ΟΘΟΣ

Το ορεινό χωριό Οθος είναι χτισμένο στις νότιες πλαγιές του όρους Μέλουρα σε υψόμετρο 514 μέτρων. Βρίσκεται στο κέντρο του νησιού και τα σπίτια του, χτισμένα με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, έχουν θέα τα ανατολικά παράλια της Καρπάθου και το Αιγαίο. Σύμφωνα με τις απογραφές, το χωριό αυτό αποτελούνταν από 559 κατοίκους το 1948, ενώ σήμερα κατοικείται μόνο από 264 ψυχές (απογραφή 2021). Εγκαταστάσεις Οθιτών σημειώθηκαν στα Πηγάδια, στην περιοχή του Αφιάρτη και στις Στες, όπου υπάρχει πηγή νερού.

Παλιά στο Οθος υπήρχε δημοτικό σχολείο στο οποίο φοιτούσαν 100 μαθητές. Σήμερα όμως λόγω της μείωσης του πληθυσμού το σχολείο δεν λειτουργεί. Οι κάτοικοί του αξιοποίησαν τον χώρο για να φτιάξουν γυμναστήριο. Στο παρελθόν, οι κάτοικοι ασχολούνταν με την παραγωγή δημητριακών, ελαιολάδου και εκλεκτού κρασιού, ενώ παράλληλα υπήρχε και μεγάλη καλλιέργεια οπωροφόρων.

Επιπρόσθετα, βασική ασχολία ήταν η κηπουρική. Από τα τοπικά αξιοθέατα ξεχωρίζουν οι ανεμόμυλοι με τα επιβλητικά φτερά, οι εκκλησίες και τα ξωκλήσια του χωριού (όπως η Κοίμηση της Θεοτόκου, που έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο), το Λαογραφικό Μουσείο που αναπαριστά το εσωτερικό ενός καρπάθικου σπιτιού και το εργαστήρι ξυλογλυπτικής όπου κατασκευάζονται περίτεχνα αντικείμενα.

ΜΕΣΟΧΩΡΙ

Το Μεσοχώρι (ή αλλιώς Μισοχώρι) είναι ένα από τα δώδεκα χωριά της Καρπάθου.  Είναι χτισμένο στους πρόποδες του βουνού της Λάστου. Το σημαντικότερο αξιοθέατό του είναι η βυζαντινού ρυθμού εκκλησία της Παναγίας της Βρυσιανής, η οποία πιθανολογείται ότι ανεγέρθηκε τον 16ο αιώνα.

Το προσωνύμιο του ναού προέρχεται από τις τρεις βρύσες που βρίσκονται από κάτω του. Ο πληθυσμός του οικισμού έχει μειωθεί κατά μεγάλο ποσοστό σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες, διότι πολλοί κάτοικοι του χωριού έχουν επιλέξει να μεταναστεύσουν σε μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού.

Σήμερα οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού ασχολούνται με τον τουρισμό, ενώ τα προηγούμενα χρόνια επιδίδονταν στην κτηνοτροφία και στη γεωργία. Τέλος, η σημαντικότερη ημέρα για το χωριό είναι η 8η Σεπτεμβρίου όπου τελείται τριήμερο πανηγύρι προς τιμήν της γέννησης της Θεοτόκου.

ΑΡΚΑΣΑ

Η Αρκάσα είναι ένας πεδινός οικισμός, που βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού και απέχει από τη θάλασσα πέντε λεπτά. Παλαιότερα αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος των Μενετών, με τις οποίες διατηρεί μέχρι σήμερα κοινά πολιτιστικά στοιχεία (ήθη, έθιμα, ντοπιολαλιά). Λίγο μετά την ενσωμάτωση του νησιού στην ελληνική επικράτεια, ο πληθυσμός της Αρκάσας ανερχόταν σε περίπου 600 ψυχές. Στη σημερινή εποχή όμως ο πληθυσμός έχει μειωθεί λόγω της μετανάστευσης στην ενδοχώρα αλλά και στις ΗΠΑ.

