Ο όρος «ιδίωμα» αναφέρεται στην τοπική παραλλαγή μιας γλώσσας, με μικρές αποκλίσεις από την κοινή γλώσσα στον χώρο της φωνολογίας, της μορφολογίας ή του λεξιλογίου και αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε τόπου. Ετσι η Κεφαλλονιά – εκτός από την πλούσια μουσική παράδοση – διακρίνεται και για το κεφαλλονίτικο ιδίωμα που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την κεφαλλονίτικη σάτιρα αλλά και την επτανησιακή λογοτεχνία (καθώς χρησιμοποιήθηκε στα έργα του ληξουριώτη σατιρικού λογοτέχνη Ανδρέα Λασκαράτου).
Το λεξιλόγιο της Κεφαλλονιάς αποτελείται από 6.500 λέξεις, όμως στο σύνολό τους ξεπερνούν τις 10.000 λέξεις. Στα φωνολογικά και γλωσσικά στοιχεία του περιλαμβάνονται η συρτή προφορά στο τέλος των ερωτήσεων και η αλλαγή νοήματος που αποκτούν οι λέξεις και φράσεις της κοινής ελληνικής. Παραδείγματος χάρη, η φράση «τα βρήκαμε» στην υπόλοιπη χώρα σημαίνει «συμφωνήσαμε», στην Κεφαλλονιά όμως σημαίνει «μαλώσαμε». Επιπλέον, στο λεξιλόγιο της Κεφαλλονιάς συναντώνται λέξεις τόσο ιταλικής όσο και τουρκικής προέλευσης, στοιχείο που μαρτυρεί την πλούσια ιστορία του τόπου. Καταληκτικά, το κεφαλλονίτικο ιδίωμα εξυπηρέτησε την ανάγκη των Κεφαλλονιτών για διαφοροποίηση, ανωτερότητα, σύνδεση με τον τόπο και την ιστορία του, καθώς και για αλλαγή στη σημασία όρων της κοινής ελληνικής.
Η βενετική κυριαρχία
Ετσι, η κεφαλλονίτικη ντοπιολαλιά περιέχει ιταλικές και τουρκικές λέξεις. Κατά τον 16ο αιώνα, η παγίωση και η εγκαθίδρυση της βενετικής κυριαρχίας επέφερε στο νησί νέα κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα, καθώς επήλθαν διοικητικές, χωροταξικές και κοινωνικές αλλαγές. Μάλιστα, όσον αφορά την κεφαλλονίτικη ντοπιολαλιά, οι μεγαλύτερες επιδράσεις προσδιορίζονται από τις εισροές εποίκων και κληρικών που δίδαξαν τη βενετσιάνικη διάλεκτο, καθώς και από την επικοινωνία του νησιού με τη Δύση και με τις άλλες βενετοκρατούμενες ελληνικές χώρες της Ανατολής.
Οι επιδράσεις από τη Δύση μπορούν να ανιχνευτούν στον γραπτό λόγο των νοταρίων (=συμβολαιογράφων), που άσκησαν το επάγγελμα είτε στο διοικητικό κέντρο (Κάστρο του Αγίου Γεωργίου) είτε σε άλλες περιοχές του νησιού. Μελετώντας τα νοταριακά κείμενα συναντώνται όροι, ουσιαστικά, επίθετα και ρήματα της ιταλικής προσαρμοσμένα στο κλιτικό (γραμματικό) σύστημα ομιλούμενης ελληνικής. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι όροι ιταλικής προέλευσης, που σχετίζονται με διοικητικά ή στρατιωτικά αξιώματα του νέου διοικητικού συστήματος (καντζιλιέρης=γραμματέας της Διοίκησης που προέρχεται από την ιταλική λέξη cancelier), με νομικούς και οικονομικούς όρους [ντάτζ(ι)ο (dazio)=φόρος, δασμός], με γεωγραφικούς όρους [περ γαρμπή (garbino)=νοτιοδυτικά] και με εισαγόμενα είδη από την Ιταλία, όπως υφάσματα [μπροκαδέλο (broccatello)=είδος υφάσματος].
