Τη Λαμπρή Δευτέρα γιορτάζονται στο χωριό Σπόα τα «Σύρματα», που είναι η αρχαία διελκυστίνδα, ένα παιχνίδι ανταγωνισμού με χοντρό σκοινί. Τι ακριβώς είναι αυτό; Ολο το χωριό χωρίζεται σε δύο ομάδες, από τη μια οι γυναίκες (συνήθως πολύ περισσότερες από τους άνδρες) και από την άλλη οι άνδρες. Η μια ομάδα προσπαθεί να τραβήξει την άλλη προς τη μεριά της και να νικήσει. Το υπόλοιπο χωριό μαζεύεται και αναλαμβάνει τον ρόλο του κομπάρσου, με ιδιαίτερα όμως ενεργητικό ρόλο.
Κάποιες γυναίκες έχουν φέρει τσουκνίδες, άλλες έχουν ετοιμάσει ένα είδος χυλού με νερό και αλεύρι. Προορισμός η αντίπαλη ομάδα των ανδρών. Δίνεται το σύνθημα της έναρξης του παιχνιδιού και χαρούμενες φωνές αντιλαλούν παντού. Ο χυλός και οι τσουκνίδες προσπαθούν να παίξουν τον ρόλο τους. Τα πρόσωπα των ανδρών πασαλείβονται, οι τσουκνίδες έχουν στόχο να μην μπορούν να τραβήξουν το σκοινί οι άνδρες!
Τίποτε από ό,τι έχει συμβεί την ώρα του παιχνιδιού δεν θα πέσει κάτω, θα γίνει μαντινάδα. Μόλις τελειώσει λοιπόν το παιχνίδι, έρχεται η ώρα για ένα πολύωρο γλέντι και αυτοσχέδιες πειραχτικές μαντινάδες. Ο αγώνας με το σκοινί δίνει τη θέση του στη λύρα και τα άλλα παραδοσιακά όργανα, με τις μαντινάδες να ανταγωνίζονται η μια την άλλη με ένα και μοναδικό θέμα: το παιχνίδι μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων ομάδων, μεταξύ των ανδρών και των γυναικών, και το πώς είχε εξελιχθεί εκείνη την ημέρα.
Οι ρίζες του εθίμου χάνονται στα βάθη των χρόνων. Παλαιότερα, γινόταν στη διάρκεια της Σαρακοστής, ενώ τώρα τη Δευτέρα μετά το Πάσχα. Ηταν ένας τρόπος να ξεκουράζονται οι άνδρες από τη σκληρή δουλειά, και μια ευκαιρία για κοινωνική συναναστροφή και σχέσεις, καθώς νέες και νέοι έρχονταν διακριτικά κοντά την ώρα του χορού. Ηταν όμως και ένας τρόπος να γίνει φανερή η δύναμη των ανδρών. Οποιος κέρδιζε ήταν και αυτός που τον προτιμούσαν για τις δουλειές τις δύσκολες, στα χωράφια, στις οικοδομές. Δείγματα από μαντινάδες του γλεντιού:
- Τα κάναμε τα σύρματα κι εφέτος στο χωριό μας, / και θα το συνεχίζομε χατήρι των παιδιών μας.
- Το καθένα μας έθιμο αξίζει χίλια γρόσια, / αμέ τα σύρματα θαρώ αξίζουν άλλα τόσα.
- Μία καλή παράδοση οι νέοι μας κραούσι, / για να τη βλέπουσι κι αλλού και να ‘χουσι να πούσι.
Στιβάνι, ένα παπούτσι για τις βουνοκορφές της Ολύμπου
Αφορμή για αυτό το κείμενο αποτέλεσε η συζήτηση που είχα την τιμή να κάνω με τον συμπατριώτη μου από την Ολυμπο, τον κ. Γιάννη Πρεάρη, τον Απρίλιο του 2024. Το θέμα της συζήτησης δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό από την ιστορία που κρύβουν τα υποδήματα που φοράνε οι γυναίκες της Ολύμπου. Την τέχνη του υποδηματοποιού τη διδάχθηκε ο κ. Πρεάρης, μικρό παιδί, από τον πατέρα του και τη συνεχίζει έως σήμερα. Σύμφωνα με τον μοναδικό πλέον υποδηματοποιό του χωριού μου, οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης οδήγησαν τους ανθρώπους στη δημιουργία ενός ανθεκτικού παπουτσιού το οποίο θα ήταν ικανό να προσφέρει τη στήριξη και την προστασία που απαιτούν οι άγριες βουνοκορφές της Ολύμπου.
