Οι περισσότεροι κάτοικοι στα χωριά της Κεφαλλονιάς πριν από τους σεισμούς του 1953 ήταν αγρότες ή κτηνοτρόφοι και οι οικογένειες πολύτεκνες. Υπήρχαν και οικογένειες ναυτικών, ενώ συχνά η οικογένεια ήταν διευρυμένη και ο παππούς με τη γιαγιά κατοικούσαν στο ίδιο σπίτι με τους απογόνους τους. Ο καταστροφικός σεισμός όμως άλλαξε συνολικά τον τρόπο ζωής και των συνηθειών τους. Μιλώντας οι ίδιοι με τους συγγενείς μας ανακαλύπτουμε τις ιστορικές μνήμες, η προφορική διάσταση των οποίων αποτελεί και πολύτιμο εργαλείο για τους ερευνητές του μέλλοντος.

Πως ξεκινάμε; Η Ευρώπη Μοσχονά-Καρκαβέλα-Μαραγκάκη από τα Χαβδάτα Παλικής θυμάται σήμερα πολλές λεπτομέρειες από τη ζωή εκείνης της εποχής: «Η ζωή στο χωριό σίγουρα ήταν δύσκολη, αλλά ήταν ωραία. Τον Αύγουστο του 1953 ο θερισμός είχε τελειώσει τον Αλωνάρη (σ.σ.: Ιούλιο). Το στάρι μετά το αλώνισμα ήταν στις αποθήκες» διηγείται. «Στον Μύλο του Παπαρδέλη, έξω απ’ το χωριό αλέστηκε στάρι, για το ψωμί της κάθε οικογένειας. Οι φούρνοι ψήσανε. Στον κάμπο τα ζαρζαβατικά και τα φρούτα ωρίμαζαν. Η μαύρη ψιλή σταφίδα, βασικό εξαγώγιμο προϊόν, ήταν έτοιμη για να μαζευτεί, να ξεραθεί και να πουληθεί. Στην εκκλησία του Σωτήρα στο πάνω άκρο του χωριού είχε γίνει μεγάλο πανηγύρι με πλούσιο κοινό τραπέζι, με σκορδαλιές και μπακαλιάρο, στο προαύλιο του ναού, χορός από τους νιους και τις νιες του χωριού, με μπάλο, καλαματιανό, τσάμικο και φοξαγκλέ. Πλησίαζε ο Δεκαπενταύγουστος με τις παρακλήσεις κάθε δειλινό στους Δώδεκα Αποστόλους και όλοι ετοιμαζόντουσαν για τη διπλή μεγάλη γιορτή της Παναγίας και του Αγίου Γερασίμου. Τότε όλα ρυθμιζόντουσαν με τις ώρες, δηλαδή εποχές του χρόνου και με το εορτολόγιο της εκκλησίας».

 «Οι άνθρωποι ήταν στην εκκλησία»

Κυριακή 9, Τρίτη 11 και Τετάρτη 12 Αυγούστου. Η μανία του Εγκέλαδου ξεσπάει στα τρία νησιά. Η Ζάκυνθος, η Κεφαλλονιά και η Ιθάκη δοκιμάζονται από τρομερούς σεισμούς. «Ηταν Κυριακή και οι άνθρωποι ήταν στην εκκλησία όταν έγινε ο πρώτος σεισμός. Αναγκαστήκαμε να φύγουμε από τα σπίτια μας και να πάμε στα χωράφια να μείνουμε» θυμάται η Γερασιμούλα Καππάτου από τα Δειλινάτα.

