«…Θέλοντες οι παρόντες ευγενείς άρχοντες να φαμπρικάρουν ένα σπίτι Παλάτι στους λόγγους και περιπλέον να φαμπρικάρουν και τα χαμώγια περ γρέγω της κούρτης εσυβάστηκαν με τους εδώ παρόντες μαστόρους χτιστάδες μαστρο-Γεράσιμο, μαστρο-Διονύση, μαστρο–Σπύρο…»

Νοτάριος Πυλαρινός Ιωάννης – 5 Οκτωβρίου 1819 έτος παλαιόν και 17 Οκτωβρίου έτος νέον  

Εργολαβικό συμφωνητικό του 1819

Πολλοί είναι οι παράγοντες που επηρεάζουν την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής ενός τόπου: το φυσικό περιβάλλον, η μορφολογία του εδάφους, η χρήση συγκεκριμένων υλικών, τα ιστορικά γεγονότα. Από αυτά, το τελευταίο είναι εκείνο που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αρχιτεκτονική της Κεφαλλονιάς. Ετσι, οι διάφορες κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις σε κάθε ιστορική περίοδο από την οποία περνούσε το νησί δημιουργούσαν διαφορετικούς τύπους κατοικίας με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ο καθένας. Κατ’ επέκταση, το ιστορικό πλαίσιο είναι εκείνο που πρέπει να αναζητηθεί πρώτα πριν μιλήσουμε για τα χαρακτηριστικά των κεφαλλονίτικων κατοικιών στο πέρασμα του χρόνου.

Στον 12ο αιώνα μ.Χ. η Κεφαλλονιά αποχωρίζεται από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, καθώς δέχεται αλλεπάλληλες επιδρομές από δυτικούς δυνάστες και Τούρκους. Από τον 12ο αι. έως το 1500, το νησί γίνεται πεδίο συγκρούσεων λόγω της στρατηγικής του θέσης στο Ιόνιο, με τους Ενετούς να εγκαθίστανται μόνιμα το 1500. Κατά τη διάρκεια της ενετικής κυριαρχίας (1500-1797) οι Τούρκοι επιτίθενται δύο φορές, χωρίς επιτυχία, όμως με σοβαρές καταστροφές στο νησί. Η αστική ζωή συγκεντρώνεται στο φρούριο του Αγίου Γεωργίου, που φιλοξενεί περίπου 12.000 κατοίκους. Μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571, η ζωή αρχίζει να μεταφέρεται προς την παραλία του Αργοστολίου, και οι Ενετοί κατανοούν τη σημασία του λιμανιού, ξεκινώντας τη διαδικασία μεταφοράς της διοίκησης εκεί. Στα τέλη του 18ου αιώνα οι αλλαγές στις ευρωπαϊκές δυνάμεις επιφέρουν νέα δεδομένα για την Κεφαλλονιά, με τους Γάλλους να καταλαμβάνουν το νησί το 1797 και να ιδρύουν την Επτάνησο Πολιτεία το 1800. Γίνονται δεκτοί με ενθουσιασμό, όμως οι επεμβάσεις Αγγλίας και Ρωσίας οδηγούν στην απομάκρυνσή τους. Ακολούθησαν περίοδοι γαλλικής και αγγλικής κυριαρχίας, μέχρι την ένωση των Επτανήσων με την υπόλοιπη Ελλάδα το 1864.

Σχετικές μαρτυρίες για τις αστικές κατοικίες στις αρχές του 16ου αιώνα βρίσκουμε σε κείμενα της εποχής. Βρίσκονταν στο Κάστρο του Αγίου Γεωργίου που ήταν το διοικητικό κέντρο και πρωτεύουσα της Κεφαλλονιάς. Τα μοναδικά δείγματα κατοικιών που υπάρχουν είναι σε μορφή ερειπίων λόγω της καταστροφής που υπέστησαν από διάφορους σεισμούς. Οι λαϊκές κατοικίες αυτής της περιόδου πιθανολογείται ότι ήταν μικρές, ισόγειες και πετρόχτιστες. Σώζονται κάποιες αγροικίες στην περιοχή της Παλικής σε σχετικά καλή κατάσταση και σε ερειπωμένη κατάσταση στις περιοχές της Ερίσσου, της Σάμης και του Ελειού. Εχουν οχυρωματικό χαρακτήρα επειδή η Κεφαλλονιά βρίσκεται στο επίκεντρο σκληρών πολέμων μεταξύ Βενετών και Τούρκων και πλήττεται από πειρατικές επιθέσεις.