Το κομμάτι της επεξεργασίας του δέρματος (κατσίκι) αποτελεί ένα αρκετά δύσκολο και χρονοβόρο στάδιο, μας εξηγεί ο παραδοσιακός αυτός υποδηματοποιός. Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι, εάν για κάποιον λόγο δεν γινόταν αμέσως η επεξεργασία, θα έπρεπε το δέρμα να αποθηκευτεί μέσα σε αλάτι, ή να στεγνώσει στον αέρα, με τρόπο ώστε να μην έρθει σε επαφή με τις ακτίνες του ήλιου, γιατί αυτό θα προκαλούσε αφυδάτωση και καταστροφή του δέρματος.
Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να μεταβεί στη φυσική του μορφή προκειμένου να προχωρήσει η επεξεργασία του. Στη συνέχεια τοποθετείται μέσα σε ασβέστη που βοηθά στην αφαίρεση της τρίχας και της οσμής από το δέρμα. Εφόσον φύγουν και τα τελευταία υπολείμματα τρίχας, τοποθετείται μέσα σε ζεστή στάχτη για πέντε ημέρες. Τέλος, πλένεται με νερό και τρίβεται με κεραμίδι, ώστε να πάρει λεία υφή. Η επεξεργασία του δέρματος ολοκληρώνεται με κάποια τελευταία και απαιτητικά στάδια που βοηθούν στον καθαρισμό του, όπως η τοποθέτησή του μέσα σε κόπρανα κότας, σε άφθονο νερό αλλά και σε σκόνη από βελανίδι.
Η κατασκευή των παραδοσιακών υποδημάτων της Ολύμπου γίνεται στη ραπτομηχανή και κυρίως στο χέρι. Ολες οι ραφές τους είναι εσωτερικές, πράγμα που εξασφαλίζει μεγαλύτερη αντοχή. Από δέρμα είναι και το τακούνι τους. Ο χρωματισμός των στιβανιών γινόταν αρχικά, στην εσωτερική πλευρά, με μαύρο χρώμα και ήταν το ίδιο για άντρες και γυναίκες. Σήμερα που οι βαφές είναι πιο ανθεκτικές, το εσωτερικό του στιβανιού παραμένει στο φυσικό του χρώμα. Το εξωτερικό του μέρος βάφεται, στο μπροστινό σημείο, με μια κόκκινη ή πορτοκαλί μπογιά. Παλαιότερα, ο χρωματισμός του κόκκινου μέρους του στιβανιού γινόταν με τη βοήθεια ενός ξύλου από πεύκο που το έβραζαν. Το κεντημένο σχέδιο πάνω στο στιβάνι αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη.
Σκέφτομαι ότι το εντυπωσιακό δεν είναι ότι υπήρξε ένα τόσο ανθεκτικό υπόδημα για τους κατοίκους της Ολύμπου. Το εντυπωσιακό είναι ότι η τέχνη αυτή είναι ζωντανή ακόμη και σήμερα και αποτελεί μέρος της καθημερινότητας των Ολυμπιτών.
Η λύρα της Καρπάθου με τον μοναδικό ήχο
Η καρπάθικη λύρα είναι ένα από τα παραδοσιακά μουσικά όργανα του νησιού μου. Την ιδιαίτερη τέχνη που χρειάζεται για την κατασκευή της περιγράφει ο καρπάθιος τεχνίτης της λύρας Γιώργος Κατωγυρίτης από τις Εξήλες Μενετών, ο οποίος ασχολείται από το 1989 με την κατασκευή της λύρας. Εχει φτιάξει όλα αυτά τα χρόνια πάνω από 1.300 λύρες και έχει χαρίσει περισσότερες από 350. Εβαλα λοιπόν σε τάξη σκόρπιες γνώσεις και πληροφορίες για αυτό το τόσο χαρακτηριστικό όργανο της παράδοσής μας και θα ήθελα να τις μοιραστώ μαζί σας.