Στα παλιά χρόνια, η κυρίαρχη ενασχόληση των κατοίκων ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία, ενώ κάποιοι επιδίδονταν στην αλιεία ή σε διάφορα τεχνικά επαγγέλματα. Σήμερα η κύρια ασχολία είναι ο τουρισμός. Επίσης, στο χωριό λειτουργούν νηπιαγωγείο και δημοτικό σχολείο που φιλοξενούν περίπου 30 μαθητές. Κοντά στον οικισμό βρίσκεται η ακρόπολη του Παλαιοκάστρου που διαθέτει κατάλοιπα οχύρωσης των αρχαϊκών χρόνων, καθώς και πύργους της κλασικής και ελληνιστικής εποχής. Α

κόμη, στη βάση της ακρόπολης σώζεται η παλαιοχριστιανική εκκλησία της Αγίας Σοφίας με το περίτεχνο ψηφιδωτό δάπεδο, ενώ στην ανατολική πλευρά του χωριού υπάρχουν οι ναοί της Παναγίας Μαρμαρινής και του Αγίου Γεωργίου.

ΑΠΕΡΙ

Το Απέρι είναι ένα πανέμορφο ορεινό χωριό, που υπήρξε πρωτεύουσα του νησιού έως το 1892. Οταν εξαλείφθηκε ο πειρατικός κίνδυνος, η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε με πρωτοβουλία του τότε οθωμανού καϊμακάμη Οχανές Φερίτ Εφέντη στα Πηγάδια, κοντά στη θάλασσα. Το Απέρι είναι ένας από τους παλαιότερους οικισμούς του νησιού. Στην κορυφή του λόφου που δεσπόζει πάνω από τον οικισμό βρίσκονται ερείπια από μεσαιωνικό κάστρο που προστάτευε την περιοχή. Το μνημονεύει μάλιστα και ο φλωρεντινός γεωγράφος Buondelmonti (1420) με την ονομασία «Κοράκι».

Σύμφωνα με τα αριθμητικά δεδομένα που παραθέτει ο Μιχαηλίδης-Νουάρος, το Απέρι κατοικούνταν από 1.300 ψυχές. Σήμερα όμως ο πληθυσμός του έχει μειωθεί δραματικά λόγω της εξωτερικής κυρίως μετανάστευσης (428 ψυχές στην απογραφή του 2021). Οι κάτοικοι του Απερίου ασκούσαν στο παρελθόν διαφόρων ειδών επαγγέλματα, γεγονός που συνέβαλε στην επιβίωσή τους αλλά και στην ανάπτυξη του χωριού. Ασχολούνταν με τη δενδροκομία (εσπεριδοειδή, αμυγδαλιές, ελιές), την κτηνοτροφία (περίπου 2.000 αιγοπρόβατα στο πρώτο μισό του περασμένου αιώνα) και λιγότερο με τη γεωργία και την αμπελουργία. Κάποιοι ήταν εξαίρετοι εργάτες και τεχνίτες, ενώ πολλοί σταδιοδρόμησαν ως επιστήμονες (κυρίως γιατροί και δικηγόροι). Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια στροφή προς τον τουριστικό τομέα, καθώς εντός των ευρύτερων γεωγραφικών ορίων του οικισμού ανήκουν οι πανέμορφες παραλίες της Αχάτας, της Κυρα-Παναγιάς, του Κάτω Λάκκου και του Μακρύ Γιαλού.

Εξακολουθεί να φιλοξενεί την έδρα του Μητροπολίτη Καρπάθου και Κάσου, το μοναδικό γενικό λύκειο του νησιού, νηπιαγωγείο, δημοτικό σχολείο και γυμνάσιο. Τέλος, διαθέτει εγκαταστάσεις ποδοσφαίρου, στίβου, τένις, βόλεϊ και μπάσκετ, που αποτελούν πόλο έλξης της νεολαίας.

ΜΕΝΕΤΕΣ

Σε απόσταση περίπου 8 χιλιομέτρων από την πρωτεύουσα της Καρπάθου συναντάμε έναν από τους ιστορικότερους οικισμούς του νησιού, τις Μενετές. Πρόκειται για ορεινό χωριό χτισμένο στη βορεινή πλαγιά του όρους Προφήτης Ηλίας. Στην ευρύτερη κοινότητα των Μενετών συγκαταλέγονται οι παραθαλάσσιοι οικισμοί Αφιάρτης και Λακκί. Το χωριό στο πέρασμα των χρόνων έχει υποστεί σημαντικές πληθυσμιακές μεταβολές: 1.500 κάτοικοι στις αρχές του 20ού αιώνα, 1.133 στα μέσα του ίδιου αιώνα και 638 σήμερα. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου, ο πληθυσμός του οικισμού αυξάνεται σημαντικά. Οι επαγγελματικές δραστηριότητες των κατοίκων της περιοχής έχουν αλλάξει σε σχέση με το παρελθόν.

