Η μετεπαναστατική οικονομία της Πάτρας στράφηκε προς τη θάλασσα και το προϊόν που ευνοούσε το ευρωπαϊκό εμπόριο, τη σταφίδα. Η αύξηση της σταφιδοκαλλιέργειας συνδέθηκε με την αύξηση ζήτησης από την Αγγλία την περίοδο 1845-1875.

Τα έξοδα για την καλλιέργεια της σταφίδας ανάγκαζαν τους μικροκαλλιεργητές σε δανεισμό με τόκο από 18% έως 24% από σταφιδεμπόρους. Δεν είχαν ιδρυθεί ακόμη τράπεζες, αλλά και όταν ιδρύθηκε στην Πάτρα υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας τα δάνειά του κάλυπταν τους σταφιδέμπορους, οι οποίοι εξακολούθησαν να δανείζουν με τοκογλυφικούς όρους τους παραγωγούς.

Στη δεκαετία 1830-1840 η εμπορική κίνηση του λιμανιού παρουσιάζει ανοδική πορεία. Εξάγεται σταφίδα αξίας 230.000 αγγλικών λιρών και εισάγονται εμπορεύματα αξίας μόλις 39.000 λιρών. Παράλληλα εμφανίζεται και επιβατηγός κίνηση του λιμανιού από επτανησιακές, αγγλικές και αυστριακές ναυτιλιακές εταιρείες. Τα δρομολόγια συνδέουν αφενός την Πάτρα με την Κέρκυρα, την Τεργέστη, την Ανκόνα και την Αγγλία μέσω Ζακύνθου, που την εποχή αυτή έχει αυξημένη επικοινωνία με τη Δύση, και αφετέρου την Πάτρα με το Αίγιο και το Λουτράκι.

H πρώτη σταφιδική κρίση εκδηλώθηκε μεταξύ των ετών 1850 και 1893. Το 1875 παρουσιάζεται υπερπαραγωγή σταφίδας. Οι τιμές πέφτουν διεθνώς και μένουν απούλητες μεγάλες ποσότητες κορινθιακής σταφίδας. Την ίδια περίοδο η καταστροφή των γαλλικών αμπελώνων από φυλλοξήρα σώζει για την επόμενη δεκαπενταετία την ελληνική παραγωγή. Το 1893 όμως, όταν η γαλλική παραγωγή αρχίζει να ανακάμπτει, εκδηλώνεται νέα κρίση.

Στην αγορά της Πάτρας το 1892 η τιμή της σταφίδας πέφτει κατά 50%. Περιουσίες καταστρέφονται, άνθρωποι πεινάνε, τράπεζες προχωρούν σε κατασχέσεις και πλειστηριασμούς. Γίνονται ταραχές σε πολλές από τις σταδιφοπαραγωγούς περιοχές (Πάτρα, Πύργος, Φιλιατρά, Πύλος κ.α.) Επεμβαίνει η Αστυνομία. Σημειώνονται τραυματισμοί και φυλακίσεις. Σε μεμονωμένες περιπτώσεις υπήρξαν ακόμα και νεκροί.

Η κυβέρνηση Δηλιγιάννη το 1895 εισηγείται το νομοσχέδιο του «παρακρατήματος»: ποσοστό 15% σε είδος της εξαγόμενης σταφίδας θα παρακρατούνταν από τα τελωνεία και στη συνέχεια θα διοχετευόταν υποχρεωτικά στη βιομηχανία για να μετατραπεί σε μη εμπορεύσιμη προς βρώση ύλη (π.χ. σε οινόπνευμα). Το μέτρο προκάλεσε αντιδράσεις, όμως βοήθησε σε μερική ανάκαμψη της αγοράς για δύο-τρία χρόνια.

Ακολουθεί η ίδρυση της Σταφιδικής Τράπεζας (κυβέρνηση Θεοτόκη), αλλά το 1905 την αντικαθιστά η «Προνομιούχος Εταιρία προς προστασίαν της παραγωγής και της εμπορίας της σταφίδας» ή «Ενιαία», με έδρα την Αθήνα. Αυξήθηκαν έτσι οι εξαγωγές από τον Πειραιά και μειώθηκαν από την Πάτρα με επακόλουθο την οικονομική της υποβάθμιση. Το 1925 ιδρύεται ο Αυτόνομος Σταφιδικός Οργανισμός (ΑΣΟ) με σκοπό την εξισορρόπηση της προσφοράς με τη ζήτηση.