Με ρέοντα λόγο και αμεσότητα η Μαρία Τσιμά, ηθοποιός και συγγραφέας, μιλάει για τις επιρροές της, τις συνεργασίες της, τους σημαντικότερους σταθμούς στην καριέρα της και τα όνειρά της. Μας μίλησε όχι μόνο για την εμπειρία της στο θεατρικό σανίδι αλλά και αυτήν της συγγραφής.
Γνωρίζουμε ότι είστε ηθοποιός, συγγραφέας και καθηγήτρια υποκριτικής. Πείτε μας ποιοι είναι οι πιο σημαντικοί σταθμοί στην καριέρα σας και γιατί.
«Θα ξεκινήσω από την Κεφαλλονιά. Γεννήθηκα και μεγάλωσα εδώ. Δεν υπήρχε θέατρο. Αλλά είχα την τύχη να έχω στο Λύκειο μια πολύ σπουδαία καθηγήτρια, την Αγάθη Καλαφάτη, εξαιρετική φιλόλογο, που ήταν φιλότεχνη, αγαπούσε την ποίηση και λάτρευε το θέατρο.
Ηχογραφούσε παραστάσεις στην Επίδαυρο και τις ακούγαμε τον χειμώνα στην τάξη. Νομίζω ότι έγινα καλή μαθήτρια για να της αρέσω. Στο πανεπιστήμιο, σπούδαζα Ιστορία-Αρχαιολογία στα Γιάννενα και στο πρώτο έτος βλέπω μία θεατρική φοιτητική παράσταση που έκανε την καρδιά μου να σπάσει. Ετσι μπήκα στη ΘΕΣΠΙ (Θεατρική Συντροφιά Πανεπιστημίου Ιωαννίνων). Η Ομάδα υπάρχει μέχρι και σήμερα. Τότε ξεκίνησαν όλα. Ενας άλλος σταθμός είναι η στιγμή που επιλέξαμε με έναν αγαπημένο φίλο και συνεργάτη, τον Γιάννη Αναστασάκη, να ανεβάσουμε την παράσταση «Τρελοβγενιώ» της Ινιές Κανιατί. Πρώτη φορά διασκευάσαμε ένα μυθιστόρημα σε θεατρικό έργο και κάναμε τα πρώτα μας βήματα στη δραματουργία. Ακόμη, η συνάντησή μου με τον κορυφαίο, αείμνηστο ηθοποιό, Γιώργο Μιχαλακόπουλο που με σκηνοθέτησε στον Ιονέσκο. Ετσι γνώρισα την Αλκη Ζέη και έπαιξα στην τηλεόραση στον «Ψεύτη παππού». Η άλλη μεγάλη πρόκληση ήρθε το 2015, μαζί με τον Γιάννη Αναστασάκη, όταν μας προτάθηκε να αναλάβουμε το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας (ΚΘΒΕ) – αυτός στην καλλιτεχνική διεύθυνση και εγώ ως αναπληρώτρια. Πώς σε ένα θέατρο το οποίο ήταν καταχρεωμένο, με φοβερά συντηρητικές δομές, μπορείς να κάνεις κάποιες αλλαγές; Πρώτη φορά σχεδιάσαμε τη διείσδυση του θεάτρου στην πόλη, κάνοντας δηλαδή θέατρο στα πανεπιστήμια, στα ΚΑΠΗ, θέατρο στους προσφυγικούς καταυλισμούς, θέατρο στους ίδιους τους χώρους του θεάτρου για βρέφη, για ενήλικες, για εφήβους, για ΑμεΑ. Το άνοιγμα αυτό στην πόλη ήταν για εμάς ένας στόχος που μας βοήθησε να καταλάβουμε ότι το θέατρο δεν είναι μόνο η παράσταση».
Στην Κεφαλλονιά υπάρχουν κάποιες θεατρικές ομάδες αλλά τι συμβαίνει με το θέατρο στην επαρχία;
«Είναι λυπηρό ότι δεν υπήρχε ποτέ στο νησί Δημοτικό Θέατρο, μια δομή θεάτρου που να επέτρεπε στους επαγγελματίες να μπορούν να φτιάξουν ένα ρεπερτόριο, να χρησιμοποιήσουν ανθρώπους που ζουν εδώ ή να κάνουν μετακλήσεις. Οπότε, με έναν τρόπο πάντα το θέατρο εδώ κινείται στο πλαίσιο των ερασιτεχνικών ομάδων. Θα μπορούσε ο δήμος, η περιφέρεια και το υπουργείο Πολιτισμού να βοηθήσουν σε μιαν άλλη κατεύθυνση. Θα μπορούσαν να υπάρχουν εκδηλώσεις και θεάματα και στη διάρκεια του χειμώνα, αλλά και το καλοκαίρι. Γίνονται κυρίως συναυλίες και λίγα θεατρικά από περιοδεύοντες θιάσους. Νησιά πολύ μικρότερα έχουν φεστιβάλ κλασικής μουσικής, θεατρικών παραστάσεων, λέσχες ανάγνωσης. Αυτά απουσιάζουν από το δικό μας νησί».
