Ο Νίκος Καββαδίας, ο ποιητής της θάλασσας και των ναυτικών, καταγόμενος από το νησί μας, την Κεφαλλονιά, αποτελεί μία από τις πιο ξεχωριστές και αγαπητές προσωπικότητες στη νεοελληνική λογοτεχνία. Μέσα από τα ποιήματά του οι αναγνώστες ταξιδεύουν σε θάλασσες άγνωστες και συναντούν πρόσωπα γεμάτα πάθη και όνειρα. Παρότι το λογοτεχνικό του έργο, που χαρακτηρίζεται από τη βαθιά του σχέση με τη θάλασσα, τους ναυτικούς, τη ζωή, τη γυναίκα και τον έρωτα, έχει γίνει ευρέως γνωστό, η ενδιαφέρουσα και περιπετειώδης ζωή του ίδιου του Καββαδία παραμένει σε αρκετά μεγάλο βαθμό άγνωστη. Η δημοσιογραφική έρευνα ωστόσο έφερε στο φως άγνωστα στοιχεία.

Τα πρώτα χρόνια, ο Τσαρούχης και η φιλία με τον Νιρβάνα

Ο Καββαδίας γεννήθηκε στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας το 1910 από γονείς Κεφαλλονίτες. Ο πατέρας του, Χαρίλαος Καββαδίας, καταγόταν από το γραφικό Φισκάρδο και η μητέρα του, Δωροθέα Αγγελάτου, από την Ασσο της Κεφαλλονιάς. Είχε τρία αδέλφια: την Τζένια, τον Μίκια (Δημήτρη) και τον Αργύρη. Το 1914, με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, έρχονται οικογενειακώς στην Κεφαλλονιά. Ωστόσο, ο πατέρας του επιστρέφει μετά από ένα μικρό χρονικό διάστημα στη Μαντζουρία για να διευθετήσει κάποιες εμπορικές εκκρεμότητες, και έρχεται ξανά στην Ελλάδα μετά από επτά χρόνια, το 1921, οικονομικά εξουθενωμένος. Την ίδια χρονιά η οικογένεια φεύγει και εγκαθίσταται στον Πειραιά.

Εκεί, ο Καββαδίας τελείωσε το Δημοτικό στην ιδιωτική σχολή Μπάρδη, όπου είχε συμμαθητή και τον σπουδαίο ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη. Την περίοδο εκείνη αρχίζει σιγά-σιγά να ξεδιπλώνεται το ταλέντο του στη γραφή. Τα πρώτα του ποιήματα τα δημοσιεύει σε εφημερίδες με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας, που του δίνει ο σπουδαίος γι’ αυτόν δάσκαλος και φίλος Παύλος Νιρβάνας.

Το 1928 αποφοιτά από το Γυμνάσιο της Γαλλικής Σχολής Saint Paul στον Πειραιά και δίνει εξετάσεις στην Ιατρική, όμως αναγκάζεται να δουλέψει σε ναυτικό γραφείο εξαιτίας μιας βαριάς αρρώστιας του πατέρα του.

«Κι εγώ σ’ ένα γραφείο

με χάρτες ναυτικούς,

θα κάνω αθροίσεις σε

χοντρά λογιστικά βιβλία»

(Mal du depart)

Μετά από λίγο καιρό, ο πατέρας του πεθαίνει και ο δεκαεννιάχρονος πια Καββαδίας μπαρκάρει μαζί με τον μικρότερο αδελφό του, Αργύρη, στο φορτηγό «Αγιος Νικόλαος». Ετσι, ξεκινάει η περιπετειώδης ζωή του στα καράβια και στα μακρινά λιμάνια αλλά και η αφοσίωσή του στη θάλασσα και στον ασύρματο. Ο Κόλιας, όπως συνήθιζαν να τον φωνάζουν οι γνωστοί του, γράφει στο βιβλίο του «Βάρδια» πως το μόνο που ήθελε ήταν να ταξιδεύει. Του άρεσε η πλώρη και δεν τον ένοιαζε να γίνει καπετάνιος. Ετσι, πήγε να δώσει εξετάσεις για μαρκόνης, ασυρματιστής, δηλαδή, στη γλώσσα των ναυτικών. Το 1939 πήρε το δίπλωμα του Ασυρματιστή Β’ Τάξεως και αργότερα, το 1953, πήρε το δίπλωμα του Ασυρματιστή Α’ Τάξεως.

