«Η καλλιέργεια της σχέσης των νέων με τον παραδοσιακό και σύγχρονο λαϊκό πολιτισμό είναι εξαιρετικά σημαντική. Ειδικά στην εκπαίδευση μαθήματα που ασχολούνται με την τοπική Ιστορία και τη Λαογραφία προσφέρουν πολλά οφέλη, σε μια εποχή όπου απειλείται ο παραδοσιακός τρόπος ζωής και οι αξίες, χωρίς αυτό να συνεπάγεται κάποια θετική αξιοποίηση των νέων συνθηκών που προκύπτουν από την παγκοσμιοποίηση».
Με αυτά τα λόγια ξεκινά την κουβέντα μας ο καρπάθιος ερευνητής Λαογραφίας κ. Ηλίας Βασιλαράς, για τον οποίο οι κοινωνικές εκδηλώσεις και τα πανηγύρια αποτελούν έναν από τους βασικούς τρόπους με τους οποίους διατηρείται ζωντανός ο λαϊκός πολιτισμός του νησιού. Το Ολυμπίτικο αλλά και γενικά το Καρπάθικο Γλέντι έχουν ενταχθεί στην άυλη πολιτιστική κληρονομιά της UNESCO και, με τις αυτοσχέδιες μαντινάδες, τα παραδοσιακά όργανα και τη μουσική, αναβιώνουν παλιές καλές εποχές, είναι ακόμη ζωντανά στοιχεία του πολιτισμού μας, φέρνουν κοντά τις κοινότητες.
Τα πανηγύρια αυτά ξεκινούν από πολύ παλιά, από τις «αγάπες» των πρώτων χριστιανών, έχουν ρίζες σε θρησκευτικές και κοινωνικές εκδηλώσεις, όπου οι άνθρωποι συνέτρωγαν και διασκέδαζαν από κοινού.
Από την εποχή του Κορνάρου
Ο κ. Βασιλαράς αναφέρει ότι οι καταγραφές για το Γλέντι και τις μαντινάδες χρονολογούνται από την εποχή του Βιτσέντζου Κορνάρου. Τότε πέρασε η ομοιοκαταληξία στα νησιά μας και είχαμε τις πρώτες μαντινάδες σε δεκαπεντασύλλαβο. Η πρώτη επαφή με την παράδοση στην Κάρπαθο γίνεται από την παιδική ηλικία. Είναι προσωπική του εκτίμηση ότι ένα βασικό στοιχείο του καρπάθικου χορού είναι η κίνηση που κάνουν τα μωρά στα γόνατα των μανάδων τους.
Ολες οι καρπάθιες μανάδες, παλαιότερα, πριν ακόμη περπατήσουν τα παιδιά, έπιαναν το παιδί, έκαναν το στόμα τους λύρα και το «χόρευαν» στον αέρα πάνω από τα γόνατά τους. Το παιδί δεν μπορούσε να σταθεί στον ρυθμό και γονάτιζε. Η βασική ομορφιά του χορού αυτού είναι να μάθεις να κάνεις αυτή την κίνηση, αυτό το γονάτισμα. Θεωρεί ότι από παιδιά ξεκινήσαμε έτσι. Θυμάται, ήταν γύρω στα 5 με 6, όταν σε ένα καφενείο που είχε αρχίσει το γλέντι στη μέση ήταν τα όργανα πάνω στο τραπέζι και ο χορός τρεις κύκλοι.
«Πιάστηκαν όλα τα πιτσιρίκια να χορέψουν και μια πολύ ηλικιωμένη κυρία μας είπε: «Ξάνοι(γ)ε ετούτα τα παλιόπαι(δ)α που (δ)εν ξέρουν να χορεύ(γ)ουν»». Αυτό τον πλήγωσε, δεν χόρεψε, μας είπε, ποτέ στα Σπόα μέχρι τα 20 του. Τότε οι άνθρωποι ήταν σκληροί λόγω των συνθηκών. Μετά κατάλαβε ότι εάν τους το είπε αυτό εκείνη η γριούλα, ήταν γιατί ήθελε να πει ότι πρέπει να παλέψουν να μάθουν χορό και ύστερα να έρθουν για να αρέσουν στην Καλλίτσα για παράδειγμα.
Το Λύκειο Ελληνίδων
Ο κ. Βασιλαράς ήταν από τους πρωτεργάτες του Λυκείου Ελληνίδων βοηθώντας στην εκμάθηση των παραδοσιακών χορών. Η κίνηση του χορού έχει όπως λέει αυστηρή τυπολογία. «Ο χορευτής κάνει τόσες κινήσεις, περιορισμένες σε ένα πλακάκι πατώματος, δεν τρέχει» επισημαίνει. «Η καρπάθικη μουσική δεν έχει τουμπερλέκι, γιατί ρυθμό έδινε το χτύπημα του ποδιού στο τραπέζι». Η γιαγιά η Καλλίτσα πρέπει να του χαμογελάει εκεί που είναι τώρα.