Η κυρία Ευρώπη συνεχίζει: «Την Τρίτη 11 Αυγούστου το χάραμα, στην ανατολική Κεφαλλονιά, στο Θιάκι και στο Αργοστόλι έγιναν ζημιές, πολλά σπίτια και δημόσια κτίρια, το μέγαρο και οι φυλακές. Αξιοσημείωτη είναι η συμπεριφορά των φυλακισμένων που τους μετέφεραν σε ασφαλές μέρος και εκείνοι υποσχέθηκαν ότι δεν θα δραπετεύσουν και τήρησαν τον λόγο τους. Την Τετάρτη η μητέρα μου έφυγε πρωί-πρωί για το Αργοστόλι. Από μέρες ο αδερφός μου ήταν στο παιδικό νοσοκομείο άρρωστος. Μετά τον σεισμό της Τρίτης, ήρθε μήνυμα στον τηλέγραφο του χωριού, να πάει η μητέρα μου να πάρει το παιδί, γιατί το νοσοκομείο είχε πάθει μεγάλες ζημιές και είχαν βγάλει τα άρρωστα παιδιά στον πευκώνα. Ο σεισμός βρήκε τη μάνα μου στην επιστροφή μέσα στη βενζίνα μισοκάναλα. Ο μόλος του Ληξουρίου είχε πέσει. Αναγκάστηκαν να πλεύσουν νότια. Και να βγουν στην ακτή των Λεπέδων. Πεζοπορώντας βάδισαν βόρεια και έφτασαν στο Ληξούρι που πια δεν υπήρχε. Βγήκε δύσκολα στον δρόμο για το χωριό. Ο δρόμος έχει ανοίξει στα δύο».

Η Ανδρονίκη Μεσσάρη από τα Φάρσα μας πληροφορεί ότι «την ώρα του μεγάλου σεισμού, τρέξαμε γρήγορα και βγήκαμε από το σπίτι, ευτυχώς προλάβαμε γιατί εκείνη την ώρα έπεσε πάνω στη σκεπή του σπιτιού μας ένας τεράστιος βράχος από το βουνό αλλά και μερικοί βράχοι στον δρόμο. Στον ουρανό είχε γίνει ένα τεράστιο γκρι σύννεφο από σκόνες καθώς είχαν καταστραφεί όλα μέσα σε λίγα λεπτά».

Η αποστολή βοήθειας

Στις 11 Αυγούστου έφτασαν στο νησί δυνάμεις του Στρατού και του Πολεμικού Ναυτικού, υγειονομικά συνεργεία και ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός. Την επόμενη μέρα μετά τον ισχυρό σεισμό κατέφθασαν ναυτικές δυνάμεις από διάφορες χώρες. Οι δυνάμεις του Πολεμικού Ναυτικού του Ισραήλ, οι οποίες έφθασαν πρώτες στο Αργοστόλι, μαζί με δυνάμεις της Μεγάλης Βρετανίας, των ΗΠΑ, της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Νέας Ζηλανδίας συμμετείχαν στη διάσωση και περίθαλψη των σεισμόπληκτων κατοίκων. Επιπλέον, συνεργεία επιχειρούσαν να ανοίξουν δρόμους που είχαν κλείσει από πτώση βράχων. Τη μεταφορά φαρμάκων και εφοδίων ανέλαβαν ο 6ος Αμερικανικός Στόλος, ο ιταλικός Ερυθρός Σταυρός και ο βρετανικός στόλος.

Η Πολύτιμη Κρεμμύδα από το Κρεμμύδι θυμάται από τα γεγονότα μετά τους σεισμούς: «Ολα τα σπίτια ήταν ακατοίκητα και τα περισσότερα είχαν γκρεμιστεί. Υπήρξαν τις επόμενες μέρες συνέχεια μετασεισμοί. Οι στρατιώτες έστησαν σκηνές στα χωράφια και είχαμε μπει όλοι μέσα. Μέσα σε αυτές τις μεγάλες σκηνές υπήρχαν πολλές οικογένειες μαζί και δεν υπήρχε ιδιωτικότητα. Η ζωή μας είχε αλλάξει εντελώς. Το κράτος έδωσε μια αρωγή και κτίστηκαν από την αρχή κάποια μικρά κτίσματα». Η κυρία Καππάτου προσθέτει ότι «τα παιδιά από έξι ετών και πάνω μας πήγαν σε παιδουπόλεις στην Αθήνα (στη Βούλα) και στη Ρόδο. Εκεί παρείχαν στα παιδιά στέγη, τροφή, περίθαλψη. Εκεί μείναμε μέχρι να φτιαχτούν τα σπίτια».