Εχει αχλαδόσχημη μορφή, κατασκευάζεται από ξύλα όπως είναι ο ασκέλινος, η μουριά, ο κέδρος, η καρυδιά, το κυπαρίσσι, η κερασιά κ.ά. Το επάνω μέρος της λύρας, δηλαδή το καπάκι, φτιάχνεται από κατράνι που είναι ένα είδος μαύρου πεύκου, ξύλο το οποίο προέρχεται από τον Λίβανο και αυτό είναι που δημιουργεί τον μοναδικό και διαφορετικό ήχο τον οποίο παράγει η κάθε λύρα. Το κατράνι δεν μπορεί να αντικατασταθεί με ένα άλλο ξύλο, όπως για παράδειγμα το έλατο, ο κέδρος ή κάποιο άλλο, διότι μετά ο ήχος αλλάζει και αυτός που δημιουργείται δεν είναι αρεστός.
Επίσης μπορεί το καπάκι να είναι μονοκόμματο ή και κολλητό, να αποτελείται δηλαδή από δύο αντικριστά κομμάτια. Το πάχος του είναι 3-3,5 χιλιοστά, ισόπαχο και ίσο. Τα μέρη του οργάνου είναι η γλώσσα, τα κλειδιά ή όπως λέμε εμείς εδώ «στριφτάλια», οι χορδές, ο καβαλάρης, ο στύλος, ο χορδοδέτης και ο καλάουρας. Η γλώσσα και τα κλειδιά (στριφτάλια) κατασκευάζονται από πολύ σκληρά ξύλα και κάθε ξύλο (καρυδιά, κυπαρίσσι, κέδρος κ.λπ.) δίνει διαφορετικές δυνατότητες στη λύρα.
Οι δύο από τις τρεις χορδές είναι «αντερένιες», δηλαδή από έντερο ζώου, έτσι ώστε να βγάζουν έναν γλυκό και βραχνό ήχο, καθώς είναι οι καταλληλότερες για την ανάδειξη της χροιάς της καρπάθικης μουσικής και βρίσκονται στις άκρες, ενώ χρησιμοποιείται και μία μεταλλική χορδή, η οποία συμβάλλει στην παραγωγή καθαρότερου ήχου και βρίσκεται στη μέση και λίγο πιο ψηλά έτσι ώστε το δοξάρι να ακουμπάει ταυτόχρονα τη μεσαία και την πρώτη ή τη μεσαία και την πίσω χορδή.
Στη συνέχεια, ο καβαλάρης είναι αυτός που στηρίζει τις χορδές και τις κρατάει λίγο πιο έξω από την κατασκευή, δηλαδή τρεις πόντους πάνω από τα «μάτια» της λύρας. Πάνω του τοποθετείται ο στύλος που είναι ένα λεπτό ξύλο μικρού μεγέθους που είναι οριζόντιο και έχει φορά προς το εσωτερικό της λύρας. Ο στύλος βοηθάει κατά πολύ τον ήχο, τον δυναμώνει κατά δέκα φορές. Ακολούθως, ο χορδοδέτης είναι ένα κομμάτι σκληρού ξύλου (π.χ. έβενος) που βρίσκεται στο κάτω μέρος της λύρας και πάνω σε αυτό δένονται οι χορδές. Οι χορδές αυτές φτάνουν μέχρι την πάνω μεριά της λύρας, στον πάνω καβαλάρη, και δένονται πάνω στα κλειδιά τα οποία είναι τοποθετημένα πριν από τον καλάουρα, ο οποίος είναι διακοσμητικό στοιχείο της λύρας. Τα κλειδιά είναι είτε ξύλινα είτε σιδερένια.
Η λύρα παίζεται ακουμπισμένη πάνω στον αριστερό μηρό και ο μουσικός παράγει τις νότες ακουμπώντας τις χορδές από το πλάι με τα νύχια του και με το δοξάρι που ακουμπάει πάντοτε δύο χορδές ταυτόχρονα. Η μελωδία παράγεται κυρίως από την πρώτη χορδή. Το δοξάρι κατασκευάζεται από σκληρό ξύλο, διαφορετικό από αυτό της λύρας, και ονομάζεται οξιά. Είναι περίπου 55-60 εκατοστά. Οι τρίχες που έχει πάνω είναι μόνο από άλογο. Στο πάνω μέρος του δοξαριού υπάρχουν έξι βίδες σε ίσες αποστάσεις μεταξύ τους, και πάνω τους δένεται ένα σύρμα που έχει συνολικά τριάντα τρία κουδουνάκια. Τα κουδουνάκια συμβολίζουν τα χρόνια του Χριστού, τα οποία δονούνται σε κάθε δοξαριά και συμβάλλουν στην αρμονία του ήχου.
