Η Καβάλα, «το Μονακό» της Ελλάδας, γνωστή για τις Καμάρες, το κάστρο και το λιμάνι με τα παραδοσιακά ψαροκάικα, με φόντο τη χερσόνησο της Παλιάς Πόλης (Παναγίας). Μια πόλη συνυφασμένη με τη θάλασσα και την αλιεία από το παρελθόν μέχρι και σήμερα.

Η πόλη είχε έναν φυσικό όρμο στις δυτικές ακτές της χερσονήσου της Παναγίας που χρησιμοποιήθηκε ως λιμάνι από την αρχαιότητα, ενώ η αρχαία ακτογραμμή έφτανε σχεδόν μέχρι τον σημερινό ναό του Αγίου Νικολάου. Το λιμάνι αποτέλεσε πηγή πλούτου και μέσο επικοινωνίας με τον υπόλοιπο κόσμο κατά την περίοδο της αρχαίας Νεάπολης και της βυζαντινής Χριστούπολης, ενώ κατά την οθωμανική περίοδο ήταν το διαμετακομιστικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής.

Αρχικά μόνο για μικρά σκάφη

Στο παρελθόν στα αβαθή νερά του λιμανιού μπορούσαν να προσεγγίσουν μόνο μικρά σκάφη. Τα μεγάλα πλοία άραζαν στα ανοιχτά και η επιβίβαση και αποβίβαση των επιβατών και η φόρτωση και εκφόρτωση των εμπορευμάτων γίνονταν με βάρκες και με μαούνες από ξύλινες προβλήτες.

Το λιμάνι με τον μικρό κυματοθραύστη του Τελωνείου κατασκευάστηκε το 1885. Στο ανατολικό μέρος, σχεδόν κάτω από τον σημερινό ναό του Αγίου Νικολάου, υπήρχε και ένα μικρό καρνάγιο. Η περίοδος της ακμής του λιμανιού ήρθε στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν από εδώ εξάγονταν τεράστιες ποσότητες επεξεργασμένου καπνού. Το ίδιο διάστημα λειτουργούσε και ως κέντρο αλιείας.

Ζήτημα κατασκευής λιμανιού τέθηκε μόλις το 1912, για προστασία από τα σφοδρά κύματα του Αιγαίου που «κάθιζαν» στα ρηχά ή βύθιζαν τα καράβια. Τελικά το 1923-24 έγινε η τελική μελέτη από τον Αγγελο Γκίνη, καθηγητή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, διαπρεπή λιμενολόγο. Το 1929 γίνονται τα εγκαίνια από τον Ελευθέριο Βενιζέλο και αργότερα δημιουργείται με επιχωματώσεις η νέα παραλία της Καβάλας.

Η συνεισφορά της αλιείας

Η αλιεία, μια πανάρχαια πρακτική του ανθρώπου, με ποικιλία τεχνικών, που παρέχει σημαντική σε ποιότητα και ποσότητα τροφή και θέσεις εργασίας, ανθεί και στην πόλη μας. Στην αρχαιότητα χρησιμοποιούσαν την περίσσεια αλιευμάτων και τα κοχύλια για ανταλλαγές με άλλα προϊόντα.

Από τη δεκαετία του 1920 οι προσφυγικοί πληθυσμοί από τη Μικρά Ασία εισήγαγαν τις μεθόδους εντατικής αλιείας των παράκτιων περιοχών (γρι-γρι, τράτες, ανεμότρατες).

Σήμερα αυτή η πλούσια αλιευτική παράδοση περνάει από γενιά σε γενιά συνεχίζοντας τον βασικό πυλώνα του παραγωγικού ιστού της χώρας μας, αλλά το επάγγελμα της αλιείας δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστικό για τους νέους. Το αποτέλεσμα είναι ότι αυτός ο επαγγελματικός προσανατολισμός προσελκύει όλο και λιγότερους από τους νέους της πόλης μας.

«Μόνο ένας νέος»

Στη συζήτησή μας για όλα αυτά ο κ. Παναγιώτης Καρανικόλας, πρόεδρος των παράκτιων αλιέων (δηλαδή όσων έχουν μικρά σκάφη, σε αντίθεση με τους ιδιοκτήτες μεγάλων σκαφών που ασκούν τη μέση αλιεία), αποτυπώνει την κατάσταση στην πόλη μας σήμερα μέσα από τη ματιά ενός επαγγελματία ψαρά στις ελληνικές θάλασσες.