Πριν από περίπου έναν αιώνα συνήθιζαν να ασχολούνται με την καλλιέργεια της γης (δημητριακά, σιτηρά, ελιές) και την κτηνοτροφία. Σήμερα οι κτηνοτροφικές και γεωργικές ασχολίες έχουν σε μεγάλο βαθμό εκλείψει και όσοι διαθέτουν καλλιέργειες παράγουν μόνο για οικογενειακή χρήση. Η κύρια πηγή εσόδων είναι πια ο τριτογενής τομέας (εστιατόρια, ξενοδοχεία, ενοικιάσεις αυτοκινήτων κ.λπ.). Στις Μενετές λειτουργούσαν επί σειρά ετών νηπιαγωγείο και δημοτικό σχολείο, τα οποία όμως έκλεισαν το 2011. Το Δημοτικό Σχολείο Μενετών ιδρύθηκε το 1890. Αποτελούνταν από έξι μεγάλες αίθουσες διδασκαλίας, αίθουσα εκδηλώσεων, γραφεία διδακτικού προσωπικού και συγκροτημένη βιβλιοθήκη με περίπου 6.000 βιβλία. Χτίστηκε με ενέργειες και χρηματικές προσφορές απόδημων Μενετιατών, αλλά και με την οικονομική ενίσχυση και προσφορά εθελοντικής εργασίας από τους κατοίκους. Η μετανάστευση διαδραμάτισε κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση της κοινότητας των Μενετών.

Δύο δεκαετίες περίπου μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σημειώθηκε μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα προς τις χώρες του εξωτερικού (ΗΠΑ, Αυστραλία και ευρωπαϊκές πόλεις). Οι μετανάστες αυτοί και οι απόγονοί τους διατήρησαν στενούς δεσμούς με την πατρίδα, επισκεπτόμενοι το χωριό κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών, ενώ κάποιοι επιστρέφουν για να περάσουν εκεί τα τελευταία χρόνια της ζωής τους.

Στη σύγχρονη εποχή, πολλοί κάτοικοι αναγκάζονται λόγω των εργασιακών τους υποχρεώσεων να εγκαταλείψουν το χωριό και να μετακινηθούν προς την πρωτεύουσα του νησιού, τα Πηγάδια. Επίσης, σημειώνονται μετακινήσεις και προς τη Ρόδο και την Αθήνα.

ΟΛΥΜΠΟΣ

Η Ελυμπος (Ολυμπος) της Καρπάθου βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού σε υψόμετρο 310 μέτρων και είναι προσιτή τόσο από την ξηρά όσο και από τη θάλασσα, καθώς λίγα χιλιόμετρα νοτιότερά της βρίσκεται το λιμάνι του Διαφανίου (το Γιαφάνι των ντόπιων). Η Ολυμπος είναι ίσως το αρχαιότερο χωριό του νησιού και οφείλει το όνομά της στο ψηλό βουνό όπου έχει χτιστεί. Οπως γίνεται γνωστό από την Ιστορία, οι πρώτοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή τον 7ο-9ο αιώνα και ήταν πρόσφυγες από τη Βρυκούντα και τη Νίσυρο (σημερινή Σαρία).

Γυναίκες της Ολύμπου ντυμένες με τις χαρακτηριστικές παραδοσιακές φορεσιές.

Αμέσως μετά την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα, το 1948, ο πληθυσμός του χωριού έφτανε τους 1.427 κατοίκους, ενώ σήμερα τους 530. Οι επαγγελματικές ασχολίες των κατοίκων ήταν γεωργικές και κτηνοτροφικές. Παρήγαν δικά τους προϊόντα, κυρίως δημητριακά, παρόλο που το έδαφος δεν ήταν ιδιαίτερα γόνιμο. Σε απόσταση μιας ώρας με τα πόδια νοτιότερα από την Ολυμπο βρίσκεται η Αυλώνα, ακόμα ένας γεωργικός οικισμός με 300 γεωργικούς στάβλους, περιτοιχισμένα χωράφια (άλωνες) και ασταχοτόπια.

Από την άλλη πλευρά, τη βόρεια, υπάρχει η Βρυκούντα, γεωργική επίσης περιφέρεια. Φυσικό λιμανάκι της Βρυκούντας αποτελεί το Τρίστομο. Αξίζει να αναφερθεί ότι το Διαφάνι, το κύριο λιμάνι της Ολύμπου, κατοικείται από Ολυμπίτες από το 1890, και διαθέτει 50 χτισμένα σπίτια και μικροκαταστήματα, με περίπου 100 κατοίκους τον χειμώνα.

