Συνέντευξη στις Δανάη Δάλκα, Ιωάννα Μίχου, Φένια Λουκά
Ο Γιώργος Μάγκας είναι ένας μουσικός, η φήμη του οποίου έχει ξεπεράσει την πόλη μας. Τον αποκαλούν συχνά «μάγο του κλαρίνου», με το MTV να τον έχει ανακηρύξει «φαινόμενο της βαλκανικής τζαζ». Γεννήθηκε στη Λιβαδειά το 1952 και ο πατέρας του ήταν διάσημος κλαρινετίστας. Από μικρό παιδί, έπαιζε φλογέρα και αργότερα κλαρίνο. «Σήμα κατατεθέν» του βέβαια σήμερα, τα εντυπωσιακά του ρούχα που του τα ράβει η σύντροφός του στη ζωή και στο τραγούδι Τζούλη Τζινιέρη, ενώ το γεγονός ότι συχνά παίζει μόνο με το επιστόμιο του κλαρίνου του εντυπωσιάζει το κοινό του. Για την πόλη της Λιβαδειάς, οι νότες του κλαρίνου του Γιώργου Μάγκα είναι συνυφασμένες με τις πιο γιορτινές στιγμές της.
Ο Γιώργος Μάγκας ήρθε ο ίδιος στο σχολείο μας μαζί με τη σύζυγό του και δέχθηκαν να απαντήσουν στις ερωτήσεις μας.
Πώς αρχίσατε να ασχολείστε με τη μουσική;
«Τα θέλετε από την αρχή, έτσι; Εγώ μικρός δεν ήμουν καλός στα γράμματα. Οταν ήμουν στο Δημοτικό, ο δάσκαλος με ρώταγε διάφορα πράγματα, αλλά εγώ δεν ήξερα να απαντήσω. Και τότε μου έλεγε ο δάσκαλός μου: «Βγάλε τη φλογέρα σου και παίξε μας, Γιώργο». Κι εγώ έβγαζα τη φλογέρα και έπαιζα. Μετά ο πατέρας μου πήγε στα Τρίκαλα και μου έφερε ένα κλαρίνο – έπαιζε κι αυτός κλαρίνο – και άρχισα από μόνος μου να μαθαίνω. Οταν ήμουν περίπου 15 χρονών ο πατέρας μου έκλεισε να πάει σε ένα πανηγύρι με τον Μήτσο τον Μίχο, μεγάλο όνομα στο δημοτικό τραγούδι, αλλά ταυτόχρονα έκλεισε κι άλλη δουλειά. Ο Μίχος του παραπονέθηκε κι ο πατέρας του απάντησε: «Πάρε τον Λαλάκη». Λαλάκη με φώναζαν μικρό. Ο μπαρμπα-Μήτσος ήρθε στο σπίτι μας στον Αγιο Φανούριο και με ζήτησε από τη μάνα μου, την κυρα-Στυλιανή. Η μάνα μου με έντυσε με ένα παντελονάκι κι ένα σακάκι και έπαιξα για πρώτη φορά στο πανηγύρι στους Τσουκαλάδες. Οταν με είδαν οι άλλοι μουσικοί αμφισβήτησαν αν θα μπορούσα να παίξω. Ο καταστηματάρχης μού έβαλε να φάω για να έχω δύναμη, εγώ όμως είχα πολύ τρακ. Κατά τις 10 το βράδυ ξεκινάω να παίζω. Ενθουσιάστηκαν όλοι και ρωτούσαν ποιος είμαι. Εγώ τότε δεν έβγαινα στην αγορά, γιατί ήμουν μικρό παιδί και ήμουν κολλημένος στη μάνα μου. Θυμάμαι τον κόσμο εκείνο το βράδυ να χορεύει και να γλεντάει. Πήραμε θυμάμαι καλά λεφτά, περίπου 50 χιλιάδες, και τα έδωσε ο μπαρμπα-Μήτσος στη μάνα μου. Οταν έγινα 18-19 χρονών άρχισα να πηγαίνω μόνος μου στα πανηγύρια και μετά έφυγα για την Αθήνα».
Γιατί πήγατε στην Αθήνα;
«Γιατί εκεί ήταν τα καλά συγκροτήματα. Κάποια μέρα, ενώ καθόμουν στο καφενείο με πλησίασε ο Στάθης Κάβουρας, μεγάλο όνομα κι αυτός στο δημοτικό τραγούδι, που έχει το κέντρο «Κάβουρας» στην Ομόνοια, και με ρώτησε από πού είμαι και τι όργανο παίζω. Οταν του είπα ότι παίζω κλαρίνο και είμαι από τη Λιβαδειά – η Λιβαδειά ήταν φημισμένη για τα κλαρίνα της, είχαμε τον μπαρμπα-Κώστα Γιαούζο, τον Καραγιάννη, που ήταν ο παππούς του Χατζή – μου ζήτησε να πάω να παίξω στο μαγαζί, γιατί ο κλαρινετίστας του τον είχε «πουλήσει» και έψαχνε να τον αντικαταστήσει. Πήγα κι έπαιξα στο μαγαζί του για 75 δραχμές, όμως ο Κάβουρας ενθουσιάστηκε με το παίξιμό μου και έτσι έμεινα στο μαγαζί τρεις-τέσσερις μήνες και τον χειμώνα πήγα στη Γλυφάδα, στο άλλο του το μαγαζί. Ο κόσμος άρχισε να με γνωρίζει. Στη συνέχεια γνώρισα τη Φιλιώ Πυργάκη και για πρώτη φορά παίξαμε μαζί στο πανηγύρι στον Εξαρχο. Τα λεφτά που βγάζαμε τότε από τα πανηγύρια ήταν πάρα πολλά, τα βάζαμε στα τσουβάλια, αλλά όπως τα βγάζαμε έτσι τα τρώγαμε».
