Αλλού παραδομένα στη φθορά, αλλού επισκέψιμα με ορατά τα σημάδια του χρόνου, αλλού περιμένοντας μια δεύτερη ζωή… «Το Βήμα του Μακρυχωρίου» σάς ξεναγεί σε χαρακτηριστικά σημεία του τόπου μας, όπου τρία κτίσματα λένε πολλά για τους πρωτοπόρους ανθρώπους που προσπάθησαν (και εν πολλοίς τα κατάφεραν) να φέρουν την πρόοδο στην περιοχή μας σε κοινωνικό, οικονομικό αλλά και πολιτιστικό επίπεδο.

Κονάκι Παπαγεωργίου

Ο άνθρωπος που είδε πέρα από τους κολίγους

«Δύο ώρας βορειοτέρων της Λαρίσης, παρά το χωρίον Μπάκρινα, ουχί μακράν της δεξιάς όχθης του Πηνειού, ανευρίσκονται επί τίνος λόφου ερείπια αρχαίων τειχών, ανήκοντα κατά πάσα πιθανότητα εις την αρχαία Περραιβικήν πόλιν Γυρτών…».

Κάπου εκεί, στη δεκαετία του 1880, όταν η Θεσσαλία προσαρτάται στο ελληνικό κράτος, οι αδελφοί Κουλουμόπουλοι αγοράζουν το αγρόκτημα της «Μπάκραινας» ως τσιφλίκι από τον προηγούμενο τούρκο ιδιοκτήτη της. Με αυτόν τον τρόπο άλλωστε άλλαξαν χέρια όλες οι μεγάλες ιδιοκτησίες του κάμπου. Οι τούρκοι τσιφλικάδες εν όψει της νέας πραγματικότητας πουλούσαν τα κτήματά τους σε Ελληνες και έφευγαν άρον-άρον. Θύματα της αλλαγής των καιρών, θα έλεγε κάποιος. Ωστόσο, οι καιροί δεν άλλαξαν πολύ για τους καλλιεργητές της γης που παρέμεναν απόλυτα εξαρτημένοι από τη γη που καλλιεργούσαν, ζώντας σε συνθήκες αληθινής εκμετάλλευσης και αθλιότητας. Το θέμα όμως των κολίγων είναι λίγο-πολύ γνωστό και δεν χρειάζεται να το αναλύσουμε εδώ. Την εποχή εκείνη οι κάτοικοι των χωριών της περιοχής είναι ως επί το πλείστον γεωργοί που καλλιεργούν κυρίως στάρι και κριθάρι, τα οποία μεταφέρουν με άμαξες στον Βόλο και τα πωλούν για να κερδίζουν τα προς το ζην.

Αυτή είναι λοιπόν η εικόνα ολόκληρης της Θεσσαλικής πεδιάδας κοντά στη δύση του 19ου αιώνα. Κάπως έτσι φτάνουμε και στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν η Μπάκραινα αλλάζει και πάλι χέρια και αποκτάται από τον Στυλιανό Παπαγεωργίου, τον γιο ενός παπά από το Κατηχώρι Πηλίου, το εμπορικό δαιμόνιο του οποίου τον έφερε να ασχολείται με τη σαπωνοποιία και το εμπόριο γεωργικών μηχανημάτων στη Λάρισα. Ο επιχειρηματίας αρχικά ανέλαβε το κτήμα ως είχε, και δεν υπάρχουν ενδείξεις πως άλλαξε το ισχύον μέχρι τότε καθεστώς δουλοπαροικίας κατά τα πρώτα τουλάχιστον χρόνια της ιδιοκτησίας του.

Η μεγάλη αλλαγή

Ωστόσο, τα πράγματα φαίνεται πως άλλαξαν με την ανάληψη των ηνίων από τον γιο του, τον Γεώργιο Παπαγεωργίου.

Ο τελευταίος ήταν σπουδαία επιχειρηματική μορφή, με ιδιαίτερη αντίληψη για την πρόοδο και την οικονομική ευημερία. Μάλιστα, χαρακτηρίζεται ως «μέγας μεταρρυθμιστής» της αγροτικής παραγωγής στη Θεσσαλία. Να τι γράφει για αυτόν ο Δήμος Τσούγκος στο βιβλίο του «Οι οικονομικοί μας ηγέται» (Αθήνα, 1932, εκδ. Τύποις Ι. Λ. Αλευρόπουλου):

«Ο Παπαγεωργίου μαζί με μερικούς άλλους αποτελεί εξαίρεση μεταξύ των γαιοκτημόνων της Θεσσαλίας. Αυτός, εν αντιθέσει προς την καλλιέργεια των κτημάτων των εις τους κολίγους, λαμβάνοντες ως μίσθωμα το ήμισυ ή τρίτον της παραγωγής, που με μια λέξη ανεμιγνύετο ενεργότερον εις την καλλιέργεια των υπ’ αυτού μισθούμενων και συχνά αγοραζόμενων κτημάτων, ή ανελάμβανε και ο ίδιος διά μισθωτών εργατών την καθόλου εκμετάλλευσιν. Ητο δηλαδή «αυτοκαλλιεργητής». Και προσπαθεί πάντοτε να εφαρμόσει νέες καλλιεργητικές μεθόδους».

