία. Σκέψεις εκσυγχρονισμού του παλαιού εργοστασίου απορρίπτονται αμέσως λόγω της θέσης της μονάδας.
Το αξιοπρεπές τέλος
Τον Δεκέμβριο του 1983 η ιστορική πορεία του Μύλου του Παππά φθάνει στο τέλος της. Το εργοστάσιο που συνέδεσε άρρηκτα το όνομά του με την πόλη της Λάρισας και με τόσες γενιές αγροτών και εργαζομένων, κλείνει αξιοπρεπέστατα, αποζημιώνοντας εις το ακέραιο τους πάντες και χωρίς καμία απολύτως οφειλή σε τράπεζες ή στο Δημόσιο. Το 1988 μέρος της οικοπεδικής έκτασης 10.294 τ.μ., που περιλαμβάνει και τις κτιριακές εγκαταστάσεις, πωλείται στον Δήμο Λάρισας σε τιμή κατώτερη από την πραγματική του αξία.
Επιπλέον η οικογένεια Παππά δωρίζει στον Δήμο Λάρισας οικοπεδική έκταση 6 περίπου στρεμμάτων αξίας περίπου 82.000.000 δραχμών, ως προσφορά στον τόπο αλλά και στη μνήμη των προγόνων της και στην ιστορία του εργοστασίου. Η μοναδική παράκληση είναι η δωρηθείσα έκταση να μην πωληθεί, ανταλλαγεί ή παραχωρηθεί, αλλά να παραμείνει στον Δήμο της Λάρισας και να αξιοποιηθεί επ’ ωφελεία των κατοίκων της. Η αυλαία στην υπεραιωνόβια ιστορία του Μύλου του Παππά πέφτει οριστικά το 1989 με τη διάλυση της Ανώνυμης Εταιρείας και τη μετακίνηση των απογόνων της οικογένειας Παππά στην Αθήνα.
Ο μύλος, όμως, στέκει ακόμη και σήμερα επιβλητικός και προξενεί το ενδιαφέρον των ανθρώπων, ενώ πλέον φιλοξενεί κοινωνικές εκδηλώσεις.