Η λύρα συνοδεύεται πάντα με το λαούτο που εμπλουτίζει τη μελωδία με τον ήχο του. Ακόμη συνοδεύεται και με τσαμπούνα, η οποία είναι πνευστό όργανο, ένα είδος άσκαυλου, ένα μουσικό όργανο ποιμενικού χαρακτήρα που χρησιμοποιεί αέρα αποθηκευμένο σε ασκό, και αποτελεί και αυτή ένα από τα παραδοσιακά μουσικά όργανα της Καρπάθου. Η λύρα πλαισιώνει κάθε κοινωνική εκδήλωση, όπως αρραβώνες, γάμους, βαπτίσεις, πανηγύρια, γλέντια κ.λπ. Η κάθε λύρα είναι διαφορετική και μοναδική, δεδομένου ότι οι περισσότεροι κατασκευαστές είναι αυτοδίδακτοι.
Επιπλέον, δεν υπάρχει κάποιο τυποποιημένο μοντέλο για την κατασκευή της. Τα χαρακτηριστικά της, δηλαδή οι διαστάσεις, οι καμπύλες και οι λεπτομέρειές της διαφέρουν από χωριό σε χωριό και από κατασκευαστή σε κατασκευαστή. Η καρπάθικη λύρα δεν είναι μόνο ένα μουσικό όργανο. Συνιστά, συγχρόνως, ένα αναπόσπαστο τμήμα της εσωτερικής διακόσμησης κάθε καρπάθικου σπιτιού, υποδηλώνοντας με τον τρόπο αυτόν την αφοσίωση των Καρπαθίων στη λαογραφική παράδοση του τόπου τους.
Τι είναι για μένα το λαούτο
Το λαούτο, ένα από τα πιο εκφραστικά και γοητευτικά παραδοσιακά όργανα, κατέχει μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Ο ήχος του, τόσο ζεστός και μελωδικός, με ταξιδεύει σε άλλες εποχές, γεμάτες από αυθεντικές παραδόσεις και πολιτισμική κληρονομιά. Από την πρώτη στιγμή που άγγιξα τις χορδές του, ένιωσα μια βαθιά σύνδεση με την ιστορία και την κουλτούρα μας. Κάθε νότα που παράγεται φέρει μέσα της μια ιστορία, μια αφήγηση από το παρελθόν που συνεχίζει να ζει και να αναπνέει μέσα από τη μουσική.
Για μένα, το λαούτο δεν είναι απλώς ένα μουσικό όργανο. Είναι ένας πιστός σύντροφος στις χαρές και τις λύπες, ένας δάσκαλος που με βοηθά να εκφράσω τα πιο βαθιά μου συναισθήματα. Οταν παίζω, αισθάνομαι ότι γίνομαι ένα με το όργανο, ότι οι νότες γίνονται προέκταση της ψυχής μου.
Εκτιμώ την τέχνη και τη δεξιοτεχνία που απαιτείται για την κατασκευή και το παίξιμο του λαούτου. Κάθε λαούτο είναι μοναδικό, όπως και κάθε μουσικός που το κρατά. Η διαδικασία εκμάθησης και τελειοποίησης της τέχνης του λαούτου είναι για μένα μια διαρκής αναζήτηση, μια πορεία γεμάτη προκλήσεις και ανταμοιβές. Η αγάπη μου για το λαούτο είναι ανεξίτηλη και αναλλοίωτη.
Είναι ένα πάθος που με συντροφεύει καθημερινά, προσφέροντάς μου στιγμές χαράς, ηρεμίας και αυτοέκφρασης. Μέσα από το λαούτο, βρίσκω έναν τρόπο να συνδεθώ με τον εαυτό μου και με τις ρίζες μου, να τιμήσω το παρελθόν και να δημιουργήσω νέες αναμνήσεις για το μέλλον.