Λάτρης της εκβιομηχάνισης και της προόδου, ο Γ. Παπαγεωργίου εγκαταλείπει το προβληματικό κολιγικό σύστημα και μετατρέπει την Μπάκραινα σε πρότυπη αγροτική εταιρεία.

Περιβάλλει το κονάκι του με νοσοκομείο, σχολείο, φούρνους, στάβλους και σύγχρονες αποθήκες, ενώ εισάγει και χρησιμοποιεί μηχανήματα, πρωτόγνωρα για τα ελληνικά δεδομένα, όπως τρακτέρ, αντλίες, θεριζοαλωνιστικές μηχανές κ.ά. Η πρωτοποριακή μορφή της αγροτικής εκμετάλλευσης της Μπάκραινας, η οικονομική ισχύς της οικογένειας Παπαγεωργίου καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, καθώς και οι σχέσεις του με το Κόμμα των Φιλελευθέρων του Ελευθέριου Βενιζέλου, συνέβαλαν στο να μη θιγεί η αγροτική εταιρεία Μπακραίνης κατά τις απαλλοτριώσεις που ακολούθησαν τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Η χαριστική βολή

Ομως, οι συνθήκες άλλαξαν και πάλι με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ανάγκη ανασυγκρότησης της υπαίθρου και της γεωργικής παραγωγής στο σύνολό της κατά τη δεκαετία του ’50 έδωσε τη χαριστική βολή στη μεγάλη γαιοκτησία.

Η Μπάκραινα απαλλοτριώθηκε οριστικά το 1952, όντας ένα από τα τελευταία μεγάλα αγροκτήματα που επιβίωσαν έως τότε. Το κονάκι είχε ήδη καταστραφεί από φωτιά που έβαλαν δυνάμεις του ΕΑΜ το 1947. Στερημένες πλέον από τη χρηστική τους αξία οι αξιόλογες εγκαταστάσεις του κτήματος περιέπεσαν σε αχρησία και σιγά-σιγά κατέρρευσαν χτυπημένες από τον χρόνο και την εγκατάλειψη. Σήμερα, τα μισοερειπωμένα κτίρια στη μέση του σύγχρονου χωριού της Γυρτώνης μαρτυρούν την προηγούμενη, «βιομηχανική» φάση της περιοχής.

Ωστόσο, ο τόπος αυτός έχει ιστορία βαριά και μακραίωνη που μπορεί να μην είναι εμφανής σε εμάς τους απλούς παρατηρητές, είναι όμως εκεί εγγεγραμμένη στο τοπίο και ικανή να γίνει αντιληπτή σε όποιον αφήσει ελεύθερη τη φαντασία του.

Στο αγρόκτημα πραγματοποίησαν την εξάμηνη κρατική τους εξάσκηση όλοι σχεδόν οι μαθητές των Γεωργικών Σχολείων της χώρας.

Μέχρι και σήμερα το κονάκι Παπαγεωργίου αποτελεί σπίτι των πελαργών, παραμένει εκεί καταμεσής του κάμπου, μάρτυρας μιας αλλοτινής ακμάζουσας εποχής, περιμένοντας τη φροντίδα του κράτους ώστε να αναστηλωθεί και – γιατί όχι; – να λειτουργήσει ως μουσείο αγροτικής ζωής στον φυσικό του χώρο…

Αρχοντικό Σβαρτς

Εδρα του πρώτου συνεταιρισμού στον κόσμο

Στα Αμπελάκια, ένα παραδοσιακό χωριό του Δήμου Τεμπών, που βρίσκεται στις πλαγιές του όρους Οσσα, δημιουργήθηκε ένας από τους πρώτους συνεταιρισμούς σε παγκόσμιο επίπεδο για την υποστήριξη του τοπικού εμπορίου.