Ακόμη επισημαίνει ότι το όνομα του συρματικού σκοπού, χορός που θεωρείται ο πλουσιότερος σκοπός της Καρπάθου σύμφωνα με τον ελβετό μουσικολόγο Samuel Baud-Bovy, ο οποίος είχε έρθει στην Κάρπαθο το 1930 και στον οποίο οφείλουμε για πρώτη φορά την καταγραφή της καρπαθιακής και δωδεκανησιακής μουσικής, προέρχεται από το μακρόσυρτο της φωνής, αλλά και τα μακρόσυρτα τραγούδια. Εχει τρία γυρίσματα. Ο αφηγητής μας θυμάται χαρακτηριστικά μαντινάδες που έλεγε στα παιδιά που τους δίδασκε χορούς:
«Οποιος μαθαίνει από μικρός
τον ηθικό σου πλούτο
ποιος είναι αυτός ο μερακλής
όπου βρεθεί ρωτούτο».
«Σαν παίζει πιο και όργανο,
συντάσσει και χορεύει
στις ρίζες του ταυτότητα
κανείς δεν του γυρεύει»
Ενα μικρό μουσείο
Γυρίζοντας το βλέμμα στο μικρό μουσείο με παραδοσιακά αντικείμενα που διατηρεί, η προσοχή στρέφεται σε μια στολή. Ο κ. Βασιλαράς εξηγεί ότι η ενδυμασία αυτή αγοράστηκε το 1865-75 από τον περιηγητή εκείνης της εποχής Λόρδο Theodore Bent (τον αναφέρει και ο Μ. Χουβαρδάς στο βιβλίο του για την Κάρπαθο και τους ξένους χαρτογράφους και περιηγητές), ο οποίος ήρθε στο νησί και αγόρασε 6-7 φορεσιές και από το δικό του μουσείο τις αγόρασε αργότερα το Μουσείο Μπενάκη. Η ηλικία της πρέπει να είναι έως 100 χρόνια πριν από τότε που αγοράστηκε από τον περιηγητή.
Για τον κ. Βασιλαρά, η διατήρηση αυτού του πολιτιστικού κεφαλαίου είναι ζωτικής σημασίας για το μέλλον μας. Οι παραδόσεις φέρνουν κοντά την κοινότητα και ενισχύουν τους δεσμούς μεταξύ των μελών της. Οι διάφοροι πολιτιστικοί Σύλλογοι μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στη διατήρηση των εθίμων, όπως το ΛΕΚ (Λύκειο Ελληνίδων Καρπάθου), η Ομόνοια Απερίου και οι άλλοι πολιτιστικοί σύλλογοι των χωριών της Καρπάθου (Βωλάδας, Μεσοχωρίου κ.λπ.), αλλά είναι αυτονόητο ότι αυτό πρέπει να γίνει με σεβασμό και χωρίς να αλλοιωθεί η αυθεντικότητά τους.
Ο ίδιος δεν έπαψε ποτέ να ερευνά την άυλη πολιτιστική μας κληρονομιά, είτε με μελέτες, όπως για τις αυτοσχέδιες – της στιγμής – μαντινάδες, είτε συνθέτοντας ο ίδιος τραγούδια, ακολουθώντας τη μορφή των παραδοσιακών δημοτικών τραγουδιών και με αφορμή θέματα από την καρπαθιακή ιστορία και την καθημερινότητα.
Και ολοκληρώνει την κουβέντα μας λέγοντας για τις μαντινάδες: «Είναι σπουδαίο προσόν σε όσους το έχουν να μπορούν να συνδιαλέγονται με μια μαντινάδα. Είναι μια προίκα, ας τη χαρακτηρίσω έτσι, η μαντινάδα. Συνεπάγεται την υποχρέωση τη δική μας να την προστατεύσουμε ως κόρην οφθαλμού, γιατί έχει σχέση με τη γλωσσική μας υγεία, την ιστορία και τις καταβολές μας. Η μαντινάδα δεν διδάσκεται στα σχολεία και στα πανεπιστήμια. Μεταδίδεται με το μητρικό γάλα της καρπαθιάς μάνας και, όπως το Καρπαθόπουλο μπολιάζεται με τον χορό πριν ακόμη σταθεί στα πόδια του, έτσι μετουσιώνεται και το ποιητικό τάλαντο με τον στοργικό θηλασμό του».