Συνέντευξη στις Ελένη Μπούμπα, Αικατερίνη Σύφαντου, Ιωάννα Στρατηγού
Είναι γεγονός ότι το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών κατέχει μια σημαντική θέση στο ελληνικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Τα «δύσκολα», όμως, αρχίζουν ήδη στο Γυμνάσιο, οπότε ξεκινά η διδασκαλία του μαθήματος των Αρχαίων Ελληνικών και οι νέοι έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με το γνωστικό αυτό αντικείμενο. Εδώ και χρόνια η συζήτηση για τη θέση, τον τρόπο διδασκαλίας του μαθήματος των Αρχαίων Ελληνικών στην ελληνική εκπαίδευση, καθώς και οι προοπτικές του γεννάει διαφορετικές προσεγγίσεις. Ο κ. Αθανάσιος Ευσταθίου, καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και κοσμήτορας της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, σε μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη, απαντά στις απορίες μας.
Μεγάλη μερίδα μαθητών μπαίνοντας στο Λύκειο επιθυμεί να ακολουθήσει το πρόγραμμα σπουδών του Ανθρωπιστικού Προσανατολισμού. Παρ’ όλα αυτά, συχνά στερούνται των απαραιτήτων γνώσεων της αρχαίας ελληνικής γλώσσας… Θεωρείτε επαρκή την προετοιμασία που γίνεται στο Γυμνάσιο;
«Είναι ένα αντικείμενο ιδιαίτερα ενδιαφέρον και μάλιστα τυχαίνει αυτόν τον καιρό να έχει ανοίξει ένας διάλογος ανάμεσα στο πανεπιστήμιο και στους συναδέλφους της Μέσης Εκπαίδευσης (δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης) για ακριβώς αυτό το ζήτημα. Η δική μου πεποίθηση είναι ότι τα τελευταία χρόνια έγιναν προσπάθειες να αναβαθμιστεί μεν η διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών στο Γυμνάσιο, αλλά νομίζω ότι δεν πέτυχε κάτι τέτοιο, δεν είχαμε, δηλαδή, το επιθυμητό αποτέλεσμα. Το βασικό πρόβλημα σε αυτή τη διαδικασία είναι ότι ενώ συλλαμβάνουμε ένα μοντέλο διδασκαλίας και προσπαθούμε να το προωθήσουμε, δεν δίνουμε αρκετό χρόνο, ώστε αυτό να υλοποιηθεί, δηλαδή με διαδικασίες ανατροφοδότησης και αξιολόγησης. Θεωρώ ότι δεν είναι απαραίτητο να έχουμε στο Γυμνάσιο διδασκαλία Αρχαίων από το πρωτότυπο. Υπήρξε στο παρελθόν ένα σύστημα το οποίο προωθούσε τη διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών στο Γυμνάσιο από μεταφρασμένα κείμενα και καλές μεταφράσεις. Στην περίπτωση αυτή μιλούσαμε για ευρύτερη και όχι γλωσσική αρχαιογνωσία. Κρίνω ότι εκείνο το σύστημα τροποποιήθηκε χωρίς να το αξιολογήσουμε ορθά, όμως, δεν προτείνω να επανέλθει αυτός ο τρόπος διδασκαλίας. Οποιαδήποτε αλλαγή πρέπει να είναι προμελετημένη, διότι οι αρμόδιοι, όταν πράττουν άκριτα και γρήγορα κατά τη γνώμη μου πράττουν επιπόλαια. Επομένως, πρέπει να επανεξετάσουμε το ζήτημα της διδασκαλίας του αρχαίου κόσμου, η οποία θα βασίζεται πάνω σε δύο άξονες: Πρώτον, να εμβαθύνουμε στην αρχαιογνωσία και δεύτερον, στην «ώρα» του να έχουμε και το κατάλληλο μοντέλο διδασκαλίας και της γλώσσας είτε στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου είτε στην πρώτη τάξη του Λυκείου».
Θα μεταφερθούμε στο Λύκειο και πιο συγκεκριμένα στα θεματικά αντικείμενα που οι σημερινοί μαθητές διδάσκονται. Θεωρείτε σωστές τις επιλογές του εκπαιδευτικού προγράμματος;
«Θεωρώ ότι η επιλογή των θεματικών αντικειμένων είναι ορθή, όμως, σε ένα σχολείο – που έχω στο μυαλό μου και πολλοί δεν έχουν – θα έπρεπε τα Αρχαία να διδάσκονται ακόμη και σε τεχνικά σχολεία. Αυτό πρέπει να συμβεί, διότι ο αρχαίος κόσμος δεν είναι προνόμιο ούτε υποχρέωση ούτε αντικείμενο διδασκαλίας αποκλειστικά για όσους ασχολούνται με τον κλάδο της Ανθρωπιστικής Κατεύθυνσης. Βεβαίως, τα είδη που έχουν επιλεγεί, η τραγωδία αρχικά, είναι ένα αντικείμενο το οποίο έχει μία ευρύτητα, έχει ένα ιδιαίτερο εκπαιδευτικό περιεχόμενο και αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο του πολιτισμού μας, καθώς έχει καθορίσει πολύ μεγάλες εξελίξεις στην τέχνη, πανευρωπαϊκά και παγκοσμίως. Πρέπει να αναφέρω ότι στα πανεπιστήμια του εξωτερικού και ειδικά της Αμερικής έχει υιοθετηθεί το μοντέλο να διδάσκεται ως επιλεγόμενο μάθημα η Ελληνική Τραγωδία. Για παράδειγμα, σε σχολές Ιατρικής υπάρχει ως μάθημα επιλογής τα Αρχαία Ελληνικά, παρ’ όλο που δεν υπάρχει συνάφεια ανάμεσα στα αντικείμενα. Γι’ αυτό πρέπει να υπάρξει διεύρυνση των πνευματικών οριζόντων των μαθητών κάθε βαθμίδας, διότι είναι έντονη στις μέρες μας η τάση της εξειδίκευσης».