Στα τέλη του 18ου αιώνα το χωριό γνώρισε μεγάλη οικονομική ανάπτυξη, χάρη στην επεξεργασία και τη βαφή νημάτων, με κόκκινο χρώμα, που παρήγαν από το φυτό ριζάρι. Οι κάτοικοι για να αντιμετωπίσουν τον εξωτερικό ανταγωνισμό αποφάσισαν να συνεταιριστούν και έτσι δημιούργησαν μικρούς συνεταιρισμούς, οι οποίοι, αργότερα, το 1778, ενώθηκαν. Πρόεδρός τους ήταν ο Αμπελακιώτης Γεώργιος Μαύρος, στο αρχοντικό του οποίου (ένα δείγμα της παραδοσιακής ελληνικής αρχιτεκτονικής του 18ου αιώνα) ήταν και η έδρα τους.

Πολλά αρχοντικά κτίστηκαν εκείνη την εποχή και αρκετά έχουν αναπαλαιωθεί σήμερα. Ο συνεταιρισμός διατηρήθηκε, έως το 1812, μέχρι που ανακαλύφθηκε η ανιλίνη, που είχε λιγότερο κόστος, σε σχέση με το ριζάρι.

Ενα από τα πιο εντυπωσιακά αρχοντικά στα Αμπελάκια είναι του Γεωργίου Μαύρου ή Σβαρτς. Το αρχοντικό αποτελεί δείγμα της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής της Ελλάδας. Είναι πέτρινο, τριώροφο και διακοσμημένο με τοιχογραφίες και ξυλόγλυπτα ταβάνια. Μπαίνοντας στο σπίτι, αριστερά υπάρχει το θησαυροφυλάκιο και γύρω οι πολεμίστρες, απ’ όπου οι φύλακες ήταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τους ληστές, για να προστατεύσουν τα χρήματα του συνεταιρισμού. Στη συνέχεια, υπάρχουν το ταμείο, η γραμματεία και το λογιστήριο, αλλά και οι αποθηκευτικοί χώροι και το υπόγειο.

Οι ξύλινες σκάλες οδηγούν στον δεύτερο όροφο, που ήταν ιδιοκτησία της οικογένειας του Γεωργίου Σβαρτς. Εκεί εντυπωσιάζουν οι τοιχογραφίες, όπου απεικονίζεται η πανέμορφη Βενετία, αλλά και το χειμωνιάτικο δωμάτιο, με τον ξυλόγλυπτο ουρανό του. Στη δεξιά πλευρά του υπάρχει μία κρυψώνα όπλων.

Στον τρίτο όροφο, μπαίνουμε στον χώρο των συνελεύσεων, αλλά και στα δωμάτια, στα οποία φιλοξενούνταν υψηλά ιστάμενα πρόσωπα. Εκεί οι τοιχογραφίες απεικονίζουν την Αγία Σοφία και τη Χάλκη. Σε περίπτωση επιθέσεων, ήταν κατασκευασμένη η σκάλα διαφυγής, η οποία οδηγούσε στο υπόγειο και από εκεί σε ασφαλή έξοδο. Αυτό που εντυπωσιάζει είναι το δωμάτιο του αετού, εκεί όπου φιλοξενούνταν οι υψηλοί προσκεκλημένοι. Η διακόσμησή του αναδείκνυε την αρχοντιά και την αρχιτεκτονική της εποχής. Στην οροφή παρατηρούμε ένα ρόδι, το οποίο ήταν το έμβλημα του συνεταιρισμού και σύμβολο ευημερίας.

Το αρχοντικό του Γεωργίου Μαύρου ή Σβαρτς το 1965 αγοράστηκε από το Δημόσιο και σήμερα είναι ανοιχτό σε όλους τους επισκέπτες.

Πύργος Χαροκόπου

Ρομαντικό κτίσμα με πλούσια ιστορία

Ενας ρομαντικός πύργος που κτίστηκε το 1902 στη Γιάννουλη, στα περίχωρα της Λάρισας, στέκει ερειπωμένος. Κτίσμα που συνδέεται με την προσωπικότητα του πολυμήχανου επιχειρηματία και ευεργέτη Παναγή Χαροκόπου (1835-1911), από την εποχή που επένδυε σε αγορά θεσσαλικών εκτάσεων.

Ο πύργος είναι έργο του αρχιτέκτονα Αναστασίου Μεταξά και διατηρητέο μνημείο από το 1988. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Μεταξάς αποτελεί τον «προσωπικό» αρχιτέκτονα του Παναγή Χαροκόπου και, εκτός από τον «Πύργο της Γιάννουλης», ανακαίνισε το Μέγαρο Χαροκόπου στην Αθήνα, σημερινό Μουσείο Μπενάκη, σχεδίασε τη Χαροκόπειο Σχολή Οικοκυρικών στην Καλλιθέα, σημερινό Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, και άλλα κτίρια και οικίες της οικογένειας. Τα σχέδια του Μεταξά είναι επηρεασμένα από τα αρχιτεκτονικά ρεύματα που επικρατούν στις αρχές του 20ού αιώνα. Ειδικά, στον «Πύργο Χαροκόπου» αυτές οι επιρροές πλαισιώνονται από ρουστίκ λεπτομέρειες, όπως για παράδειγμα οι εμφανείς ακρογωνιαίοι λίθοι, που προσδίδουν στο επιβλητικό για την εποχή κτίριο έναν αγροτικό χαρακτήρα, εναρμονίζοντάς το με το φυσικό τοπίο.