Το 1933 δημοσιεύεται η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Μαραμπού», που χαρακτηρίζεται από τη φρεσκάδα της νεανικής αθωότητας του ποιητή και τη λαχτάρα του για μακρινά ταξίδια στη θάλασσα. Τα ποιήματα είναι γεμάτα με εικόνες εξωτικές και τραγικά πρόσωπα.

Για την ιστορία που κρύβεται πίσω από το ποίημά του «Μαραμπού» γράφει ο Κόλιας σε ένα από τα αθησαύριστα πεζογραφήματα που είναι συγκεντρωμένα στο βιβλίο «Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη»:

«Είναι μια ιστορία που η αρχή της είχε γραφτεί στο επιβατικό, που ταξίδευα άλλοτε… Είναι μια θλιβερή ιστορία… Δεν θυμάμαι πια το όνομά της. […]Ταξίδευε από την Αλεξάνδρεια για τη Μασσαλία με τη μητέρα της. Ητανε κόρη ενός βαμβακεμπόρου, που είχε ξεπέσει και αυτοκτόνησε. Φορούσε μαύρα, διάβαζε τραγούδια, ήξερε να μιλεί με έναν τρόπον απλότατο κι ήταν ένα πλάσμα με καλοσύνη και αγνότητα. Μου χάρισε ένα πορτοφόλι από ψαρόδερμα και της χάρισα το Σταυρό μου… Υστερα από τρία χρόνια στο Μπουένος Αϊρες κοιμήθηκα μια νυχτιά με μια γυναίκα. Το πρωί, όταν έβγαλα το πορτοφόλι μου να πληρώσω, δεν ξέρω πώς, έβγαλε μια φωνή καθώς το είδε κι εγώ άλλη μία, όταν είδα ένα μικρό σταυρό καρφωμένο στη ρόμπα της…».

 Ο Καββαδίας και οι γυναίκες

Ο Καββαδίας αγάπησε τις γυναίκες, τις σεβάστηκε και τις ύμνησε στην ποίησή του αλλά και στην προσωπική του ζωή. Το γυναικείο φύλο εμφανίζεται στο έργο του ως μητέρα, ως ιερόδουλη, ως πλάσμα γοητευτικό και εξωτικό, ως πρόσωπο ηθικό ή ανήθικο αλλά και με διάφορες υπηκοότητες.

Σε όλες τις περιπτώσεις, όμως, ο Καββαδίας συμπεριφέρεται σε αυτό με ευγένεια και τρυφερότητα. Ενα χαρακτηριστικό περιστατικό, που αναφέρεται στις πηγές και από το οποίο φαίνεται η ευαισθησία του ποιητή και ο σεβασμός του προς τη γυναίκα, είναι όταν κάποτε έσωσε μία Ελληνίδα από οίκο ανοχής στην Ισπανία. Κάποια στιγμή που ταξίδεψε στην Αργεντινή συνάντησε μια ιερόδουλη που, αν και δεν ήταν τόσο όμορφη, του τράβηξε το ενδιαφέρον.

Κάθε φορά που πήγαινε να τη βρει ο Καββαδίας του έλεγε στα ισπανικά να φύγει γιατί κινδυνεύει. Μέχρι που ο Καββαδίας βρήκε στο δωμάτιό της ένα γράμμα από την Ελλάδα και μια ελληνική εφημερίδα. Του εξομολογήθηκε, λοιπόν, αυτή ότι, όταν ήταν φοιτήτρια στη Γαλλία, ερωτεύτηκε έναν νεαρό και τον ακολούθησε στην Αργεντινή. Αυτός, όμως, την κορόιδεψε και την πούλησε σε οίκο ανοχής. Η ιστορία αυτή συγκίνησε τον Καββαδία και αποφάσισε να την πάρει από εκεί με τη βοήθεια μερικών συναδέλφων του.

Ετσι, την πήρε μαζί του στο καράβι και της εξασφάλισε ο ίδιος τα εισιτήρια για την Ελλάδα. Μετά από χρόνια, τη συνάντησε ξανά στο σπίτι του Μ. Καραγάτση, όπου ήταν καλεσμένος. Αυτή όμως έκανε πως δεν τον γνώριζε και μάλιστα, μόλις έφυγε ο Καββαδίας, ρώτησε τον Καραγάτση: «Πώς βάζεις έναν τέτοιον άνθρωπο σπίτι σου; Τον ξέρεις ποιος είναι;». Ο Καραγάτσης παραξενεμένος, όταν ξανάδε τον Καββαδία, τον ρώτησε τι της είχε κάνει και τον κατηγορούσε. Ο Καββαδίας, καθώς δεν ήθελε να την εκθέσει του απάντησε: «Γιατί δεν τη ρωτάς την ίδια, να σου πει τι της έχω κάνει;».

