Το να μεγαλώνει κανείς στα Φαρακλάτα Κεφαλλονιάς είναι μια ιδιαίτερη συνθήκη. Το σπίτι σου είναι συνήθως κτισμένο δίπλα σε ένα γκρεμισμένο σπίτι. Σήμερα περπατάς μεν και συναντάς σύγχρονες κατοικίες, αλλά παλιότερα ήσουν τυχερή αν είχες ένα καινούργιο σπίτι της «αρωγής», σπίτι δηλαδή που φτιάχτηκε με βοήθεια μετά τον φονικό σεισμό του 1953. Τι σημαίνει αυτό;
Μεγαλώνεις και παίζεις μέσα στα «χαλάσματα» όπως λένε οι ντόπιοι, σκαρφαλώνεις σε σκάλες που δεν οδηγούν πλέον πουθενά, κοιτάς μέσα σε στέρνες εγκαταλειμμένες, παίζεις κρυφτό πίσω από τοίχους που χάσκουν με τα ανοικτά τους παράθυρα, σε αυλές που έχουν ακόμη παρατημένη τη γούρνα όπου έπλεναν τα ρούχα τους οι κάτοικοι της περιοχής, σε κατώγια που έβαζαν το λάδι τους, τα βουτσιά με το κρασί, τον λινό και το ποδόχι για το πάτημα των σταφυλιών. Σε αυτή την εικόνα, το μαγειρειό φαινόταν στη γωνιά, ενώ παραπέρα βρισκόταν το καλύβι για τα ζώα. Δεν φοβάσαι πια. Φοβήθηκες στον σεισμό. Οι μικροί μετασεισμοί εξακολουθούν συνεχώς, μικρότεροι ή μεγαλύτεροι, και αυτό γίνεται ένα με εσένα, είναι μέσα στη ζωή σου, κάτι συνηθισμένο, ζεις με αυτό, μεγαλώνεις με αυτό.
Στο χωριό στέκονται αγέρωχα τρία αρχοντικά που δεν έπεσαν στον σεισμό. Μόνο το ένα από αυτά έχει αποκατασταθεί, ενώ τα άλλα δύο στέκουν όμορφα και πληγωμένα εδώ και 130 ή 140 χρόνια. Δεν είναι μόνο το μέγεθος, ο όγκος, η παραμελημένη ομορφιά από τα φουρούσια, το μελοπρεπές πορτόνι τους… είναι που ομολογούν μια ζωή που δεν ήμασταν ζωντανοί μάρτυρές της, αλλά «τη φανταζόμασταν και τη μεγεθύναμε εμείς, μικρά, φτωχά παιδιά, σαν ένα παραμύθι που ακούγαμε και ξαφνικά… ήταν μπροστά μας, ήταν δίπλα μας, στη γειτονιά μας».
Το αρχοντικό της οικογένειας Πολλάκη κτίστηκε μεταξύ 1880 και 1890. Ο Γεράσιμος Πολλάκης (1906-1986) αλλά και άλλοι γείτονες περιέγραφαν – καθώς θυμόντουσαν τα παιδικά τους χρόνια – να το θαυμάζουν όταν ήταν μικροί και να ακούνε ιστορίες ότι οι λίρες έφταναν από την Αίγυπτο σε σεντούκια και λέγανε βεβαιότητες όπως «σίγουρα ένα τέτοιο σεντούκι είναι θαμμένο στα θεμέλια κάτω από τη σκάλα».