Το κτίριο λόγω της ισχυρής κατασκευής του μπόρεσε να ξεπεράσει τις κακουχίες του μεγάλου σεισμού χωρίς σοβαρές φθορές, γι’ αυτό και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου επιτάχθηκε από τους επικεφαλής των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής και στους χώρους του στήθηκε το στρατηγείο τους.
Ο Πύργος Χαροκόπου συνδέεται και με τη Μελίνα Μερκούρη από τον πρώτο της γάμο, με τον Παναγή Χαροκόπο τον νεότερο. Εχει μείνει στη μνήμη παλαιών Λαρισαίων η εικόνα της νεαρότατης Μελίνας να τρέχει ιππεύοντας ένα λευκό άλογο, όταν επισκεπτόταν το κτήμα.

Την τελευταία περίοδο, ο Πύργος κατασχέθηκε λόγω οφειλών των τελευταίων ιδιοκτητών και η τράπεζα το έβγαλε σε πλειστηριασμό, ο οποίος αναβλήθηκε. Η εξέλιξη αυτή έχει οδηγήσει σε κρίσιμο σημείο την τύχη του πύργου. Σε μια ιδανική συνθήκη, ο Πύργος θα ήταν ένα από τα εμβλήματα της Λάρισας και πηγή περηφάνιας για την ιστορική φυσιογνωμία της!

Για τη διάσωση του πύργου και τη μελλοντική χρήση του έχει αποδυθεί σε έναν αγώνα διαρκείας ο Σύλλογος Φίλων Πύργου Χαροκόπου με έδρα τη Γιάννουλη, ο οποίος δραστηριοποιείται με εκδηλώσεις ευαισθητοποίησης και δράσεις, ώστε να διασωθεί ο πύργος και να χρησιμοποιηθεί ανακαινισμένος για πολιτιστικούς σκοπούς…

Ενα ποτάμι γεμάτο ζωή

Ο ποταμός ο οποίος πηγάζει από την Πίνδο και διασχίζει τη Θεσσαλία ονομάζεται Πηνειός ή Σαλαβριάς. Ρέει από τα στενά της Καλαμπάκας (είναι χαρακτηριστικό ότι από τα ορμητικά νερά δημιουργήθηκε η ξεχωριστή γεωγραφία των Μετεώρων), φθάνει στον Θεσσαλικό Κόλπο, όπου διασχίζοντας το πέρασμα της Κοιλάδας των Τεμπών, μεταξύ Ολύμπου και Οσσας εκβάλλει στο Αιγαίο δημιουργώντας το Δέλτα του κοντά στην περιοχή Στόμιο. Το συνολικό του μήκος είναι 216 χλμ. και είναι ο τρίτος σε μήκος ποταμός της χώρας καλύπτοντας μια τεράστια λεκάνη απορροής που φτάνει τα 10.700 τετραγωνικά χιλιόμετρα.

Κατά την ελληνική μυθολογία ο Πηνειός ήταν γιος του Ωκεανού και της Τιθύος. Ηταν κατοικία των Νυμφών και δημιουργήθηκε από το κλάμα των βουνών Πίνδου και Λίγκου για τη χαμένη τους αγάπη. Η ομηρική ονομασία του είναι «Αργυροδίνης». Στην ιστορία αναφέρεται συχνά με διάφορες ονομασίες, με την πιο κοινή να είναι ο Σαλαβριάς και οι παραφθορές του: Σαλεμβρία, Σαλέμβρα, Σαλυμπρία, Σελυμβρία. Ονομαζόταν και Λυκόστομος από το Λυκοστόμιο που αποτελούσε τη μεσαιωνική ονομασία της Κοιλάδας των Τεμπών.

Ο ποταμός αυτός φιλοξενεί περίπου 50 διαφορετικά είδη πτηνών, 26 είδη αμφιβίων, 10 περίπου είδη θηλαστικών και 29 είδη ιχθύων. Επίσης, ο Πηνειός καλύπτεται από τεράστια δάση τα οποία αποτελούνται από ποικίλα είδη φυτών. Αυτή ακριβώς η βιοποικιλότητά του είναι και ο λόγος που πρέπει να τον χαιρόμαστε με σεβασμό στα είδη ζωής που φιλοξενεί.