Ο Βαγγέλης Βαρδάκης είναι ένας σπουδαίος μουσικός που ξεκίνησε από τη λύρα, ωστόσο καθιερώθηκε και έγινε γνωστός για το βιολί με το οποίο πρωταγωνίστησε (και πρωταγωνιστεί) σε ολόκληρη την ανατολική Κρήτη. Η μουσική, το γλέντι, η μουσική παιδεία, η ιδιαίτερη δύναμη της σύνθεσης είναι η κληρονομιά του και ως τέτοια τον οδήγησε σε ένα μονοπάτι που φέρνει μόνο επιτυχίες.
Τι είναι για εσάς η μουσική γενικά και η παραδοσιακή μουσική ειδικά;
«Η μουσική γενικά είναι μια παγκόσμια γλώσσα επικοινωνίας, της οποίας ο ρόλος είναι να μεταφέρει συναισθήματα και η απόδοση των συναισθημάτων αυτών γίνεται μέσω της μελωδίας. Η παραδοσιακή μουσική είναι το ίδιο πράγμα, αλλά επιπλέον εκφράζει άριστα τον τοπικό χαρακτήρα και τη νοοτροπία μιας περιοχής. Οποιος ασχολείται με την παραδοσιακή μουσική μοιραία αντιλαμβάνεται το ύφος, τη νοοτροπία και τον χαρακτήρα της περιοχής από την οποία προέρχεται η μουσική αυτή. Γι’ αυτό βλέπετε ότι στην Ανατολική Κρήτη έχουμε διαφορετικό ύφος μουσικής απ’ ό,τι στη Δυτική Κρήτη, διότι είναι διαφορετικός ο χαρακτήρας των ανθρώπων».
Πώς ήρθατε σε επαφή με τη μουσική; Προέρχεστε από οικογένεια μουσικών;
«Τα παλιά χρόνια δεν ήταν η μουσική κτήμα όλων. Δεν ήταν όπως σήμερα που υπάρχει εύκολη πρόσβαση στην πληροφορία μέσω του Διαδικτύου. Η μουσική ήταν κάπως σαν οικογενειακή υπόθεση. Εγώ είχα την τύχη να είμαι από οικογένεια που είχε παλαιότερους μουσικούς. Ο παππούς μου, ο Γιώργης ο Βαρδάκης, που είχε γεννηθεί το 1896, ήταν καλλίφωνος και μεγάλος γλεντζές, ο θείος μου έπαιζε μαντολίνο, ο αδελφός του παππού μου έπαιζε βιολί. Κυρίως ο θείος μου με δίδαξε τη γνήσια γεραπετρίτικη μουσική. Το ερέθισμα, λοιπόν, ήταν οικογενειακό και η εκμάθηση της μουσικής έγινε στο οικογενειακό περιβάλλον. Αργότερα, όταν ήμουν φοιτητής στο Πολυτεχνείο, γράφτηκα στο ωδείο για να μπορώ να γράφω αυτά που παίζω σε παρτιτούρες».
Πότε συνειδητοποιήσατε την κλίση σας στη μουσική;
«Γεννήθηκα σε ένα οικογενειακό περιβάλλον όπου προϋπήρχε η παραδοσιακή μουσική, υπήρχε βιολί στο σπίτι μας πριν γεννηθώ εγώ, καθώς το παραδοσιακό όργανο της περιοχής μας είναι το βιολί, όχι η λύρα. Ερχονταν στο σπίτι μας παρέες, πάντα υπήρχε ένας βιολάτορας, έπαιζαν κοντυλιές, τραγουδούσαν, άκουγα εγώ. Οταν ήρθε η ώρα να παίξω εγώ, ήδη τις μελωδίες αυτές τις είχα ελαφρώς αποστηθίσει. Επειδή, όμως, ήμουν καλός μαθητής, για να εξασκηθώ στη μουσική θυσίαζα χρόνο από το παιχνίδι και τη βόλτα μου, γιατί τότε μαθαίναμε μόνοι μας. Και ο θείος μου που σας είπα με δίδαξε, δεν μου έδειχνε, καθόταν απέναντί μου, έπαιζε, κι έπρεπε να έχεις αυτό που λέμε μουσική ευφυΐα για να παίξεις αυτό που άκουγες. Ετσι μαθαίναμε τότε».
Με ποιο μουσικό όργανο ξεκινήσατε;
«Ξεκίνησα με λύρα. Μετά τη λύρα μεταπήδησα στο βιολί. Το ίδιο κάνανε και όλοι οι παλιοί βιολάτορες. Μάθαιναν τις μελωδίες στη λύρα και μετά πήγαιναν στο βιολί».
Γιατί δεν επιλέξατε τη λύρα και επιλέξατε το βιολί;
«Οποιος ασχοληθεί με το βιολί δύσκολα το αφήνει. Δεν είναι τυχαίο που χαρακτηρίζεται ως ο βασιλιάς των οργάνων. Ολα τα όργανα είναι άξια όταν τα παίζεις προσπαθώντας να εκφράσεις τον χαρακτήρα τους. Οχι να παίζεις βιολί προσπαθώντας να μιμηθείς τη λύρα ή να παίζεις λύρα προσπαθώντας να μιμηθείς το βιολί. Οταν λοιπόν κάποιος οργανοπαίκτης μπορεί να εκμεταλλευτεί τα εκφραστικά μέσα και τις δυνατότητες που του δίνει το όργανό του, τότε λέμε ότι έχει πετύχει».