Ο Γιάννης Πολλάκης, παντρεμένος με την Κατερίνη Πετεινάτου, ήταν μετανάστης στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και είχε καπνοβιομηχανία. Οι κόρες τους Ευαγγελινή και Κλεάνθη Πολλάκη έζησαν μια παραμυθένια ζωή στα νιάτα τους έως την κατάρρευση της οικογένειας που ήρθε μετά τον θάνατο του αδελφού τους σε τροχαίο στο Λονδίνο, όπου είχε ταξιδέψει για δουλειές της επιχείρησής τους. Με τον πόλεμο ζούσαν στο χωριό και στο υπόγειο του αρχοντικού τους «φιλοξενήθηκε» για ένα διάστημα αγγλικός ασύρματος με τον οποίο έπαιρναν πληροφορίες στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Ο ασύρματος άλλαζε συχνά τοποθεσίες για να μην εντοπιστεί από τους κατακτητές. Ετσι, μετεφέρθηκε έξω από τα Περατάτα, σε σπηλιά που ανήκε στην οικογένεια του γιατρού Αγγελου Γερασιμάτου.
Η μεταφορά του έγινε με γάιδαρο μέσα σε κόφες και ήταν σκεπασμένος με κάβουλα – κουνουπίδια. Τη μεταφορά έως τον Δράπανο – το παραθαλάσσιο μέτωπο του χωριού και σε απόσταση 2 χιλιομέτρων – πραγματοποίησε η μικρή Ελλη-Αννα Πετεινάτου (1934-2024) σε ηλικία οκτώμισι χρόνων.
Τον Δεκέμβριο του 1941 ναυάγησε έξω από τα Μαυράτα, στη Νότια Κεφαλλονιά, το υποβρύχιο του βρετανικού ναυτικού «Περσεύς» έπειτα από πρόσκρουση σε γερμανική νάρκη. (Το υποβρύχιο «Περσεύς» είναι ένα από τα μεγαλύτερα υποβρύχια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και αποτελεί Μνημείο Πολιτιστικής Κληρονομιάς.) Ο μοναδικός επιζών Τζον Κέιπς έζησε 18 μήνες στην Κεφαλλονιά κρυμμένος. Οι Κεφαλλονίτες σε διάφορα χωριά τον περιέθαλψαν και τον υποστήριζαν. Στα Φαρακλάτα τον θυμούνται οι παλιότεροι, ενώ η μικρή Ελλη-Αννα το 1943 και σε ηλικία 9 ετών τον οδήγησε στο Δράπανο, σε αγγλικό πλοίο.
Την Κλεάνθη Πολλάκη τη θυμούνται στο χωριό με τα μεγάλα της καπέλα, με τα μακριά της φορέματα, να περπατάει με ομπρέλα για τον ήλιο. Τα παιδιά του χωριού έτρεχαν να της κάνουν κάποιο θέλημα για να τους δώσει καμιά δραχμή. Μιλούσε πολύ για τη Γαλλία όπου είχε ζήσει για αρκετό καιρό, καθώς και για χορούς που συμμετείχε στο παλάτι. Μετά τον σεισμό του 1953 το αρχοντικό υπέστη μεγάλες ζημιές. Δεν ξανακατοικήθηκε. Τα περισσότερα έπιπλα πουλήθηκαν σε ευτελείς τιμές, ενώ πολλά γαλλικά βιβλία σκορπισμένα στο πάτωμα έχουν διασωθεί επειδή τα έχουν περιμαζέψει κάποιοι πριν τα ροκανίσουν τα ποντίκια. Το αρχοντικό στέκει ακόμη στις μέρες μας και μας βάζει σε ανοικτή συνομιλία μαζί του, μας μιλάει για μια άλλη εποχή που έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Την ιστορία μου αφηγήθηκε η καθηγήτριά μας Παρασκευή Πετεινάτου που γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Φαρακλάτα. Την ιστορία για το αρχοντικό της οικογένειας Πολλάκη την άκουσε από τη μάνα της Ελλη-Αννα Πετεινάτου. Μια ιστορία που θα παραμένει ζωντανή όσο παραμένει όρθιο το αρχοντικό. Υστερα θα επανεμφανίζεται όποτε περπατάει κανείς μπροστά του και όταν κοιτάζει κανείς τη φωτογραφία του.