Πόσο είναι το ποσοστό των νέων που ασχολούνται με την αλιεία;

«Πολύ μικρό. Στην παράκτια αλιεία στην πόλη της Καβάλας εργάζεται ένας νέος 35-40 χρονών, ενώ όλοι οι άλλοι είμαστε μεγαλύτεροι και όπου να ‘ναι βγαίνουμε στη σύνταξη. Αν και δεν χρειάζεται να φοιτήσει κάποιος κάπου για να γίνει ψαράς, περισσότερο εμπειρικά μαθαίνει τη δουλειά από τους πατεράδες, τους παππούδες…».

 

Στην Καβάλα οι συνθήκες εργασίας άλλαξαν σε σχέση με το παρελθόν προς το καλύτερο;

«Δεν είναι οι ίδιες. Παλαιότερα ήταν σίγουρα πιο βαριά η δουλειά, μια που ήταν χειρωνακτική, καθώς δεν υπήρχαν τα μηχανήματα, ούτε τα ηλεκτρονικά μέσα που υπάρχουν σήμερα. Αλλά οι αλιεργάτες ήταν κυρίως Ελληνες, ήταν οικογένειες και δεν υπήρχαν ξένοι. Οταν βγαίνανε την 1η Οκτωβρίου οι μηχανότρατες στη δουλειά, ήταν μια μεγάλη γιορτή. Σε κάθε σκάφος δούλευαν 5-6 άτομα και κατέβαιναν με τις οικογένειές τους το βράδυ στην παραλία, όπου γινόταν αγιασμός. Ολη η παραλία γέμιζε με κόσμο. Σήμερα αυτά δεν υπάρχουν, γιατί οι αλιεργάτες είναι κυρίως Αιγύπτιοι. Παλιά την παράκτια αλιεία την απαρτίζανε πάρα πολλές βάρκες, μέχρι και εξήντα, ενώ σήμερα είμαστε μόνο έξι. Δεν επιλέγουν οι νέοι αυτό το επάγγελμα γιατί η δουλειά είναι δύσκολη, τα ψάρια έχουν μειωθεί και το μεροκάματο βγαίνει δύσκολα. Οι νέοι σήμερα επιλέγουν να σπουδάσουν και να ασχοληθούν με πιο «ελαφριές» δουλειές. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το επάγγελμά μας επηρεάζεται από τα καιρικά φαινόμενα, τα οποία και πρέπει να σεβόμαστε, όπως και τη θάλασσα, για να μη θέσουμε σε κίνδυνο τη δική μας ζωή και όσων εργάζονται μαζί μας».

Η περιβαλλοντική μόλυνση, το πλαγκτόν που υπήρχε στη θάλασσα, επηρέασε καθόλου την εργασία σας;

«Ναι, εφέτος πάρα πολύ, γιατί είχε πολύ μεγάλη διάρκεια. Για τέσσερις σχεδόν μήνες ήταν απαγορευτική η αλιεία. Ισως να ήταν απόρροια της κλιματικής αλλαγής, ίσως ρύπανσης, πάντως επηρέασαν πολύ, ειδικά εμάς στο Βόρειο Αιγαίο και στο Θρακικό Πέλαγος».

Θέλετε να επισημάνετε κάτι άλλο;

«Αυτό που θα ήθελα να πω είναι ότι από παλιά, εκατό χρόνια και πίσω, οι ψαράδες είχαν αναπτύξει έναν ολόκληρο πολιτισμό, ο οποίος έχει χαθεί με ευθύνη της πολιτείας. Αυτός ο πολιτισμός περιλάμβανε τραγούδια, μουσικές, χορούς, ήθη και έθιμα, θρύλους και παραδόσεις, ποίηση, λογοτεχνία που είχαν θέμα το ψάρεμα, πίνακες ζωγραφικής, στίχους, φορεσιές, μέχρι και προσωνύμια με ψαράδικο περιεχόμενο. Εδώ στη δική μας περιοχή, αν και έχει εγκριθεί ένα πρόγραμμα όπου καταγράφονται αυτά με χρηματοδότηση της ΕΕ, το πρόγραμμα αυτό δεν υλοποιείται. Δυστυχώς στη δική μας περιφέρεια λίγα πράγματα έχουν σωθεί ή έχουν καταγραφεί. Εγώ προσωπικά πριν από μια εικοσαετία ξεκίνησα να συλλέγω κάποια πράγματα, αλλά και ο όγκος ήταν τεράστιος και η καταγραφή απαιτούσε πολύ χρόνο και χρήμα. Ειδικά όταν χρειάζονταν μετακινήσεις σε νησιά με παράκτιους οικισμούς».