Είναι γεγονός ότι διαπιστώνονται αρκετές δυσκολίες στο μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών. Ποια είναι η προσωπική σας εκτίμηση σχετικά με την επίδοση των μαθητών στις Πανελλήνιες Εξετάσεις και μετέπειτα στο Πανεπιστήμιο;
«Η προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι το εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας πάσχει από το γεγονός ότι δεν υπάρχει μία λογική ακολουθία. Δηλαδή, υπάρχει η διδασκαλία των Αρχαίων στο Γυμνάσιο, χωρίς να ολοκληρώνεται και χωρίς να έχει προγραμματιστεί καλά τι πρόκειται να διδαχθούν τα παιδιά στο Λύκειο. Θεωρώ ότι ένα παιδί πρέπει να διδάσκεται τα Αρχαία Ελληνικά από μηδενική βάση, όπως αντίστοιχα συμβαίνει και στα Μαθηματικά. Εγώ έμαθα τα Αρχαία στην Α΄ Λυκείου και εξαιτίας μίας επιλογής που έκανε ο καθηγητής μου έμαθα το φθογγολογικό και ετυμολογικό κομμάτι. Υπάρχουν μέρη της γραμματικής που δεν διδάσκονται στα σχολεία. Για παράδειγμα, για τα συνηρημένα ρήματα, δεν ξέρω μόνο την κλίση τους, αλλά γνωρίζω και πώς προκύπτουν οι συναιρέσεις. Επίσης, ως μαθητής είχα μάθει όλα τα πάθη των φωνηέντων και των συμφώνων, που στην πραγματικότητα απομυθοποιούν την ιστορία που υποβόσκει πίσω από τα ανώμαλα ρήματα. Αν κατανοήσουμε το φθογγολογικό κομμάτι, αντιλαμβανόμαστε πώς προκύπτει η κλίση ενός ονόματος, ρήματος κ.λπ. Δυστυχώς, μεγάλη μερίδα φοιτητών εισάγεται στο Πανεπιστήμιο (Τμήμα Ιστορίας) με χαμηλό επίπεδο γνώσεων. Οντας καθηγητής Αρχαίων Ελληνικών σε Πανεπιστήμιο, επιλέγω να δίνω στους φοιτητές το εγχειρίδιο που δινόταν παλαιοτέρα στην Α΄ Λυκείου, το οποίο απαρτίζεται από δύο τόμους. Με αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, προσπαθώ να «καλύψω το χάσμα» που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση, οι οποίες συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους. Γι’ αυτό είναι αναγκαίο να υπάρχουν καλοί και αξιόλογοι φιλόλογοι στα σχολεία και στα πανεπιστήμια. Μάλιστα, αν θέλετε να ακολουθήσετε τους κλάδους της Φιλολογίας, σας προτρέπω να μελετήσετε σε βάθος την Αρχαία Ελληνική, γιατί είναι άκρως απαραίτητη».
«Προοπτική όχι μόνο για διδασκαλία»
Μας προτρέψατε παραπάνω να ακολουθήσουμε τους κλάδους της Φιλολογίας. Ωστόσο, έχουν περιοριστεί οι επαγγελματικές προοπτικές του φιλολόγου. Πού πιστεύετε ότι οφείλεται αυτό το φαινόμενο;
«Είναι γεγονός ότι έχουν περιοριστεί οι επαγγελματικές προοπτικές του φιλολόγου. Αυτό θεωρώ ότι πρέπει να το αλλάξουμε και εμείς στο πανεπιστήμιο. Αφενός να έχουμε μία αμιγή Φιλολογία, που θα βγάλει ανθρώπους ικανούς να διδάξουν, αφετέρου να υπάρχει μία προοπτική στους φιλολόγους που να μην επικεντρώνεται μόνο στη διδασκαλία, παρά να λειτουργεί ως προϋπόθεση για να χρησιμοποιηθεί και σε άλλους τομείς. Για παράδειγμα, στην Αγγλία – στην οποία βρισκόμουν επί δέκα χρόνια – υπήρχε ένας σύλλογος αποφοίτων σχολών κλασικών σπουδών, που κάθε τρία χρόνια διοργάνωνε ένα μεγάλο συνέδριο, στο οποίο συμμετείχαν διευθυντές τραπεζών, πολιτικοί κ.λπ. Με αυτό θέλω να πω ότι ο αρχαίος ελληνικός κόσμος αποτελεί υπόβαθρο για πολλά επαγγέλματα. Στο ελληνικό πανεπιστήμιο δεν έχουμε φροντίσει για κάτι ανάλογο, γι’ αυτό δεν έχουμε και τις αντίστοιχες επαγγελματικές προοπτικές».