Η Ολυμπος με την εντυπωσιακή αρχιτεκτονική της, τα γραφικά σοκάκια και τους παραδοσιακούς ανεμόμυλους αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα του νησιού. Αξια επίσκεψης είναι η Παναγία του χωριού, χτισμένη στο κέντρο της Ολύμπου, και το εκκλησάκι του Χριστού (στην έξω Καμάρα), από όπου μπορεί να δει κανείς το μαγευτικό ηλιοβασίλεμα.

ΠΗΓΑΔΙΑ

Τα Πηγάδια, χτισμένα στην ίδια θέση με την αρχαία ελληνική πόλη Ποσείδιο, αποτελούν το κεντρικό λιμάνι της Καρπάθου και βρίσκονται στη νοτιοανατολική πλευρά του νησιού, στον κόλπο του Βρόντη. Σύμφωνα με τον Μιχαηλίδη-Νουάρο, η δημιουργία των Πηγαδίων βασίστηκε στο λιμάνι της, που ήταν το μόνο σημείο επικοινωνίας των κατοίκων των γύρω χωριών με τον εξωτερικό κόσμο. Το 1892 ο τούρκος καϊμακάμης μετέφερε την έδρα του και την πρωτεύουσα της Καρπάθου από το Απέρι στα Πηγάδια.

Από τις αρχές του 20ού αιώνα παρατηρείται μια ραγδαία αύξηση του πληθυσμού. Κατ’ αρχάς, αρκετοί Καρπάθιοι μετακόμισαν από τα χωριά τους στο διοικητικό και εμπορικό κέντρο των Πηγαδίων. Ενα μεγάλο ποσοστό των κατοίκων του οικισμού έχει προέλευση από τα γύρω νησιά. Παλαιότερα, ήταν ανεπτυγμένες στην περιοχή η γεωργία (αμπελουργία και ελαιοκομία) και η κτηνοτροφία.

Σήμερα η οικονομία των Πηγαδίων είναι κυρίως τουριστική. Υπάρχει πληθώρα καφενείων, εστιατορίων, ξενοδοχείων και τουριστικών αξιοθέατων (Αρχαιολογικό Μουσείο, λαξευτός τάφος στη θέση «Μύλοι», κτίριο Επαρχείου και Τελωνείου, παλαιοχριστιανική βασιλική Αγίας Φωτεινής στην Αφωτη).

ΒΩΛΑΔΑ

Η Βωλάδα είναι κτισμένη στις νότιες πλαγιές του όρους Λάστος, σε υψόμετρο 475 μέτρων, με θέα προς τα Πηγάδια και τα νότια του νησιού. Σύμφωνα με τον τοπικό ιστοριοδίφη Μιχαηλίδη-Νουάρο, υπήρχαν στις αρχές του 20ού αιώνα 186 οικίες, στις οποίες διέμεναν 750 κάτοικοι, οι οποίοι ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.

Η τοπική παραγωγή (σιτάρι, κριθάρι, όσπρια, κρασί, λάδι, γαλακτοκομικά προϊόντα) ικανοποιούσε τις ανάγκες των κατοίκων, ενώ ένα μέρος της πωλούνταν στο Απέρι, στα Πηγάδια ή σε άλλους γειτονικούς οικισμούς. Εναν αιώνα πριν υπήρχε εξατάξιο δημοτικό σχολείο με δύο δασκάλους και 60-70 μαθητές. Σήμερα είναι το πέμπτο μεγαλύτερο σε πληθυσμό χωριό της Καρπάθου. Ο πληθυσμός της βαίνει μειούμενος: 361 κάτοικοι το 1971, 275 το 1981 και 251 το 2011. Το δημοτικό σχολείο δεν λειτουργεί πια.

ΠΥΛΕΣ

Οι Πυλές είναι ένα από τα μικρότερα χωριά της Καρπάθου και βρίσκονται πάνω σε λόφο και σε απόσταση από τη θάλασσα. Σύμφωνα με την πρώτη απογραφή πληθυσμού μετά την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στο ελληνικό κράτος, οι Πυλές κατοικούνταν από 422 άτομα (204 το 2021). Λέγεται ότι κατοικήθηκε για πρώτη φορά τον 17ο αιώνα από πρόσφυγες, οι οποίοι έφυγαν από τα παράλια του νησιού, όπου κατοικούσαν αρχικά, ώστε να αποφύγουν τους πειρατές.