Η μεταφορά της πρωτεύουσας

Το 1757 πρωτεύουσα ορίζεται το Αργοστόλι. Τα φωτογραφικά ντοκουμέντα της εποχής μαρτυρούν την ταχεία ανάπτυξή του, με μεγαλοπρεπείς κατοικίες να αρχίζουν να κοσμούν την περιοχή. Ανήκαν σε εξέχουσες οικογένειες του νησιού αλλά κανένα δείγμα δεν σώζεται σήμερα, καθώς καταστράφηκαν από σεισμούς, με τον μεγάλο σεισμό του 1953 να τις εξαλείφει ολοκληρωτικά. Πάντως, όπως λένε οι αρχιτέκτονες στους οποίους απευθυνθήκαμε, ο αρχιτεκτονικός ρυθμός μπαρόκ κυριαρχεί την περίοδο εκείνη στην ευρύτερη Βενετία και Ευρώπη. Στην Κεφαλλονιά ο ρυθμός μπαρόκ χρησιμοποιείται ως βάση, τα στοιχεία του απλοποιούνται και προσαρμόζονται σε πιο λιτή και κλασική αισθητική.

Το τέλος της Ενετικής Κατοχής

Με το τέλος της Ενετικής Κατοχής του νησιού το Αργοστόλι αναπτύσσεται γρήγορα σε οργανωμένη πόλη με τον δικό της χαρακτήρα. Οι γάλλοι κατακτητές εγκαθίστανται το 1797 και επηρεάζουν τους ντόπιους. Οι Κεφαλλονίτες, υποστηρικτές των δημοκρατικών αρχών της Γαλλικής Επανάστασης, καίνε το «Librod’ Oro», τον κατάλογο των φεουδαρχών αρχόντων. Η ανάπτυξη της ναυτιλίας και του εμπορίου δημιουργούν οικονομική ευρωστία και νέα κοινωνικά στρώματα και επηρεάζουν την οικοδομική άνθηση.

Υπό τη διοίκηση του Κάρολου Νάπιερ (1822-1830) κατά την αγγλική κατοχή στα δημόσια κτίρια επικρατεί ο νεοκλασικός ρυθμός. Οι κατοικίες της περιόδου αυτής ενσωματώνουν νεοκλασικά μορφολογικά στοιχεία σε θέματα διακόσμησης, στις εισόδους, στα πορτόνια και στα παράθυρα. Ωστόσο, η γενική εικόνα και φόρμα των κατοικιών παραμένει λιτή και ισορροπημένη. Οπως δείχνει η έρευνα, τα λεγόμενα «αρχοντικά» ήταν ευρύχωρα και χρησίμευαν ως κατοικίες αλλά και ως έδρα των οικογενειών. Ορισμένα διατηρούνται σε πολύ κακή κατάσταση. Η εσωτερική τους διαρρύθμιση και διακόσμηση ήταν εξαιρετική. Το ισόγειο χρησιμοποιείται για βοηθητικές λειτουργίες, ενώ οι κύριοι χώροι διαβίωσης βρίσκονται στον πρώτο όροφο.

Στο ισόγειο, το «μετζάο», συναντάμε το μεγάλο χολ εισόδου («πόρτεγο»), το γραφείο και τη βιβλιοθήκη, καθώς και την κουζίνα και μια πρόχειρη τραπεζαρία. Στο πίσω μέρος βρίσκονται οι αποθηκευτικοί χώροι. Στον πρώτο όροφο, γνωστός ως «πιάνο νόμπιλε», βρίσκουμε το σαλόνι («σάλα»), την επίσημη τραπεζαρία, τα υπνοδωμάτια και το οικογενειακό εικονοστάσι. Ολοι οι χώροι είναι ευρύχωροι και διακοσμημένοι. Οι τοίχοι είναι συνήθως ξύλινοι και καλυμμένοι με σοβά.

