Σε κάθε γωνιά της ελληνικής ιστορίας υπάρχουν τόποι που αναβλύζουν θάρρος και αγωνιστικότητα. Ενας από αυτούς είναι η Κεφαλλονιά, ένα νησί που οι άνθρωποί του έχουν αφήσει ανεξίτηλα ίχνη στον αγώνα για ελευθερία και δικαιοσύνη. Ενα από τα σημαντικότερα γεγονότα, που τοποθετείται τα πρώτα χρόνια της σύστασης του ελληνικού κράτους, είναι το ψήφισμα της 26ης Νοεμβρίου 1850, το οποίο αποτέλεσε και δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ των δύο αντίπαλων πόλεων, του Ληξουρίου και του Αργοστολίου. Ολες οι δυνάμεις της Κεφαλλονιάς ενώθηκαν για ένα και μόνο σκοπό, την αναγνώριση της συνεισφοράς τους στην Ελλάδα.

Στα μέσα του 19ου αιώνα η Κεφαλλονιά βρισκόταν υπό βρετανική κατοχή. Οι Κεφαλλονίτες ανέχονταν τη βιαιότητα των Αγγλων, τη στέρηση των δικαιωμάτων τους και την υποτίμησή τους. Αυτό ενίσχυσε τον πόθο τους για την ένωση με την Ελλάδα και την ανάκτηση της ελευθερίας τους. Αυτό μαρτυρεί και το μνημείο του ιστορικού ψηφίσματος της 26ης Νοεμβρίου του 1850 που βρίσκεται στην καρδιά του Αργοστολίου, μόλις λίγα μέτρα μακριά από την κεντρική πλατεία. Πρόκειται για ένα λιτό καλλιτεχνικό δημιούργημα που στο πίσω μέρος αναγράφει αναλυτικά το ψήφισμα το οποίο πυροδότησε αντιδράσεις στη Βουλή.

Με το ψήφισμα οι κεφαλλονίτες βουλευτές ζήτησαν: την καθιέρωση της 26ης Νοεμβρίου ως ημέρας μνήμης του ψηφίσματος και μνημείο εθνικής κληρονομιάς, ώστε να αποδοθεί φόρος τιμής στους επαναστάτες της Επτανησιακής Ελευθερίας. Επίσης, ζήτησαν να αναγνωριστεί η αντίσταση των Ριζοσπαστών κατά τη διάρκεια της Αγγλοκρατίας. Τέλος, ζήτησαν να θεσμοθετηθεί ετήσιο πολιτικό μνημόσυνο στη Βουλή προς τιμήν των Ριζοσπαστών που αγωνίστηκαν.

Η συζήτηση στη Βουλή

Παρά το αίτημα των κεφαλλήνων βουλευτών να αναγνωρισθεί το ψήφισμα, η Βουλή τους απογοήτευσε. Οι κεφαλλήνες βουλευτές που είχαν αγωνισθεί για το ελληνικό έθνος και είχαν προσφέρει βοήθεια στους Σουλιώτες κατά τη διάρκεια της πολιορκίας αλλά και που είχαν αγωνισθεί στη μάχη του Λάλα και στο Πούσι αγνοώντας τα βασανιστήρια, τις εκτελέσεις, τις δημεύσεις των περιουσιών αλλά και τις εξορίες, έβλεπαν με δυσφορία να παραμερίζονται από το ελληνικό κράτος.

Την ανάγνωση του ψηφίσματος στη Βουλή ανέλαβε ο κεφαλλονίτης βουλευτής Ιωάννης Τυπάλδος-Καπελέτος. Δεν ήταν λίγες οι φορές που τον διέκοψαν, όμως εκείνος συνέχιζε να τονίζει το γεγονός καταθέτοντας τα ονόματα και των υπόλοιπων ριζοσπαστών βουλευτών που υποστήριξαν το ψήφισμα: Ηλία Ζερβό-Ιακωβάτο, Ιωάννη Τυπάλδο-Καπελέτο, Γεράσιμο Λιβαδά, Ιωσήφ Μομφεράτο, Τηλέμαχο Παϊζή, Σιγούρο-Δεσύλλα και Φραγκίσκο Δομενεκίνη. Ακόμη όμως και τότε δεν κατάφερε να αρθρώσει παρά μόνο λίγες λέξεις. Τα όργανα της Αγγλοϊόνιας Κυβέρνησης με ειδικό διάταγμα του Αρμοστή κηρύσσουν τη λήξη της Συνόδου και παύση της Βουλής.