Ωστόσο, σύμφωνα με την πρόσφατη μελέτη του Μηνά Χουβαρδά «Κάρπαθος. Στην κόχη του Αρχιπελάγους», το χωριό εμφανίζεται για πρώτη φορά στα κείμενα των περιηγητών του 19ου αιώνα. Στο παρελθόν είχε έντονο αγροτικό χαρακτήρα και αξιόλογη γεωργική παραγωγή, αποτελούμενη από δημητριακά, κρασί, λάδι και εσπεριδοειδή.

Σήμερα ο χαρακτήρας αυτός έχει ατονήσει σημαντικά. Το Υπαίθριο Αγροτικό Μουσείο που λειτουργεί στις Πυλές έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να δίνει στον επισκέπτη τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή με την αγροτική ζωή του παρελθόντος.

ΣΠΟΑ

Το μικρό χωριό Σπόα βρίσκεται στο κέντρο του νησιού μεταξύ των βουνών Καλή Λίμνη και Κυμαράς. Μαζί με τον νεότερο παραθαλάσσιο οικισμό του Αγίου Νικολάου συγκροτεί κοινότητα, με συνολικό πληθυσμό 224 ψυχών (2021). Στο παρελθόν τα Σπόα ήταν δημογραφικά πιο εύρωστα (460 άτομα στις αρχές του 20ού αιώνα και 339 το 1947). Πολλοί κάτοικοι βρέθηκαν από τις αρχές του περασμένου αιώνα μέσα στις πιο σκληρές δουλειές, από τα λατομεία της Πεντέλης μέχρι τα ορυχεία κάρβουνου της Αμερικής.

Πάντως, το καλοκαίρι πολλά κλειστά σπίτια ανοίγουν, όταν οι ξενιτεμένοι ιδιοκτήτες τους έρχονται στο χωριό, για να περάσουν τις θερινές τους διακοπές. Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Ιωάννη Βολανάκη, τα Σπόα ιδρύθηκαν από κατοίκους του Αγίου Νικολάου, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους εξαιτίας των πειρατών. Κατά τον Μιχαηλίδη-Νουάρο ο οικισμός ιδρύθηκε από Μεσοχωρίτες, με τους οποίους άλλωστε οι Σποΐτες έχουν πολλά κοινά στοιχεία. Πάντως, το χωριό μνημονεύεται για πρώτη φορά στο περιηγητικό κείμενο του γερμανού αρχαιολόγου Ludwig Ross (1843).

Η περιοχή των Σπόων σήμερα θεωρείται ορεινή και άγονη. Στις αρχές του 20ού αιώνα, πάντως, η τοπική παραγωγή αποτελούνταν από κριθάρι, όσπρια, λεμόνια, γαλακτοκομικά προϊόντα και μικρές ποσότητες σιταριού, μελιού και κρασιού. Επίσης, υπήρχαν άφθονα νερά και αρκετοί υδρόμυλοι. Μολονότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια στροφή προς τον τουρισμό, οι κάτοικοι προσπαθούν πεισματικά να διατηρήσουν ζωντανή τη λαϊκή τους παράδοση και την ιδιαίτερη ταυτότητά τους.

Επιμέλεια: Αμπντουλλάχ Ελ Λαουέντι, Αναγνωστοπούλου Ανθή, Γεραπετρίτη Δανάη, Γεραπετρίτης Μηνάς, Διακολιού Αναστασία, Ζανάκη Γεωργία, Ζανάκη Εύα, Ζανάκη Ζήνα, Ζουλουφού Αφροδίτη, Καϊμάρας Γιώργος, Καρανικόλα Μαρία-Ευδοκία, Καστελλοριζιού Ολγα, Καστελλοριζιού Ρηγώ, Κιαγιά Αγγελική, Κιοστεράκη Μαρία, Κουνδουράκης Γιάννης, Κρητσιώτη Σοφία, Λεγάκης Ιωάννης, Μαγιάφης Ραφαήλ, Μακρής Γιάννης, Μαυρίδου Σοφία-Αννα, Μέρμηγκας Δημήτρης, Μπόεβα Κατερίνα, Ντότσι Ορνέλα, Παπά Βαρβάρα, Πούλιου Σταματίνα, Ρόκου Αφροδίτη, Σάβκοβιτς Ελπίδα, Σπανομανωλή Σταματίνα, Σπανού Ραφαέλλα, Σταματιάδη Μαγκαφούλα, Τσιαβής Θοδωρής, Χαλκιά Καλλιόπη, Χιώτη Φωτεινή, Χύρα Κέισι, Ψυχάκη Χαρίκλεια