Εκπαιδευτικός αλλά και μουσικός. Αν και το δεύτερο συχνά στη ζωή του υποτάχθηκε στο πρώτο. Η ιδιότητα του εκπαιδευτικού εξάλλου, για τον Γιώργο Φραντζολά ήταν σημαντικότερη όλων των άλλων. Σήμερα έχει κυκλοφορήσει δύο προσωπικούς δίσκους και το… ταξίδι του συνεχίζεται. Σε μας μιλά για τις δύο ιδιότητές του, τους δίσκους του και τη μουσική του τόπου μας.
Θα μπορούσατε να μας πείτε λίγα λόγια για τη ζωή σας;
«Γεννήθηκα στη Δράμα το 1963. Σε ηλικία 8 χρόνων πήγαμε στη Θεσσαλονίκη όπου μεγάλωσα. Εκείνη την εποχή η Θεσσαλονίκη ήταν κέντρο πολιτισμού που ανάβλυζε τέχνη, επιστήμη, φιλοσοφία, μουσική. Σπούδασα στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στη συνέχεια διορίστηκα ως φιλόλογος καθηγητής στην Ξάνθη, όπου πέρασα τα 35 χρόνια της φιλολογικής μου θητείας.
Νωρίς κατάλαβα ότι έχω καλλιτεχνική κλίση και άρχισα να γράφω μουσική. Μέσα μου γεννιούνταν μελωδίες που δεν είχα ξανακούσει. Ηταν μια πολύ ωραία εμπειρία, που ήθελα να την επαναλάβω. Εξέδωσα διάφορους δίσκους, όμως ζωντανές εμφανίσεις δεν έκανα, γιατί το σχολείο και ιδιαίτερα το λύκειο, ήταν απαιτητικό. Επρεπε να είμαι συνεπής στους μαθητές μου. Να αφιερώνω την ενεργητικότητά μου στην υπηρεσία τους. Oταν βγήκα στη σύνταξη κυκλοφόρησα στο Διαδίκτυο και ένα τραγούδι σχετικό, το «Φιλολόγου απόλογος»».
Πότε και πώς άρχισε η ενασχόλησή σας με τη μουσική;
«Ξεκίνησα από μικρή ηλικία να ασχολούμαι με τη μουσική. Ο πατέρας μάς έβαζε και ακούγαμε πολύ ωραίες μουσικές, είτε κλασική είτε παραδοσιακά και τις γιορτινές μέρες ξυπνούσαμε επίσης με όμορφη μουσική. Αργότερα, στην Α’ Λυκείου άρχισα να μαθαίνω κιθάρα. Εμαθα να παίζω εμπειρικά με τους φίλους μου. Σπούδασα βυζαντινή μουσική και πάντα όλα τα συνδύαζα με τη μουσική, ακόμα και τη δουλειά μου ως φιλόλογος. Δηλώνω συχνά ως επάγγελμα «μουσικός φιλόλογος χωρίς κόμμα ενδιάμεσα»».
Είχατε κάποιον μέντορα όταν ξεκινήσατε; Σας ενέπνευσε κάποιος συγκεκριμένα;
«Οταν ήμασταν φοιτητές σχηματίζαμε μουσικές παρέες στο πανεπιστήμιο και στα φοιτητικά στέκια. Αργότερα, όμως, όταν άρχισα να γράφω τραγούδια, υπήρξε ένας μέντορας, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας από την Κομοτηνή, ο οποίος με ενθάρρυνε. Αργότερα υπήρξαν και άλλα πρόσωπα που με ενθάρρυναν και με βοήθησαν. Η Λίνα Νικολακοπούλου και η Δήμητρα Γαλάνη ιδιαίτερα».
Θα μπορούσατε να μας πείτε μερικά πράγματα για τους δίσκους σας, αν έχετε εκδώσει;
«Ο πρώτος μου δίσκος λέγεται «Νύχτα από σεντέφι», με τη Μαρία Φωτίου. Κυκλοφόρησε το 1995, ενώ ο δεύτερος το 1999, ονομάζεται «Εδώ ξυπνούν τα όνειρα» σε συνεργασία με την Καίτη Κουλλιά. Στη συνέχεια, το 2003, βγήκε ο δίσκος της Καίτης Κουλλιά «Η αγάπη λάθη συγχωρεί» στο οποίο υπάρχει και το τραγούδι «Ωκεανός», που είναι το πιο γνωστό μου τραγούδι. Στη συνέχεια συνεργάστηκα με τον μπασίστα και ενορχηστρωτή Βαγγέλη Κοντόπουλο στην Ξάνθη και φτιάξαμε τον δίσκο «Oλα είναι αλλού». Το 2014 με την Καίτη Κουλλιά και σε ενορχήστρωση του Βαγγέλη Κοντόπουλου βγάλαμε ένα παιδικό βιβλίο-CD, «Με τον Αίσωπο εκδρομή», στο οποίο συμμετείχαν και παιδιά του σχολείου μας. Επίσης συμμετείχα με τραγούδια μου και σε δίσκους άλλων συνθετών, όπως το τραγούδι «Ερχεται η αγάπη» με τον Δημήτρη Ζερβουδάκη. Τα τελευταία χρόνια ανεβάζουμε τα τραγούδια στο Διαδίκτυο».
Τι γνώμη έχετε για τη μουσική που ακούν οι νέοι στις μέρες μας;
«Πάντα υπάρχει απόσταση στο πώς βλέπει μια μεγαλύτερη γενιά τη μουσική που ακούν οι μικρότερες γενιές. Επομένως, είναι λογικό οι νέοι να ακούν ένα είδος μουσικής που να εκφράζει τον θυμό τους απέναντι σε αυτά που συμβαίνουν, διότι τα παιδιά νιώθουν αδικημένα. Αυτό που με προβληματίζει είναι πως οι νέες γενιές δουλεύουν πάρα πολύ με την ασχήμια, το άσχημο και το σκοτεινό, από τα οποία δεν είναι εύκολο να βρεθεί λύση. Δεν μπορείς να νικήσεις το κακό με το κακό, τη βία με τη βία. Το κακό μπορεί να νικηθεί με περίσσευμα αγάπης, ομορφιάς».
Τι ξεχωριστό έχει η μουσική του τόπου μας σε σύγκριση με άλλα μέρη;
«Ολες οι μουσικές του κόσμου έχουν η καθεμία την ιδιαιτερότητά της και τη δική της ομορφιά. Η ελληνική μουσική παράδοση με ενδιαφέρει όχι μόνο επειδή είναι η μουσική του τόπου μου και γιατί την άκουγα από μικρή ηλικία, αλλά και γιατί μου ταιριάζει περισσότερο. Εχει πράγματι ιδιαιτερότητες σε σχέση με το περιεχόμενό της και με τη μορφή της, αλλά είναι λίγο δύσκολο να απαντηθεί η ερώτησή σας στα όρια μιας τέτοιας συνέντευξης. Πάντως έχει μεγάλη ποικιλία, είναι πλασμένη σύμφωνα με την παράδοση του λαού μας και μεταδίδει μια αισιοδοξία και ελπίδα που βγαίνει μέσα από έναν πόνο».