Διώξεις και εκτοπίσεις

Το ιστορικό ψήφισμα γράφτηκε σε μονόφυλλο και κυκλοφόρησε σε ολόκληρη τη νήσο. Το 1850 ο Ηλίας Ζερβός και ο Ιωσήφ Μομφεράτος κατήγγειλαν μέσω των εφημερίδων τους το πραξικόπημα της Αγγλοϊόνιας Κυβέρνησης, που διέταξε το κλείσιμο της Βουλής. Η αντίδραση της «Προστασίας» και των τοπικών συνεργατών της, των «Καταχθονίων», ήταν άμεση, με διώξεις, φυλακίσεις, εκτοπίσεις και το κλείσιμο του «Δημοτικού Καταστήματος» των Ριζοσπαστών. Η πολυπόθητη Ενωση των Επτανήσων με την Ελλάδα πραγματοποιήθηκε το 1864, ευνοώντας τα αγγλικά συμφέροντα και τα σχέδια των μεγάλων δυνάμεων.

Αυτό ήταν μια στάλα από την ιστορία του νησιού. Ενα ψήφισμα που δεν υπογράφτηκε ποτέ, μια πικρία αλλά και μια ανάμνηση που αποδεικνύει ότι εμείς οι άνθρωποι πρέπει να παλεύουμε ακόμα και για τα μικρά πράγματα. Κάπως έτσι, στον αφρό της θάλασσας το όνειρο του ψηφίσματος κοιμήθηκε. Δεν ξέρω έως πότε. Θα δεσμευτώ, όμως, να θυμάμαι πως η ιστορία είναι μια στάλα νερού που σε ξεδιψά, όταν νιώθεις πως στέρεψες από λόγους. Και κάπως έτσι θα παλέψω και αυτή τη φορά, θα διεκδικήσω.

Η Κεφαλλονίτισσα της Γαλλικής Αντίστασης

Η Ελένη Βαλλιάνου γεννήθηκε το 1909 στο Παρίσι, κόρη του κεφαλλονίτη πλοιοκτήτη Μαρίνου Βαλλιάνου και της Δανάης Βαλλιάνου. Μεγάλωσε σε ένα πολυτελές σπίτι στο Ασκοτ της Αγγλίας και αργότερα, το 1924, οι γονείς της μετακόμισαν στις Κάννες της Γαλλικής Ριβιέρας. Η Ελένη παρέμεινε στο Ασκοτ, όπου σπούδασε στο St. George’s School, αποδεικνύοντας τις εξαιρετικές της ικανότητες στο πιάνο, στις γλώσσες και στα αθλητικά.

Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της το 1927, μετακόμισε στις Κάννες με την οικογένειά της, όπου έζησαν σε μια πολυτελή βίλα με εκπληκτικούς κήπους. Εκεί η Ελένη ζούσε μια ανέμελη ζωή, απολαμβάνοντας τις θαλάσσιες βόλτες και την ορειβασία, ενώ ταυτόχρονα έγραφε άρθρα και συμμετείχε στον προσκοπισμό και στην κοινότητα της περιοχής.Η ζωή της άλλαξε δραματικά με την κήρυξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Ελένη και η μητέρα της βοηθούσαν εθελοντικά τους γάλλους στρατιώτες, ενώ μετά την κατοχή της Γαλλίας από τους Γερμανούς η Ελένη συμμετείχε ενεργά στην αντίσταση ως μέλος των Μακί. Η γενναιότητά της την έκανε ηγετική φυσιογνωμία, αλλά και στόχο των κατοχικών δυνάμεων. Στις 28 Ιουλίου 1944 συνελήφθη από τους συνεργάτες των Γερμανών μαζί με τους γονείς της. Υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια χωρίς να αποκαλύψει τίποτα. Στις 15 Αυγούστου 1944, λίγο πριν την απελευθέρωση των Καννών, εκτελέστηκε μαζί με άλλους κρατούμενους.

Η κηδεία της έγινε έξι εβδομάδες αργότερα στον Ρωσικό Ορθόδοξο Ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στις Κάννες. Μετά θάνατον, η Ελένη τιμήθηκε με το Παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής και τον Πολεμικό Σταυρό του Φοίνικα. Στη μνήμη της, ένας δρόμος και ένα δημοτικό σχολείο στις Κάννες φέρουν το όνομά της, ενώ το 2002 τοποθετήθηκε τιμητική πλάκα στο Δημαρχείο Λειβαθούς στην Κεφαλλονιά.