Ποια είναι τα στάδια εκμάθησης της παραδοσιακής μουσικής;
«Το πρώτο στάδιο είναι η μίμηση. Πρέπει να μιμηθείς καλά. Το δεύτερο στάδιο είναι να αποκτήσεις δικό σου ύφος, το οποίο θέλει πάρα πολλά χρόνια για να το κατακτήσεις. Αυτό που χαρακτηρίζει τον κάθε λαϊκό οργανοπαίκτη και τον κάνει μοναδικό είναι το ύφος του. Και το τρίτο στάδιο είναι να συνθέσεις κομμάτια παραδοσιακής μουσικής, χωρίς να ξεφεύγεις όμως από τους άγραφους νόμους της και να μην αλλοιώσεις τίποτα, δηλαδή να έχεις εμπειρίες σωστές, ώστε να συνθέσεις αυθεντικές κοντυλιές, μια και μιλάμε για την περιοχή μας».
Ποιον συνάδελφό σας θαυμάζετε και γιατί;
«Δεν μπορώ να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση με ονόματα γιατί είναι πολλοί, αλλά θα σας πω ότι όλοι οι παλιοί βιολάτορες που είχα την τύχη να γνωρίσω αποτελούν πρότυπά μου και αναφέρομαι διαρκώς σε αυτούς εν είδει μνημοσύνου. Πρόκειται για όλα τα ιερά τέρατα της κρητικής μουσικής της περιοχής μας, που αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης και μελέτης και πρέπει να είμαστε ευγνώμονες σε όλους αυτούς».
Ποια είναι η αγαπημένη σας μαντινάδα και γιατί;
«Προτιμώ τις μαντινάδες που διαχρονικά διασώζονται από στόμα σε στόμα, κάτι που δείχνει ότι έχουν μεγάλη ποιητική αξία. Τις παραδοσιακές μαντινάδες που προσπαθώ κι εγώ να αναδεικνύω για να μην περάσουν στη λήθη. Νιώθω δηλαδή ότι έχω την υποχρέωση να αναδεικνύω διαμάντια του παρελθόντος. Μου αρέσουν κυρίως θυμοσοφικές μαντινάδες, όπως «Ανθρωπε που ‘ρθες στη ζωή / για πες μου ίντα γυρεύγεις / τι φέρνεις όντεν έρχεσαι / τι παίρνεις όντε φεύγεις»».
Τι χαρακτηριστικά έχουν η παραδοσιακή μουσική και ο παραδοσιακός χορός της Ανατολικής Κρήτης; Γιατί ξεχωρίζουν από των υπόλοιπων περιοχών;
«Γιατί ξεχωρίζει και ο χαρακτήρας μας. Υπάρχουν δύο κατηγορίες μελωδιών στην κρητική μουσική. Η μία είναι οι κοντυλιές και η άλλη τα συρτά. Τα συρτά όμως εντοπίζονται στην Κρήτη κυρίως μετά τον 18ο αιώνα, ενώ η κοντυλιά είναι το αρχαιότερο κρητικό μουσικό είδος και εδώ στην περιοχή μας είμαστε περήφανοι που το κρατήσαμε και το εξελίξαμε. Η κοντυλιά διαμορφώθηκε εδώ στην περιοχή μας την εποχή της Ενετοκρατίας, γιατί τότε η Κρήτη έζησε την ιταλική αναγέννηση. Τότε ήρθε ο ομοιοκατάληκτος ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος στην Κρήτη και τότε πρέπει να διαμορφώθηκε η κοντυλιά, γιατί η κοντυλιά είναι το μουσικό υπόβαθρο για να πεις ένα ιαμβικό ομοιοκατάληκτο δίστιχο. Αρα οι απαρχές της μουσικής μας πρέπει να τοποθετούνται τότε. Βέβαια οι μουσικολόγοι ανιχνεύουν αναφορές στην κοντυλιά και στην αρχαιοελληνική μουσική. Γι’ αυτό τελικά διαφέρει η μουσική μας, γιατί είναι πολύ παλιά και την έχουν δουλέψει γενεές γενεών, φτάνοντάς τη σε υψηλό επίπεδο καλλιτεχνικότητας».
Σε ένα γλέντι πιστεύετε πρέπει να παίζονται όλοι οι κρητικοί χοροί;
«Πιστεύω ότι πρέπει να κυριαρχούν οι χοροί κάθε περιοχής. Στην περιοχή μας, για παράδειγμα, πρέπει να κυριαρχούν οι κοντυλιές και οι πηδηχτοί χοροί. Δεν λέω να μην παίζουμε συρτά, αλλά η κάθε περιοχή έχει έναν χαρακτήρα και ο καλός οργανοπαίκτης πρέπει να ξέρει την παράδοση των διάφορων περιοχών και να παίζει ανάλογα με αυτή. Πρέπει να σέβεται την παράδοση και να προσαρμόζεται στην περιοχή που πάει να παίξει».