Η εμφάνιση της μεσαίας τάξης

Στα παραπάνω, η εμφάνιση της μεσαίας τάξης προκάλεσε την οικοδόμηση κατοικιών, οι οποίες αναπτύχθηκαν κυρίως γύρω από το κέντρο του Αργοστολίου και στα γύρω χωριά. Οι κατοικίες αυτές παρουσιάζουν ομοιότητες με τα αρχοντικά, ωστόσο είναι πιο απλές και λιτές. Οι κατοικίες της μεσαίας τάξης στον αστικό χώρο διατηρούν τη γενική διάταξη των αρχοντικών, αλλά τα δωμάτια είναι μικρότερα και λιγότερα. Η οικογένεια οργανώνει τη ζωή της στους χώρους του σαλονιού, της τραπεζαρίας και των υπνοδωματίων, με το ισόγειο να χρησιμοποιείται κυρίως ως αποθήκη ή για εργαστήρια και καταστήματα. Αντίθετα, στις κατοικίες αυτές στα χωριά συχνά στο κατώι υπάρχουν χώροι για τα ζώα.

Η εργατική τάξη

Οι κατοικίες των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων της εργατικής τάξης και των αγροτών βρίσκονται στην ύπαιθρο και στα χωριά. Είναι πετρόχτιστες και ισόγειες, με στέγες καλυμμένες με κεραμίδια και χαρακτηρίζονται από απλότητα και λιτότητα. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν όμως τα επιμέρους αρχιτεκτονικά στοιχεία. Τα δάπεδα στα ισόγεια στα διώροφα κτίρια έχουν πατημένο χώμα ή πέτρινες πλάκες, ενώ οι όροφοι κατασκευάζονται από ξύλο. Οι πλατιές σανίδες στηρίζονται σε κορμούς δέντρων («πατερά»), με την κεντρική δοκό («μαΐστρα») να υποστηρίζει τη δομή του δαπέδου. Τα ταβάνια είναι απλά, κατασκευασμένα από πλατιές σανίδες ή ξύλινες πήχες («καδινέλια»), και στα αρχοντικά σπίτια έχουν διακοσμητικά στοιχεία, όπως ζωγραφισμένα θέματα και φατνώματα. Οι αυλές περιβάλλονται από ψηλούς τοίχους («κούρτη»), με κτιστά ή φυσικά στοιχεία. Στις αυλές βρίσκονται συνήθως αποθήκες, μικρότερα κτίσματα και στέρνες για βρόχινο νερό.

Οι πόρτες στα αρχοντικά και στις κατοικίες ανώτερης τάξης βρίσκονται στη μέση της πρόσοψης της κατοικίας και οδηγούν κατευθείαν στο εσωτερικό της. Υπάρχουν και είσοδοι-«πορτόνια» που βρίσκονται στο πλάι της πρόσοψης και οδηγούν σε εσωτερική αυλή αλλά και «πορτόνια» που συναντιούνται σε αγροικίες και σε κατοικίες στα χωριά, που βρίσκονται στην κούρτη (λιθιά), τοίχος που περιτριγυρίζει την κατοικία χωρίς να έρχεται σε επαφή με αυτήν. Σε αρκετές εισόδους στο κέντρο της αψίδας υπάρχει ανθρωπόμορφη κεφαλή, ο λεγόμενος «μόρος», η οποία έχει αποτροπαϊκό χαρακτήρα.

Τα χρώματα των τοίχων είναι υδροδιαλυτά και έχουν βάση τον ασβέστη. Οι εξωτερικοί τοίχοι συχνά εμφανίζουν διχρωμία, με λευκά ή φυσικά χρώματα στις γωνίες και τα πλαίσια. Στο επίπεδο του πρώτου ορόφου υπάρχει μια μικρή βεράντα, ο «μότζος», και μια εσωτερική σκάλα που συνδέει τα δύο επίπεδα. Τα μπαλκόνια βρίσκονται κυρίως στην πρόσοψη, είναι μικρά και συμμετρικά, με δάπεδο από πέτρα. Στηρίζονται σε πέτρινα φουρούσια και τα κιγκλιδώματα είναι σιδερένια με λιτό σχέδιο.