Στα σχολεία δεν υπάρχει τέχνη (σχέδιο, μουσική). Μαθήματα που προαπαιτούνται για να δώσεις σε σχολές πανεπιστημιακές. Στη Σχολή Καλών Τεχνών, στην Αρχιτεκτονική, στα μουσικά τμήματα. Ενα σχόλιο για αυτό;
«Είναι συνδεδεμένη η εκπαίδευση με τις εισαγωγικές εξετάσεις και αυτό δεν έχει αλλάξει 40 χρόνια τώρα. Πόσο λυπηρό για τη χώρα. Τα τελευταία χρόνια έγινε εσκεμμένα και η αποβολή της τέχνης από τις σχολικές αίθουσες. Μια θεατρική παράσταση είναι ό,τι πιο ωραίο και ανοιχτό μπορεί να ζήσουν τα παιδιά. Μια εμπειρία ομαδική, που προϋποθέτει σύνδεση. Το υπουργείο Παιδείας στο πρόσφατο παρελθόν εξοβέλισε την τέχνη μέσα από τις σχολικές αίθουσες, οπότε στερεί από τα παιδιά αυτή τη δυνατότητα. Γιατί τα παιδιά να μάθουν μουσική, θέατρο, εικαστικά; Γιατί να αποκτήσουν κρίση και αισθητική; Απομνημόνευση, εξετάσεις, φροντιστήρια, φαύλος κύκλος. Η δημόσια παιδεία σιγά-σιγά μετατρέπεται σε ιδιωτική. Τα ζητήματα είναι ταξικά και σε λίγο καιρό θα παλεύουμε για τα αυτονόητα που χάνουμε καθημερινά. Νιώθεις καθημερινά ότι χτυπάς τα χέρια σου σε έναν τοίχο και ματώνουν. Αισθάνεσαι βαθιά απελπισία και ματαίωση».
Θεωρείτε ότι η θεατρική εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι ελλιπής; Αν ναι, τι κατά τη γνώμη σας θα μπορούσε να γίνει;
«Δουλεύω αρκετά χρόνια, διδάσκω υποκριτική και λογοτεχνία στη σκηνή. Είναι ελλιπέστατη η σπουδή στη χώρα μας. Το ζήτημα είναι ότι δεν υπάρχει μια εθνική πολιτιστική στρατηγική σε σχέση με το θέατρο, άρα και με τη σπουδή του. Δεν υπάρχει Ακαδημία Τεχνών. Δεν είναι ανοιχτό το Θεατρικό Μουσείο. Ενας φοιτητής που κάνει Θεατρολογία δεν μπορεί να κάνει διδακτορικό και δεν μπορεί να έχει πρόσβαση στις πηγές του Θεατρικού Μουσείου.
Ο νέος σπουδαστής είτε εισαχθεί στο Εθνικό ή στο Κρατικό είτε στις ιδιωτικές σχολές πληρώνει υπέρογκα ποσά για ενοίκιο ή για δίδακτρα. Αναγκάζεται να δουλεύει σε μία ή δύο δουλειές. Κουρασμένα και ταλαιπωρημένα νέα παιδιά κυρίως από την εστίαση προσπαθούν να σπουδάσουν με μεγάλο κόστος, οικονομικό και ψυχικό. Σε λίγο θα μπορούν να παρακολουθούν απερίσπαστα μια δραματική σχολή μόνο οι εύποροι γόνοι. Οι περισσότεροι από εμάς τους δασκάλους είμαστε εμπειρικοί, δεν έχουμε σπουδάσει σε βάθος καμία μέθοδο, εκτός από ελάχιστους που έχουν βρεθεί στο εξωτερικό. Το γεγονός ότι δεν έχω διδαχθεί μέθοδο, σημαίνει ότι μεταφέρω στα παιδιά την εμπειρία μου ως ηθοποιός προσπαθώντας να τα βοηθήσω.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είμαι επαρκής και έχω παιδαγωγική επάρκεια. Χρόνια ολόκληρα θα έπρεπε να έχουν παρθεί μέτρα από την Πολιτεία. Φυσικά μιλάμε και για την απόλυτη απαξίωση από ένα υπουργείο Πολιτισμού που πριν δύο χρόνια θεώρησε τα 3 χρόνια σπουδών στις Δραματικές ως μη γενόμενα και θεώρησε τους ηθοποιούς αποφοίτους Λυκείου. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν δύο δρόμοι: ο ένας είναι να προσπαθείς μέσα σε αυτό το τοπίο να κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς, να ανοίξεις έναν δίαυλο επικοινωνίας με τα παιδιά. Ο άλλος είναι να καμφθείς και να τα παρατήσεις. Εγώ είμαι από τους ανθρώπους που επιμένουν, προσπαθώ να γίνομαι καλύτερη».
Ενα σχόλιο για το πώς οδεύει ο κόσμος, η κοινωνία… Τι θα λέγατε στους νέους, σε εμάς;
«Σε σχέση με το πώς οδεύει η κοινωνία και ο κόσμος, κάθε περίοδος έχει τα δικά της προβλήματα, τα δικά της αδιέξοδα και τις δικές της λύσεις. Εχω μεγάλη εμπιστοσύνη στη νέα γενιά. Θεωρώ ότι είναι η καλύτερη που έχει υπάρξει μέχρι σήμερα, η πιο συνειδητοποιημένη, η πιο ανοιχτή, η πιο ακομπλεξάριστη, η πιο αδικημένη. Εχετε ζήσει μέσα στα μνημόνια, στην κρίση, στον κορωνοϊό. Και τι δεν έχετε ζήσει! Παρ’ όλα αυτά είστε μια γενιά που αγαπάει τη γνώση, είστε πιο ευγενείς άνθρωποι. Νομίζω ότι όταν τα πράγματα θα ωριμάσουν περισσότερο, θα διεκδικήσετε και με άλλους τρόπους αυτά που δικαιούστε. Ενας είναι ο οδηγός για το μέλλον και είναι απολύτως προσωπικός. Ξέρει η καρδιά σας καλύτερα από όλους. Εχει τον δρόμο της η καρδιά, ξέρει, οπότε αυτόν ακολουθήστε. Να αγαπήσετε περισσότερο τον εαυτό σας, όσο μπορείτε να τον ακούτε, γιατί δεν τον ακούμε πάντα. Να είστε ανήσυχοι και ελεύθεροι άνθρωποι».