Οσον αφορά την ύπαρξη τουρκικών λέξεων στο κεφαλλονίτικο λεξιλόγιο, πρόκειται για έναν μικρό αριθμό λέξεων, που δεν έχουν πνευματικό περιεχόμενο και αναφέρονται σε πρακτικές ανάγκες της καθημερινότητας (π.χ., μπαλτάς, μπακάλης).
Ομως, πώς εντάχθηκαν στο κεφαλλονίτικο γλωσσικό ιδίωμα; Το γεγονός αυτό οφείλεται στην κατάκτηση του νησιού για μικρά χρονικά διαστήματα και σε περιορισμένη έκταση από τους Τούρκους, στην αμοιβαία επικοινωνία και επιμειξία μεταξύ των Κεφαλλονιτών και των Τούρκων της Ηπείρου και της Πελοποννήσου αλλά και στον συστηματικό εποικισμό του νησιού εκ μέρους της ενετικής διοίκησης με στρατιωτικά σώματα αποτελούμενα από αλβανόφωνους Ελληνες-Αλβανούς-Μαυροβούνιους για την αντιμετώπιση του οξέος δημογραφικού προβλήματος. Βέβαια, η Κεφαλλονιά αποτέλεσε καταφύγιο για πολλούς ελληνικούς πληθυσμούς που δεν μπορούσαν να υποστούν τον τουρκικό ζυγό καθώς και για τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Εκτός από τα παραπάνω, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και κυρίως μετά τον σεισμό του 1953, παρατηρήθηκε η εισροή μαστόρων, τεχνιτών και δασκάλων από την Ηπειρο, τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο για να εργαστούν στο νησί.
Τέλος, στην ύπαρξη τουρκικών λέξεων στην κεφαλλονίτικη ντοπιολαλιά συνέβαλαν σημαντικά οι μετακινήσεις πολλών Κεφαλλονιτών στην Πελοπόννησο και στην ηπειρωτική Ελλάδα, κατά τον 17ο (λόγω σεισμών) και 19ο αιώνα, για να εργαστούν ως αλιείς, καλλιεργητές ή τεχνίτες, η συχνή επικοινωνία του νησιού με την Ελλάδα μετά την Ενωση των Επτανήσων με την ίδια και η συμμετοχή Κεφαλλονιτών στα Ορλωφικά, στην επανάσταση του 1821 και στη Μικρασιατική εκστρατεία. Ετσι, εντάχθηκαν στο λεξιλόγιο του Κεφαλλονίτη λέξεις τουρκικής καταγωγής που αναπόφευκτα υπάρχουν στη Νεοελληνική.
Οπως είναι προφανές από τα παραπάνω, η συμβολή του κεφαλλονίτικου γλωσσικού ιδιώματος αλλά και κάθε ιδιώματος είναι μεγάλη. Χάρη στα δάνεια από τις γλώσσες των κατακτητών της Κεφαλλονιάς, όχι μόνο ενισχύθηκε γλωσσικά η ταυτότητα της ελληνικής παράδοσης αλλά και ιστορικά, καθώς μαρτυρούν την πλούσια ιστορία της Κεφαλλονιάς αλλά και γενικότερα των Επτανήσων. Επίσης, το γλωσσικό ιδίωμα της Κεφαλλονιάς αποτελεί τεκμήριο της πολυμορφίας της ελληνικής γλώσσας και αναδεικνύει τον ανεξάντλητο πλούτο της. Για αυτό οφείλουμε να διατηρούμε τα ιδιώματα και τις διαλέκτους ώστε να μην ξεχνιούνται στο πέρασμα του χρόνου, καθώς δεν αποτελούν απλώς πλούτο για την ελληνική γλώσσα, αλλά δείγματα της εξέλιξής της.