Η Ξάνθη αποκαλείται και «Αρχόντισσα της Θράκης», γιατί για περίπου μισό αιώνα, από το 1860 έως το 1912, πράγματι υπήρξε «αρχόντισσα», όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει περπατώντας τα σοκάκια της παλιάς πόλης της. Βασικός παράγοντας για την οικονομική, πολιτική και πολιτιστική της ανάπτυξη ήταν το εμπόριο του καπνού, το οποίο είχαν στα χέρια τους κυρίως Ελληνες επιχειρηματίες, αλλά και κάποιοι Αρμένιοι, Εβραίοι και λίγοι Τούρκοι.
Η περιοχή μας πάντα φημιζόταν για τα αρωματικά καπνά της και για την άριστη ποιότητα του χρυσόφυλλου φυτού που μόνο εδώ καλλιεργούνταν, του μπασμά. Τα συγκεκριμένα καπνά από τον επεξεργασμένο μπασμά είχαν μεγάλη εμπορική αξία, αφού μια οκά (παλιά μονάδα βάρους που αντιστοιχεί σε 1,28 κιλά) κόστιζε όσο μια χρυσή οθωμανική λίρα. Κι επειδή η πρώτη έδρα του επάρχου της περιοχής και κέντρο επεξεργασίας και εμπορίας καπνού ήταν η Γενισέα, ο καπνός αυτός καταγράφηκε και έμεινε στην ιστορία ως «Yenidge Tobacco». Το 1860 όμως κάηκε η Γενισέα και η έδρα του επάρχου μαζί με τις δραστηριότητες των καπνεμπόρων μεταφέρθηκε στην Ξάνθη, η οποία εξελίχθηκε από απλό αγροτικό κεφαλοχώρι σε πλούσιο αστικό εμπορικό κέντρο για το οθωμανικό μονοπώλιο του καπνού. Αυτό το μονοπώλιο το ανέλαβε από το 1883 η πολυεθνική εταιρεία Ρεζή, της οποίας πρώτος διευθυντής ήταν ο Θεόδωρος Ζαλάχας.
Το κλίμα της Θράκης ήταν ευνοϊκό για την καλλιέργεια του μπασμά και η παραγωγή ήταν πλούσια. Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής, που προοριζόταν για τις ντόπιες αλλά και για τις ξένες αγορές, ήταν σε μορφή φύλλων. Μεγάλες ποσότητες συσκευασμένων καπνόφυλλων τοποθετούνταν μέσα σε δέματα, φορτώνονταν στον σιδηροδρομικό σταθμό της Ξάνθης ή στο λιμάνι της Καβάλας και μεταφέρονταν σε διάφορους προορισμούς. Τα τεράστια κέρδη από αυτή τη διαδικασία συγκεντρώνονται στα χέρια των ξανθιωτών μεγαλεμπόρων. Ετσι, αναδεικνύεται μια νέα μεγαλοαστική τάξη που αποτελείται εκτός από τους καπνεμπόρους, από τραπεζίτες και ασφαλιστές.
Οι πλούσιοι καπνέμποροι, όπως ο Μιχάλης Ματσίνης, ο Παντελής Κουγιουμτζόγλου, ο Παναγιώτης Στάλιος, ως εξέχοντα μέλη της ορθόδοξης ελληνικής κοινότητας, ενδιαφέρονται για τον τόπο και την παιδεία των νέων, ιδρύουν αξιόλογα εκπαιδευτικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα και γίνονται ευεργέτες της κοινότητας. Ο πλούτος και η ευημερία τους αναδεικνύονται από τα αρχοντικά που σώζονται έως και σήμερα στην παλιά πόλη της Ξάνθης, χτισμένα με την εκλεκτικιστική αρχιτεκτονική. Χαρακτηριστικό δείγμα είναι τα δίδυμα σπίτια των αδελφών Κουγιουμτζόγλου (όπου σήμερα στεγάζεται το Λαογραφικό Μουσείο της πόλης μας) και φυσικά το «Grand Maison», το οποίο έχτισε ο Εβραίος μεγάλος καπνέμπορος, τραπεζίτης και ασφαλιστής, Ισαάκ Ντανιέλ, και στο οποίο μεγάλωσε ο Μάνος Χατζιδάκις.
Γύρω στο 1900, λοιπόν, στην πόλη μας υπήρχαν τέσσερα προξενεία, τρεις τράπεζες, δεκάδες ασφαλιστικά γραφεία, ξενοδοχεία, δεκάδες χάνια, πολιτιστικοί σύλλογοι, επαγγελματικά και φιλανθρωπικά σωματεία, κινηματογράφος, πάμπολλα καταστήματα, σχολεία και ιδρύματα.
«Το μικρό Παρίσι»
Η Ξάνθη λεγόταν τότε «μικρό Παρίσι». Δύο ήταν οι βασικοί πολιτιστικοί φορείς της πόλης: το θέατρο «Απόλλων» στο οποίο θρύλοι του θεάτρου, όπως ο Βεάκης και η Ταβουλάρη, αλλά, όπως λέγεται, ακόμα και η κορυφαία γαλλίδα τραγωδός Σάρα Μπερνάρ, είχαν δώσει παραστάσεις, και ο Μουσικογυμναστικός Σύλλογος «Ορφεύς» που ιδρύθηκε το 1900 με σκοπό τη διάδοση της μουσικής και του αθλητισμού στους νέους. Πολυάριθμες ήταν, επίσης, οι εκδηλώσεις που φιλοξενούνταν στις λέσχες οι οποίες είχαν δημιουργηθεί εκείνη την περίοδο.
Η μεγάλη αυτή ανάπτυξη ανακόπηκε το 1912 με την έναρξη των βαλκανικών πολέμων. Η οθωμανική κυριαρχία τελείωσε, όμως η πόλη γνώρισε μια σκληρή βουλγαρική κατοχή από την οποία απελευθερώθηκε στις 4 Οκτωβρίου του 1919. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την άφιξη των προσφύγων το εμπόριο του καπνού συνεχίστηκε, όμως υπό άλλους όρους. Το σίγουρο είναι ότι η Ξάνθη μας ακόμη αποπνέει την ατμόσφαιρα της αλλοτινής της αίγλης.