Ο πόλεμος του ’40

Το 1940 με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Νίκος Καββαδίας φεύγει για το αλβανικό μέτωπο, όπου στην αρχή υπηρετεί ως ημιονηγός και αργότερα ως ασυρματιστής στον σταθμό Υποκλοπής της Τρίτης Μεραρχίας. Μετά τη συνθηκολόγηση του ελληνικού στρατού επιστρέφει πεζός στην Ελλάδα. Για την περιπέτεια αυτή γράφει τα δύο πεζογραφήματα: «Του Πολέμου» και «Στο άλογό μου».

«Οι κάλοι των χεριών μου από τα λουριά σου μου είναι τόσο αγαπητοί, όσο εκείνοι που κάποτε απόχτησα στις θαλασσινές μου πορείες. Θα σου ξαναγράψω!…» (Στο άλογό μου).

Το 1945 ο Καββαδίας επιστρέφει στα καράβια, όπου αυτή τη φορά θα παραμείνει για τριάντα περίπου χρόνια. Ο Κόλιας τις περισσότερες ώρες τις ζωής του τις πέρασε στην καμπίνα του ασυρμάτου. Δεν έγραφε σχεδόν ποτέ σε κόλλες, δεν μεριμνούσε να έχει χαρτί για να γράψει. Εγραφε ιδέες, λέξεις, στιχάκια πάνω σε χαρτοπετσέτες που έπαιρνε από την τραπεζαρία, σε χαρτί τουαλέτας ή ακόμα και σε πακέτα των τσιγάρων του. Σύμφωνα με αρκετές μαρτυρίες φίλων και συναδέλφων του ήταν και μεγάλο «πειραχτήρι». Παρότι στο καράβι «Απολλωνία», όπου εργάστηκε για κάποια χρόνια ο Κόλιας ως ασυρματιστής, παρευρίσκονταν συχνά επώνυμα πρόσωπα της υψηλής κοινωνίας, ο ίδιος δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις με αυτά. Προτιμούσε να τρώει στην τραπεζαρία του κατώτερου πληρώματος. Το 1947 κυκλοφορεί η δεύτερη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Πούσι», την οποία ο Καββαδίας αφιερώνει στην ανιψιά του, Ελγκα Καββαδία. Στο βιβλίο αυτό ο ποιητής εστιάζει στη ζωή των ναυτικών και στη θάλασσα, εμπνευσμένος από τα βιώματά του στα καράβια. Τα ποιήματα του βιβλίου μοιάζουν με γράμματα ενός ναυτικού και μέσα σε αυτά παρεμβάλλονται διάφορες ενδιαφέρουσες ιστορίες, που κανείς δεν ξέρει ποιες από αυτές ήταν πραγματικές ή φανταστικές.

 «Κάτασπρα φοράς

κ’ έχεις βραχεί,

πλέκω σαλαμάστρα

τα μαλλιά σου.

Κάτου στα νερά

του Port Pegassu

βρέχει πάντα

τέτοιαν εποχή» (Πούσι)

Το 1954 κυκλοφορεί το πρώτο πεζογραφικό του βιβλίο με τίτλο «Βάρδια». Πρόκειται για ένα βιβλίο με χαρακτήρα αυτοβιογραφικό και εξομολογητικό, στο οποίο κεντρικός ήρωας είναι ο ασυρματιστής Νικόλας, δηλαδή ο ίδιος ο ποιητής. Μέσα σε αυτό διαβάζουμε συνομιλίες, προβληματισμούς και ιστορίες που μοιράζονται μεταξύ τους οι ήρωες κατά τη διάρκεια της βάρδιας. «Ζαλίζομαι στη στεριά. Το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο επικίνδυνο το ‘καμα στην άσφαλτο, από το Σύνταγμα στην Ομόνοια» (Βάρδια).