Οι κατοικίες στην Κεφαλλονιά που έρχονται από τα βάθη των αιώνων και σε πείσμα των σεισμικών δονήσεων στέκονται όρθιες, αγέρωχες συμπλέουν με το φυσικό περιβάλλον και είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με αυτό συνομιλώντας με σεβασμό μεταξύ τους. Τα χρώματα, έντονο κίτρινο (ώχρα), λουλακί, ροζ, καφεκόκκινο, δένονται μεταξύ τους σαν πίνακας ζωγραφικής με φόντο το γαλάζιο του ουρανού, το βαθύ πράσινο της ελιάς ή την άγρια βλάστηση και τη σκληρή πέτρα.

Στις μέρες μας, η σύγχρονη δόμηση άλλοτε σέβεται το παρελθόν είτε αντιγράφοντας πιστά χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής των διασωθέντων κατοικιών είτε ενσωματώνοντας εκείνα τα χαρακτηριστικά σε μοντέρνες κατασκευές. Αλλοτε πάλι τα καινούργια κτίσματα ανεξαρτητοποιούνται και φαίνονται να δημιουργούν μια καινούργια αισθητική. Οπως και να ‘χει όμως, ο κτισμένος χώρος του νησιού μας έχει τη δική του φυσιογνωμία και απειλείται στις μέρες μας από την ανεξέλεγκτη δόμηση λόγω του τουρισμού.

Η πιο γνωστή πλατεία της πόλης

Η πλατεία Καμπάνας, στην αρχή του Λιθοστρώτου, αποτελεί εμβληματικό σημείο του Αργοστολίου με μεγάλη ιστορική αξία. Χτίστηκε από τους Ενετούς στην τότε οδό Κρανίων. Αρχικά ονομάστηκε πλατεία του Αγίου Μάρκου, ωστόσο έχει μείνει γνωστή έως σήμερα ως πλατεία Καμπάνας. Η ονομασία προέκυψε από τον πύργο που δεσπόζει στο πίσω μέρος της, λόγω της καμπάνας που κρεμόταν από την κορυφή του. Στο μπροστινό μέρος του πύργου υπάρχει ένα ρολόι αρκετά μεγάλο ώστε οι περαστικοί να διακρίνουν την ώρα. Καθ’ όλη τη διάρκεια της Αγγλοκρατίας, ειδικός κουρδιστής ήταν υπεύθυνος για την καλή λειτουργία του. Εκείνη την εποχή σπάνιζαν τα ρολόγια, για αυτό και το ρολόι χτυπούσε για να αναγγείλει την έναρξη και τη λήξη σημαντικών γεγονότων.

Στην πλατεία εκείνη φυτεύτηκε το δέντρο της Ελευθερίας και κάηκε το 1797 το Libro d’Οro. Μελανό δε σημείο της ιστορίας της πλατείας είναι η χρήση της, κατά την Αγγλοκρατία, ως τόπου βασανιστηρίων και μαρτυρίων των αντιστασιακών του νησιού. Στην άκρη της υπάρχει ένα μνημείο αφιερωμένο στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, που ανεγέρθη το 2010 από τον κεφαλλονίτη γλύπτη Μεμά Καλογηράτο. Το 2000 δημιουργήθηκε στην είσοδο του Πύργου ένα καφενείο στο οποίο εργάζονταν άνεργοι νέοι και ΑμεΑ, το οποίο δυστυχώς το 2013, με πρωτοβουλία του δήμου, έκλεισε. Σημαντικό γεγονός είναι και το σπάσιμο των μπότηδων κάθε Μεγάλο Σάββατο. Από τα σπίτια πάνω από την πλατεία ρίχνονται πήλινες στάμνες, έθιμο που κρατά πολλά χρόνια.