Από την πλευρά της η κυρία Μεσσάρη προσθέτει: «Καταρχήν οι πρώτοι που κινητοποιήθηκαν για να βοηθήσουν ήταν το πρώτο Σύστημα Προσκόπων Αργοστολίου, όπου από την πρώτη στιγμή προσέφεραν πρώτες βοήθειες, απεγκλώβισαν εκατοντάδες ανθρώπους, έστησαν ένα πρόχειρο νοσοκομείο για την περιποίηση των αρρώστων και τραυματιών και έστησαν τις πρώτες σκηνές. Λόγω της τεράστιας ανταπόκρισής τους βραβεύτηκαν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Ελλάδας. Επίσης, από ξένες δυνάμεις βοήθησαν κυρίως οι Αγγλοι και οι Αμερικανοί. Οι Αγγλοι έφεραν φάρμακα και τρόφιμα και έστησαν μικρά νοσοκομεία για την περίθαλψη αρρώστων και τραυματιών. Οι Αμερικανοί έφεραν σκηνές για να στεγάζονται οι άστεγοι και βοήθησαν κυρίως στο να κτιστούν πρόχειρα σπιτάκια για να στεγαστούν δημόσιες υπηρεσίες».

 Ψωμί από τον ουρανό

Στα παραπάνω η κυρία Ευρώπη προσθέτει διηγήσεις από τις συνθήκες υπό τις οποίες ζούσε η οικογένειά της μετά τους σεισμούς: «Η βοήθεια ερχόταν από τον ουρανό. Αεροπλάνα που χαμηλοπετούσαν έριχναν σακιά ψωμί. Τότε πρώτη φορά είδα άσπρο ψωμί, σε μακρόστενη φόρμα κομμένο σε φέτες. Οι μέρες περνούσαν με σκέτο ξερό ψωμί αλειμμένο με ντομάτα πελτέ που στέλνανε σε πήλινα σκεύη… Μετακομίσαμε στο Αργοστόλι. Την επόμενη χρονιά μείναμε μέσα σε ξύλινο παράπηγμα στο Φαραώ. Εκεί, σε συνθήκες δύσκολες πάντα, μείναμε κάμποσα χρόνια. Ομως ήταν χρόνια όμορφα. Θυμάμαι τους μεγάλους, που το βραδάκι κάθονταν όλοι μαζί, ανάβαμε φωτιά, πυρώνανε ψωμί και δειπνούσαμε με λίγα. Τυρί, στούμπα, καμιά ντομάτα και σαρδέλες. Πίνανε κρασί και λέγανε ιστορίες. Στη μνήμη μου μένει πάντα η αίσθηση της συντροφικότητας και αλληλοβοήθειας που υπήρχε τριγύρω.

Η κατανόηση και η ανοχή. Τα χρόνια αυτά με προσπάθεια συλλογική το Αργοστόλι άρχισε σιγά-σιγά να χτίζεται. Σημαντική στάθηκε η βοήθεια που δόθηκε από διάφορες χώρες. Θυμάμαι καλά ότι η Φινλανδία και η Σουηδία προσέφεραν πολύ μεγάλο αριθμό ξύλινων σπιτιών που τοποθετήθηκαν στον χώρο που ήταν το συγκρότημα του νοσοκομείου πάνω από το κολυμβητήριο. Οι ίδιοι οι δωρητές ήρθαν και τα συναρμολόγησαν. Σε ένα από αυτά τα εξαιρετικά σπίτια στην οδό Σπετσών έμεινα από το 1958. Η Σουηδία έδωσε και το συγκρότημα του παιδικού νοσοκομείου που ήταν στην οδό Χαροκόπου καθώς και το γενικό νοσοκομείο στο κάτω μέρος της πόλης. Ακόμη σώζονται αίθουσες αυτών των συγκροτημάτων».

Το επόμενο διάστημα αρκετοί κάτοικοι έφυγαν από την Κεφαλλονιά απελπισμένοι αναζητώντας ένα ασφαλές μέρος στην Αθήνα αλλά και στο εξωτερικό. Ετσι ο πληθυσμός του νησιού μειώθηκε σημαντικά. Επιπλέον πολλά πολιτιστικά στοιχεία χάθηκαν μαζί με την ιδιαίτερη επτανησιακή αρχιτεκτονική. Η ζωή συνεχίστηκε. Οι πληγές του σεισμού σιγά-σιγά έκλειναν. Ομως ο κόσμος ο νέος που αναδύθηκε από το χάος των ερειπίων είναι διαφορετικός από εκείνον που θάφτηκε στα ερείπια.