Πότε συνέβαιναν όλα αυτά;
«Οταν ήμουν 26 ετών. Τώρα είμαι 70. Υπολόγισε λοιπόν. Πώς πέρασαν τα χρόνια… Δεν με νοιάζει όμως. Αισθάνομαι 15 χρονών. Η Πυργάκη ενθουσιάστηκε. Μαγνητοφωνήσαμε εκείνη τη βραδιά και η κασέτα έγινε ανάρπαστη. Με φώναζε μάλιστα «βάσανο». «Γεια σου, Γιώργο Μάγκα βάσανο» μου έλεγε συνέχεια…».
Γιατί σας έλεγε έτσι;
«Γιατί έπαιζα βαθιά, «αχ, ρε βάσανο» μου έλεγε. Ηταν μεγάλο πράγμα ένα όνομα σαν τη Φιλιώ Πυργάκη να αναγνωρίζει το ταλέντο σου. Επαιξα δύο χρόνια μαζί της. Και με γνώρισε ο κόσμος. Αφού έφυγα από την Πυργάκη, με πήρε τηλέφωνο ο Ανδρέας Τσαούσης. Το μεγαλύτερο όνομα της εποχής. Οταν πέθανε ο Τσαούσης, όπως κι όταν πέθανε η Πυργάκη, πήγα και τους έπαιξα κλαρίνο. Μου προτείνει να παίξουμε το Πάσχα στο χωριό Στείρι. Είχε ακούσει ότι έπαιζα καλό κλαρίνο, αλλά εγώ ήμουν πάντα μετρημένος, δεν το έπαιρνα πάνω μου. Θυμάμαι ο Τσαούσης είχε την ικανότητα να βλέπει τον κόσμο και να υπολογίζει πόσα χρήματα θα έβγαζε. Στη συνέχεια έπαιξα στον «Ελατο», ένα μαγαζί στην 3ης Σεπτεμβρίου. Εκεί ήταν ο Δημήτρης Ζάχος, ο Στάθης Κάβουρας, ο Γιάννης Κωνσταντίνου, μεγάλα ονόματα της εποχής. Είχα κάνει κι εγώ βέβαια κάποιο όνομα, όχι όμως όπως αυτοί. Εκεί έκατσα δύο χρόνια και στη συνέχεια έπαιξα με τον Αλέκο Δήμου και με τη γυναίκα του, την Εφη Γεωργακοπούλου που ήταν πολύ καλή τραγουδίστρια. Στη συνέχεια με πλησίασε ένας Φαληρέας που έκανε δίσκους και μου πρότεινε να κάνουμε έναν δίσκο, που τον ονόμασε «Αναρχο Θεό». Αυτός ο δίσκος έκανε τον κύκλο όλου του κόσμου και με γνώρισαν παντού, για παράδειγμα οι Gιpsy Kings. Eλεγαν «George Maga Ελλάδα»».
Ποιο είναι το καλύτερο πανηγύρι της χώρας;
«Να σου πω. Εδώ στην περιοχή της Λιβαδειάς όλοι κάνουν καλά πανηγύρια. Και στην Τρίπολη. Εχουμε τα ίδια τραγούδια. Εχω παίξει σε όλη την Ελλάδα μέχρι τα σύνορα, την Κακαβιά. Ακόμη και στην Κέρκυρα».
Από όσους έχετε δουλέψει μαζί, ποιος ήταν ο πιο αγαπημένος σας καλλιτέχνης;
«Ολοι ήταν πολύ αγαπημένοι, αλλά θα ξεχωρίσω τον Τσαούση. Δεθήκαμε πολύ. Ηταν αυτός που με ανέβασε… Ολοι όμως μου φέρθηκαν πολύ καλά».
Γιατί σπάτε το κλαρίνο και παίζετε με μισό κλαρίνο;
«Οταν παίζω μου φωνάζει ο κόσμος: «Κόψε το κλαρίνο, Γιώργο». Εγώ το κόβω κι αυτοί φωνάζουν «κι άλλο» μέχρι που μένει μόνο το καλαμάκι. Ε, όχι και με το καλαμάκι, ρε παιδιά!».
Παγκόσμια αναγνώριση
Στην ερώτησή μας αν έχουν παίξει σε φεστιβάλ στο εξωτερικό, μας απαντά η σύζυγος του Γιώργου Μάγκα, Τζούλη Τζινιέρη:
«Παίξαμε σε πολλά φεστιβάλ. Αρχικά στη Βραζιλία, στο Σάο Πάολο, σε παγκόσμιο φεστιβάλ παραδοσιακής μουσικής. Μας είχε στείλει ο Ευάγγελος Βενιζέλος, που ήταν τότε υπουργός Πολιτισμού. Και σε άλλα πολλά. Είναι γνωστός σε όλον τον κόσμο. Οι μεγαλύτερες γαλλικές εφημερίδες έχουν γράψει για τον Μάγκα, η “Μonde”, η “Figaro”, το CNN, το MTV, οι Gipsy Kings τον έχουν συμπεριλάβει στο CD τους. Ηρθαν μέχρι από το Μουσείο Μπενάκη και ζήτησαν μια στολή του και τους δώσαμε μια κόκκινη πλήρη στολή. Την εξέθεσαν για έναν μήνα και τώρα βρίσκεται στο Λαογραφικό Μουσείο Ναυπλίου. Ρούχα του μας έχουν ζητήσει και από μουσεία στην Ιταλία».