Η αυτοκτονία του Αργύρη

Ενα τραγικό γεγονός που σημάδεψε τον Καββαδία ήταν ο θάνατος του μικρότερου αδελφού του, Αργύρη. Το 1957 ο Καββαδίας δούλευε στο καράβι «Λυδία». Οταν κάποια στιγμή σταμάτησαν στο λιμάνι του Πειραιά για κάποια επισκευή, μπήκε ο καπετάνιος στο καράβι κρατώντας μια εφημερίδα και ο Καββαδίας του ζήτησε να του τη δώσει για να διαβάσει τα «Κοινωνικά». Τότε διαβάζει ξαφνικά ότι ο αδελφός του, πλοίαρχος πια σε φορτηγό, αυτοκτόνησε στην καμπίνα του με πιστόλι, και αρχίζει να χτυπάει το κεφάλι του κλαίγοντας απελπισμένα. Μετά από αυτό σταμάτησε να γράφει για χρόνια…

Μέσα στα επόμενα χρόνια μερικά σημαντικά γεγονότα για τον Καββαδία ήταν το 1965 ο θάνατος της μητέρας του και το 1966, όταν γεννήθηκε ο Φίλιππος, γιος της ανιψιάς του Ελγκας, τον οποίο ο Καββαδίας αποκαλούσε εγγονό. Στον «εγγονό» του αφιέρωσε και την τελευταία ενότητα της ποιητικής του συλλογής «Τραβέρσο», «Τα παραμύθια του Φίλιππου».

Ο έρωτας

Οσον αφορά τον έρωτα, ο Καββαδίας δήλωνε πάντα πως τον φοβόταν και τον περιφρονούσε. Λίγο πριν πεθάνει, ωστόσο, στα 63 του χρόνια, γνώρισε και ερωτεύτηκε τη φοιτήτρια Θεανώ Σουνά, το «κοριτσάκι» του, όπως συνήθιζε να την αποκαλεί, για την οποία έγραψε και το πιο ερωτικό του ποίημα στην ποιητική συλλογή «Τραβέρσο», το «Φάτα Μοργκάνα». Στη γλώσσα των ναυτικών, σύμφωνα με τον Κόλια, Φάτα Μοργκάνα είναι ένα φαινόμενο που συμβαίνει στη Σικελία ή έξω από τη Νάπολι, γύρω στις τρεις τη νύχτα, κατά το οποίο παρουσιάζονται στον ορίζοντα τρεις γυναίκες που χορεύουν με ξέπλεκα μαλλιά και πέπλα. Το φαινόμενο αυτό κρατάει για δύο λεπτά περίπου και μετά σβήνει. «Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου, σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό, που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν» (Φάτα Μοργκάνα).

Στις 10 Φεβρουαρίου του 1975, ημέρα Παρασκευή, στην Αθήνα, ο Νίκος Καββαδίας φεύγει από τη ζωή. Ηταν καθισμένος στον καναπέ, όταν τον χτύπησε το εγκεφαλικό και πριν πέσει σε κώμα πρόλαβε να πει στην αδελφή του, Τζένια: «Επαθα, αδελφή, αυτό που φοβόμουν…». Αυτά ήταν και τα τελευταία του λόγια. Ο Κόλιας φοβόταν μην πεθάνει στη στεριά, δεν την μπορούσε, ένιωθε πως αρρώσταινε σ’ αυτή. Το σπίτι του ήταν η θάλασσα, το καράβι, και εκεί ήθελε να τον βρει ο θάνατος, μα τελικά τον βρήκε εκεί που φοβόταν, στη στεριά. «Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες, θα ‘χω έναν θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες» (Mal du depart).

Μετά τον θάνατό του εκδόθηκαν κι άλλα βιβλία του, όπως η τελευταία του ποιητική συλλογή με τίτλο «Τραβέρσο» και τα μέχρι τότε ανέκδοτα πεζογραφήματά του «Λι» και «Του Πολέμου – Στο Αλογό μου». Η μεγάλη αναγνώριση του έργου του έγινε, αφού πέθανε, με τη μελοποίηση των ποιημάτων του από τον Θάνο Μικρούτσικο, τον Γιάννη Σπανό, τη Μαρίζα Κωχ, τους αδελφούς Κατσιμίχα, τους Ξέμπαρκους και άλλους καλλιτέχνες.

Ο Νίκος Καββαδίας έμεινε πράγματι για πάντα «ιδανικός κι ανάξιος εραστής των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων». Αγάπησε τη ζωή της θάλασσας και την έκανε ποίηση με έναν μοναδικό τρόπο, υμνώντας σε αυτή την ίδια τη θάλασσα, τη γυναίκα, τους περιθωριοποιημένους και εξαθλιωμένους ανθρώπους της ζωής. Γι’ αυτό και γίνεται ιδιαίτερα αγαπητός στους αναγνώστες και κυρίως στους νεαρούς αναγνώστες. Το έργο του παραμένει πάντα διαχρονικό και σε συνδυασμό με τη ζωή του εμπνέει τις επόμενες γενιές και αποδεικνύει πως η τέχνη και το ταξίδι δεν έχουν σύνορα.